Η Μάχη της Άμπλιανης ήταν πολεμική εμπλοκή της επανάστασης του «21 με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες.
Φωτογραφία από: cognoscoteam.gr
Καινούργιος στρατιωτικός ορίστηκε ο Δερβίς Πασάς, στον οποίο ο Σουλτάνος έδωσε ρητή εντολή να προστάξει και τους Πασάδες των Ιωαννίνων Βριώνη και τον της Ευβοίας Καρυστινό, ο μεν να εισβάλει στην Ακαρνανία, ο δε στην Αττική. Αυτός δε, ο Δερβίς Πασάς να ενωθεί με τους Πασσάδες Μπερκόφτζαλη, Ιουσούφ Πασά και Αμπάζ Πασά Ντίμπρα να εισβάλει στην Ανατολική Στερεά με δεκαπέντε χιλιάδες στρατό. Ο Δερβίς όμως αντί να βάλει σε ενέργεια τις διαταγές αποφάσισε να ενεργήσει μόνος του.
Ξεκίνησε από την Λάρισα και πήγε στην Λαμία μην τολμώντας να περάσει από τις Θερμοπύλες. Πήγε στο χωριό Λιανοκλάδι απέναντι από το Ζητούνι και εκεί στρατοπέδευσε. Τους δε Γιουσούφ Πασά Μπερκόφτζαλη και Αμπάζ Πασά Ντίμπρα με έξι χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες ιππείς τους διέταξε να περάσουν στην Γραβιά και από εκεί να συνεχίσουν για τα Σάλωνα. Εκεί να κατακτήσουν την πόλη και την γύρω περιοχή.
Η εξέλιξη των γεγονότων
Ο Πανουργιάς που ήταν τοποθετημένος μαζί με τους συμπατριώτες του στην Άμπλιανη, όταν έμαθε τα σχέδια αυτά κατασκεύασε στο μέρος αυτό ισχυρούς προμαχώνες, τους οποίους ενίσχυσε με πολλούς κορμούς χονδρών δέντρων. Η δύναμη του Πανουργιά δεν ήταν αρκετή για να αντέξει την ορμή των Οθωμανών. Ευτυχώς όμως έφτασαν ενισχύσεις από το Σούλι υπό τους οπλαρχηγούς Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμάντη Ζέρβα και άλλους. Ακολούθως έφτασαν και ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Π. Νοταράς αλλά και ο επίσης ντόπιος οπλαρχηγός Δήμος Σκαλτσάς. Έτσι συνολικά δύο χιλιάδες γινόμενοι περίμεναν τους εχθρούς, οι οποίοι στις 14 Ιουλίου τρεις ώρες μετά την ανατολή του ήλιου επιτέθηκαν στους Έλληνες, έχοντας και δύο πεδινά κανόνια.
Ο πόλεμος άρχισε με ακροβολισμούς, αλλά αμέσως οι Οθωμανοί όρμησαν με τα ξίφη στα χέρια εναντίον των Ελλήνων για να ανοίξουν δρόμο. Οι Έλληνες τους αντιμετώπισαν με γενναιότητα και τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν με μεγάλη φθορά. Οι Οθωμανοί δοκίμασαν και δεύτερη και τρίτη φορά, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Κατά την διάρκεια της μάχης οι Έλληνες ενισχύθηκαν με δυνάμεις του Καλμούκη.
Η μάχη διήρκησε μέχρι το απόγευμα, ώσπου οι Σουλιώτες έτρεψαν τον εχθρό σε φυγή. Όλος ο ελληνικός στρατός έτρεξε από πίσω καταδιώκοντας τον εχθρό.
Πήραν λάφυρα δύο κανόνια, πολλά όπλα, πολεμοφόδια, σημαίες και άλογα, καθώς και την σκηνή του Μπερκόφτζαλη. Οι Οθωμανοί καταδιωκόμενοι γκρεμίστηκαν από τα βράχια και σκοτώθηκαν. Τα υπολείμματα του οθωμανικού στρατού επέστρεψαν στο Ζητούνι και διαλύθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου.