Τα τείχη της Τραπεζούντας σώζονται ακόμη και σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση, παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν με το πέρασμα του χρόνου. Η ιστορία τους είναι συνυφασμένη με εκείνη της πόλης.
Φωτογραφία: Η ακρόπολη της Τραπεζούντας. Πόντος-Aνατολία, η βόρεια Mικρά Aσία και το αρμενικό οροπέδιο ανατολικά του Eυφράτη, φωτογραφικό οδοιπορικό, κείμενα: M. Kορομηλά, φωτογραφίες: Λ. Έβερτ, N. Mηναΐδη, M. Φακίδη, εκδόσεις Λ. Mπρατζιώτη, Aθήνα 1989, σ. 76. ©Ministry of Culture Directorate General of Monuments and Museums, Ankara
Η τειχισμένη πόλη αποτελείται από τρία τμήματα που διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους, φαινόμενο ιδιαίτερα συνηθισμένο στις βυζαντινές πόλεις, όπως για παράδειγμα ο Μυστράς ή τα Σέρβια. Η οργάνωση του αστικού χώρου σε δύο ή τρία μέρη δεν ήταν τυχαία, αλλά σχετιζόταν με τη λειτουργία των τμημάτων αυτών και τα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν στο καθένα. Το ανώτερο τμήμα, η ακρόπολη, το Κάστρο των Βυζαντινών, περιέκλειε συνήθως το διοικητικό κέντρο της πόλης. Το μεσαίο, η Άνω ή Μέση Χώρα, ήταν η κατοικία των αρχόντων, ενώ το τρίτο κατώτερο τμήμα, το οποίο συνήθως τειχιζόταν αργότερα, μετά την αύξηση του πληθυσμού, προοριζόταν για τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης.
Στην πόλη της Τραπεζούντας συναντάμε πρώτο το τμήμα εκείνο των τειχών που χτίστηκε τελευταίο. Πρόκειται για το Εξώκαστρον, την κάτω πόλη, η οποία δεν ήταν οχυρωμένη μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε ο Αλέξιος Β΄ Μεγάλος Κομνηνός (1297-1330) αποφάσισε να οχυρώσει το χώρο. Αυτή την ενέργεια φαίνεται ότι υπαγόρευσαν μεταξύ άλλων και οι σελτζουκικές επιθέσεις που είχαν προηγηθεί, από τις οποίες είχε φανεί ότι το τμήμα της πόλης που ήταν ήδη τειχισμένο ήταν εξαιρετικά περιορισμένο.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι κατά την ίδια αυτή περίοδο (πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα), οι Βενετοί και οι Γενουάτες ενίσχυσαν την προστασία των δικών τους εγκαταστάσεων στα ανατολικά προάστια της Τραπεζούντας. Η δραστηριότητα αυτή θα έδωσε στον Αλέξιο ένα επιπλέον κίνητρο για τη διεύρυνση των οχυρωματικών έργων. Η ανέγερση των εξωτερικών τειχών από το συγκεκριμένο αυτοκράτορα περιγράφεται και από τις φιλολογικές πηγές της εποχής.
Σε αντίθεση με την κάτω πόλη, στη μεσαία πόλη και στην ακρόπολη έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα οχύρωσης ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Ανεβαίνοντας από το Εξώκαστρον προς τη μέση πόλη βρίσκεται κανείς στην περιοχή όπου δέσποζε ο ναός της Παναγίας Χρυσοκεφάλου. Σε επίσημο έγγραφο του 14ου αιώνα ο ναός αναφέρεται ως «ecclesia beate Marie Crisocofole», ενώ ορίζεται και το πού βρίσκεται «sita in castro Trapesonde». Σε πηγές του 14ου και του 15ου αιώνα, ο μεσαίος αυτός χώρος της οχυρωμένης πόλης μνημονεύεται ως «κάστρον» και αναφέρεται συχνά με τους προσδιορισμούς «μέγα» και «παλαιόν».
Στην κορυφή της τειχισμένης Τραπεζούντας δέσποζε η ακρόπολη, ο «κουλάς», όπως διαβάζουμε στις πηγές. Πρόκειται για το κατεξοχήν συνδεδεμένο με την αυτοκρατορική εξουσία τμήμα της πόλης, καθώς εδώ βρίσκονταν τα ανάκτορα, ο τόπος κατοικίας και το διοικητικό κέντρο των Μεγάλων Κομνηνών.
Σε μία σειρά χαμένων σήμερα επιγραφών μνημονεύονταν διάφοροι από τους αυτοκράτορες της δυναστείας των Μεγάλων Κομνηνών, οι οποίοι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με επεμβάσεις και προσθήκες, θέλησαν να αφήσουν τα ίχνη τους σε αυτή την περίοπτη θέση της Τραπεζούντας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πύργος του Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού που σώζεται ως τις μέρες μας.
http://www.ime.gr/choros/trapezounda/gr/webpages/608.html