Ρε κουφάλα Φεγγάρι, για άλλη μια νύχτα σήκωσα τα μάτια μου, σε είδα και χάθηκα μέσα σου, μα είναι η πρώτη φορά που θυμώνω μαζί σου. Εκνευρίζομαι αφόρητα θα έλεγα καλύτερα, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι με παραπλανείς και με παραμυθιάζεις όπως και Αυτοί. Με ευκολία σου αφήνομαι και μου δημιουργείς κόσμους που με σαγηνεύουν με την απαράμιλλης ομορφιάς εικόνας σου.
Πιστεύω πως μέσα από εσένα έχω κι εγώ το δικαίωμα στα φτωχά όνειρα, σε ένα ποτηράκι κρασί, σε μια μικρή κάμαρη και σε μια καθαρή ανάσα του λαμπερού πελάγους. Ξέρεις είμαι απ’ αυτούς που μετά από κόπους και άπειρα φιλοσοφώντας, έφτασα στην απλή θέση, ότι η ευτυχία δε βρίσκεται στα πολλά, αλλά στα λίγα και ανθρώπινα. Όμως με ξεγέλασες όπως και Αυτοί.
Μου τάξανε παλάτια, θα γίνω Ευρωπαίος λέγανε και θα τρώω με χρυσά κουτάλια. Τώρα όμως δε μπορώ να πάω μέχρι το χωριό μου, η ντομάτα και η μελιτζάνα γίνανε είδος πολυτελείας, το γάλα πεπαλαιωμένο ουίσκι και το νερό δάκρυ πικρό. Συμπερασματικά με κορόιδεψαν αισχρά και πρέπει να τους τιμωρήσω. Με εσένα δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει.
Το σκέφτομαι, το ξανασκέφτομαι και φτάνω στη μεγάλη κουβέντα. Τελικά σ’ αγαπώ, για αυτά που μου δίνεις, γιατί είσαι η μόνη μου ελπίδα και η μοναδική προοπτική του ονείρου μου. Εσένα σε εμπιστεύομαι, Αυτούς όχι.
Α. Δ. ΓΑΚΗΣ — Λογοτέχνης