Έφυγε εχθές το βράδυ ο καθηγητής εικαστικός Γιώργος Λαζόγκας.
Αρχικά καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχει στην ΑΣΚΤ.
Παρά τις δυσκολίες λόγω υγείας και covid εγκαινιάστηκε η τελευταία του έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Αυγούστου.
Παρουσιάζονται 30 έργα, 28 σχέδια και σε 2 προθήκες 21 σχέδια και 2 βιβλία του Γιώργου Λαζόγκα τα οποία «συνοδοιπορούν» με 23 ειδικά επιλεγμένες αρχαίες καλλιτεχνικές δημιουργίες από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Πέθανε ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας σε ηλικία 77 ετών.
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1945. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1963-1970), αλλά τελικά αφοσιώθηκε στη ζωγραφική. Το 1970 βραβεύτηκε στον διαγωνισμό νέων ζωγράφων του Ινστιτούτου Γκαίτε Θεσσαλονίκης και το 1972 κέρδισε το 1ο βραβείο στον διαγωνισμό νέων ζωγράφων της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη (1975, Ζήτα-Μι) και, το επόμενο έτος, έφυγε με υποτροφία του γαλλικού κράτους για σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι. Γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Ιόλα και εξοικειώθηκε με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Από πολύ νωρίς ο Γιώργος Λαζόγκας είχε τη συνήθεια να σχεδιάζει σε σελίδες γραφομηχανής. Το σχέδιο ως εργαλείο έρευνας, έπαιξε ρόλο στη διατύπωση του συνολικού του έργου. Είναι γι’ αυτόν μια καθημερινή άσκηση που διαμόρφωσε συνολικά την εικαστική του αντίληψη και γραφή. Οι σχεδιαστικές σημειώσεις –με την αμεσότητα που τις χαρακτηρίζει– μετατρέπονται σε ημερολόγιο ζωής.
Η ανάπτυξη του σχεδίου ως γραφής, με εικονιστικό ή ανεικονικό χαρακτήρα, αποτυπώνεται καταρχήν στη ζωγραφική επιφάνεια, ενώ ταυτόχρονα τείνει να διεισδύσει στο χώρο. Οι επάλληλες τοποθετήσεις σχημάτων, συχνά πάνω σε διαφανείς επιφάνειες, με επικαλύψεις ή διαγραφές, αναδείκνυαν τα φευγαλέα και μεταβλητά ίχνη της εικόνας, σαν παλίμψηστα.
Έφυγε απο τη ζωη ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας σε ηλικία 77 ετών. Είχε γεννηθεί στη Λάρισα το 1945 και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1963-1970) και το 1976 μετέβη στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης στη ζωγραφική.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 χρησιμοποίησε τη φωτογραφία και τεχνικές τυπώματος, δημιούργησε κολάζ με φωτοαντίγραφα και χρήση σπρέι. Τον απασχόλησε η καταγραφή των διαφορετικών φάσεων της ζωής ενός αντικειμένου καθώς το υπέβαλε σε διαδικασίες καταστροφής του.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ενσωμάτωσε μεταξοτυπικά τυπώματα σε διαφάνειες και αρχιτεκτονικά ρυζόχαρτα, ενώ εγκαινίασε το Παλίμψηστο ως πυρήνα καταγραφής του χρόνου στη νέα του εικόνα. Το 1980 ξεκίνησε την ενότητα Τυφλή Ζωγραφική, μια αυτόματη γραφή με τη χρήση καρμπόν, επιχρωματισμένων τελάρων και υφασμάτων. Τα Σεντόνια είναι η βιωματική καταγραφή μιας ερωτικής πράξης αλλά και η ιερά Σινδόνη του μεγάλου ύπνου.
Την ίδια περίοδο, οργάνωσε περιβάλλοντα, συλλογικές και άλλες δράσεις (performance). Το 1981 με την θεωρητικό Σάνια Παπά και τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο πραγματοποίησαν στο υπόγειο του Beaubourg τη δράση «Κορμί – Κείμενο».
Από το 1992 μέχρι το 1997, επαναδιατύπωσε το Παλίμψηστο στην ενότητα Θραύσματα, προβάλλοντας το θεώρημα του τέλους της συνολικής εικόνας και αναδεικνύοντας το θραύσμα, το ίχνος, το ελάχιστο ως το μέρος που αποτυπώνει το όλον.
Ο Λαζόγκας στο έργο του επικεντρώθηκε στη χειρονομία, τη διαδικασία επεξεργασίας της ύλης και τη βιωματική σχέση με τα υλικά, αλλά και στη φιλοσοφική διάσταση εννοιών όπως αρχέγονο, παλίμψηστο, σπάραγμα, ζωή, θάνατος, χρόνος, έννοιες τις οποίες διερευνά μέσα από το εικαστικό του έργο. Η ζωγραφική του ήταν βιωματική με φιλοσοφικό και υπαρξιακό περιεχόμενο.
Από το 1975 έως το 1999 δίδαξε ζωγραφική στην Αρχιτεκτονική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ενώ το 2008 εκλέχθηκε καθηγητής ζωγραφικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Είχε παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις διεθνώς (Μπιενάλε Νέων, Παρίσι 1980, Μπιενάλε της Λισσαβόνας 1981, Τριενάλε Wroclaw 1981, Art e Poésie στο Ceorges Pompidou, Παρίσι 1981, Εικόνες που Αναδύονται στα Ευρωπάλια, Αμβέρσα, 1982, Μπιενάλε του Σάο Παόλο, 1983, Salon de Μontrouge Παρίσι, 1996 κ.ά.).