Ο Σάιγκο Τακαμόρι (西郷隆盛)* γεννήθηκε το 1828 στην Καγκοσίμα, την κεντρική πόλη-κάστρο της επαρχίας Σατσούμα (σήμερα τμήμα του νομού Καγκοσίμα), στη νότια Ιαπωνία.
Γιος ενός χαμηλόβαθμου (όχι όμως γκόσι)** σαμουράι στην υπηρεσία του ντάιμιο (τοπικός ηγεμόνας) του ισχυρού και ιστορικού οίκου Σιμάζου, ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ των εφτά παιδιών της οικογένειας, η οποία έχοντας να συντηρήσει και άλλα μέλη τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Ο πατέρας του είχε αγοράσει καλλιεργήσιμη γη, παίρνοντας δάνειο (1847-48) το οποίο ο Σάιγκο κατάφερε να αρχίσει να ξεπληρώνει μόλις το 1872, όταν ο ίδιος εργαζόταν πλέον για την κυβέρνηση Μέιτζι.
Έλαβε την βασική εκπαίδευση που άρμοζε στα αγόρια σαμουράι την εποχή εκείνη και στη συνέχεια φοίτησε στην τοπική ακαδημία Ζοσικάν, όπου και εντρύφησε στα κλασσικά κείμενα του κινέζικου πολιτισμού, ενώ μελέτησε και την φιλοσοφία Ζεν. Τα επόμενα χρόνια μάλιστα, συχνά θα βρισκόταν να αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα δασκάλου (ιδίως τα χρόνια που ήταν εξόριστος). Ήταν μεγαλόσωμος και γεροδεμένος, ενώ περιγράφεται ως στωικός και ευαίσθητος, με υψηλή αίσθηση της ηθικής των σαμουράι. Το 1844 ξεκίνησε να εργάζεται ως χαμηλόβαθμος αξιωματούχος και οι αρμοδιότητές του περιελάμβαναν εργασίες όπως ενασχόληση με κατασκευαστικά έργα ή επιθεωρήσεις ρυζιού, ενώ υπέβαλε και προτάσεις στις τοπικές αρχές σχετικά με ζητήματα αγροτικής διαχείρισης.
Το 1854 επιλέχθηκε από τον τότε ντάιμιο, Σιμάζου Ναριακίρα, να συμμετέχει στη συνοδεία του στην πρωτεύουσα Έντο (σήμερα Τόκιο), στο πλαίσιο του συστήματος σάνκιν κόταϊ (参勤交代), σύμφωνα με το οποίο οι ντάιμιο όφειλαν να διαμένουν εναλλάξ μία χρονιά στο Έντο και μία στην περιφέρειά τους. Εκεί, παρά την απλότητα της θέσης του (κηπουρική), έκανε επαφές με σημαντικές προσωπικότητες, ιδίως υποστηρικτών του Αυτοκράτορα, ενώ παράλληλα ενίσχυσε την σχέση του με τον Ναριακίρα, ο οποίος έβλεπε τις απόψεις του με συμπάθεια και ζητούσε τις συμβουλές του.
Όταν ο τελευταίος πέθανε το 1858, σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση (Σογκουνάτο) άρχισε να ακολουθεί πιο αυστηρή στάση απέναντι σε όσους έψαχναν την αλλαγή [με τις πολιτικές του αξιωματούχου Ίι Ναόσουκε (1815-1860)], ο Σάιγκο διχασμένος αρχικά για το μέλλον (έπρεπε να ακολουθήσει τον άρχοντά του στον θάνατο;), αποφάσισε να συνεχίσει το έργο του. Το κλίμα ωστόσο ήταν άκρως αρνητικό. Καταζητούμενος πλέον από την κυβέρνηση, ξέφυγε μαζί με ένα συναγωνιστή του μοναχό από το Κιότο, στην Σατσούμα. Η άρνηση όμως της τοπικής ηγεσίας να προσφέρει άσυλο στον φίλο-συναγωνιστή του Σάιγκο ήταν το τελικό χτύπημα. Οι δύο τους αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στην θάλασσα. Ο Σάιγκο επέζησε, ο φίλος του όχι.
Αποκαρδιωμένος βρήκε νόημα στην ιδέα πως επέζησε για να ολοκληρώσει την αποστολή του, σε τούτη τη ζωή, ως σαμουράι. Δηλώθηκε νεκρός και διετάχθη σε εξορία (1859) στην νήσο Αμάμι Οσίμα***, όπου πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια. Θα επέστρεφε μόνο ύστερα από εντολή των ανωτέρων. Αναμένοντας την αλλαγή του πολιτικού κλίματος και ανταλλάσσοντας αλληλογραφία με πιστούς του φίλους, η παραμονή του στο νησί ήταν σχετικά ήρεμη, ενώ παράλληλα παντρεύτηκε (για δεύτερη φορά στις συνολικά τρεις) μία ντόπια και έγινε πατέρας.
Το 1862 [υπό τις πιέσεις του συντοπίτη και παιδικού του φίλου Οκούμπο Τοσιμίτσι (1830-1878)] ζητήθηκε η επιστροφή του. Η φήμη του και η επιρροή που ασκούσε στις τάξεις των σαμουράι θεωρήθηκαν χρήσιμα «όπλα», σε μια περίοδο έντονων πολιτικών ζυμώσεων. Σύντομα όμως, έχοντας εξοργίσει την τοπική ηγεσία με τις πράξεις του, οδηγήθηκε και πάλι στην εξορία. Αυτή τη φορά στο νησί Τοκουνοσίμα και στην συνέχεια στο απόμερο Οκινοεραμπουτζίμα, όπου και έμεινε «υπό κράτηση» (οι τοπικές ιστορίες τον θέλουν αρχικά σε κλουβί) έως το 1864, οπότε και του δόθηκε χάρη και ζητήθηκε η επιστροφή του.
Ανέλαβε δράση ως διοικητής του στρατού της Σατσούμα στο Κιότο (κέντρο της αυτοκρατορικής ηγεσίας) και η πρώτη του μάχη (γνωστή ως περιστατικό της «απαγορευμένης πύλης») ήταν απωθώντας τις αντι-κυβερνητικές δυνάμεις της περιφέρειας Τσόσιου (σήμερα τμήμα του νομού Γιαμαγκούτσι). Προήχθη σε υπεύθυνο του κυβερνητικού στρατού στην εκστρατεία-απάντηση κατά της Τσόσιου και σύντομα ο Σάιγκο βρισκόταν υψηλά στην ιεραρχία της Σατσούμα.
Το 1866, η κυβέρνηση αντιμετωπιζόταν πλέον ως εμπόδιο από την ηγεσία της Σάτσουμα και οι δυνάμεις των Σάτσουμα και Τσόσιου (υπό και την σημαντική δράση του Σακαμότο Ριόμα) δημιούργησαν συμμαχία με σκοπό την πτώση του Σογκουνάτου. Τον Ιανουάριο του 1868 επομένως, ανακοινώθηκε η αποκατάσταση της εξουσίας στα χέρια του Αυτοκράτορα (γνωστή ως «Παλινόρθωση Μέιτζι»). Όπως ήταν αναμενόμενο, ξέσπασαν μάχες μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες και συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες (πόλεμος Μποσίν). Αυτές ωστόσο, περιορίστηκαν και συνοδεύτηκαν από την λεγόμενη «μη αιματηρή παράδοση» του κάστρου στο Έντο, η οποία συμφωνήθηκε ύστερα από διαπραγμάτευση του Σάιγκο με τον εκπρόσωπο του Σογκουνάτου, Κάτσου Καϊσού (1823-1899). Οι μάχες συνεχίστηκαν για τους επόμενους μήνες στα βόρειοανατολικά της χώρας, αλλά ο Σάιγκο λόγω προβλημάτων υγείας ενεπλάκη καθυστερημένα. Το ήθος του όμως και σε αυτές τις μάχες αύξησε την φήμη του.
Γύρισε στην Σατσούμα και υπό την πίεση των ανωτέρων δέχθηκε να αναλάβει συμβολικό ρόλο στην τοπική κυβέρνηση. Το 1871 εργάστηκε για την κυβέρνηση Μέιτζι σε θέση συμβούλου και υπεύθυνου στρατού και φυλάκων. Σύντομα όμως, μια διαφωνία σχετικά με την επικείμενη διπλωματική του αποστολή στην Κορέα τον οδήγησε στην παραίτηση και επιστροφή του (1873) στην Καγκοσίμα. Φαίνεται πως αποτραβήχτηκε από την πολιτική και περνούσε τον χρόνο του ήρεμα, ψαρεύοντας και κυνηγώντας. Η κοινωνική θέση των σαμουράι όμως ολοένα και επιδεινωνόταν στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που προωθούσε η νέα κυβέρνηση, ενώ η δυσαρέσκειά τους ολοένα και μεγάλωνε. Τον χειμώνα του 1877 λοιπόν, δέχθηκε να ηγηθεί του στρατεύματος που θα γεννούσε την λεγόμενη «εξέγερση της Σατσούμα» (ή όπως ο ιαπωνικός όρος «西南戦争» εκφράζει, τον «Νοτιοδυτικό Πόλεμο»). Λίγους μήνες αργότερα πέθανε στην μάχη.
Το 1877, μαζί με τον ίδιο, έσβησε θα μπορούσε να ειπωθεί οριστικά και η ελπίδα αναβίωσης της σημαντικής θέσης των σαμουράι στην κοινωνικοπολιτική ζωή της Ιαπωνίας. Πιστός στις αρχές του, ο Σάιγκο έζησε μια απλή ζωή, μακριά από πολυτέλειες, υπηρετώντας τους σκοπούς του, πηγαίνοντας για κυνήγι με τα σκυλιά του, φροντίζοντας την γη του. Ο θάνατός του παραμένει ένα ερωτηματικό, καθώς δεν υπάρχουν ακριβείς και αξιόπιστες μαρτυρίες που να μπορούν να τον περιγράψουν.
Το σώμα του βρέθηκε μαζί με εκείνα των συντρόφων του, στον τόπο της μάχης, τρυπημένο από σφαίρα στον γοφό και ακέφαλο (το κεφάλι βρέθηκε αργότερα). Αυτό περιγράφουν οι αναφορές των αρχών. Ο Σάιγκο δέχθηκε μια σφαίρα από τον εχθρό. Βλέποντας πως αυτό είναι το τέλος, έλαβε καθιστή στάση, στράφηκε ανατολικά προς το Αυτοκρατορικό παλάτι έσκυψε το κεφάλι του και διέταξε τον σημαντικότερο σύντροφό του (Μπέππου) να ολοκληρώσει την διαδικασία του τελετουργικού θανάτου με σεπούκου, κόβοντάς του το κεφάλι. Ο τελευταίος το έδωσε στον υπηρέτη του Σάιγκο, (Κιτσιζάεμον) διατάζοντάς τον να το απομακρύνει από το σημείο και τους εχθρούς. Αυτό αναφέρει ο θρύλος, τον οποίο συνόδευαν και εικονογραφήσεις και έτσι ο Σάιγκο απέκτησε τον ηρωικό θάνατο που του άρμοζε.
Ο όγκος παρόμοιων αναφορών μάλιστα έχει φέρει την ιστορία αυτή σε θέση «γεγονότος» σήμερα. Απεικονίσεις και διηγήσεις (συμπεριλαμβανομένης και την διεθνούς βιβλιογραφίας) περιγράφουν την σκηνή. Είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι πέρα από την επικρατούσα αυτή αφήγηση, υπήρξαν αναφορές πως ο ίδιος δεν πέθανε, αλλά φυγαδεύτηκε στην Κίνα, Ινδία ή Ρωσία (ακόμη και στον Άρη ο οποίος την χρονιά εκείνη βρισκόταν σε τροχιά πολύ κοντά στη γη), ετοιμάζοντας την επιστροφή του και γιατί όχι, μια αντεπίθεση.
Μαζί με τους Οκούμπο Τοσιμίτσι και Κίντο Τακαγιόσι (1833-1877), ο Σάιγκο θεωρείται μία από τις τρεις καθοριστικές προσωπικότητες της Παλινόρθωσης Μέιτζι. Η φιγούρα του «τελευταίου σαμουράι», όπως συχνά αποκαλείται, στέκει από το 1898 στο πάρκο Ουένο του Τόκιο και αποτελεί συμπαθητική ανάμνηση μιας εποχής που πέρασε, ενώ αποτέλεσε και έμπνευση για τον ρόλο του Κατσουμότο Μοριτσούγκου στην ταινία «Ο τελευταίος Σαμουράι» (2003).
Ο Σάιγκο συνέβαλε σημαντικά στην άνοδο της νέας κυβέρνησης Μέιτζι για να στραφεί εναντίον της λίγα χρόνια αργότερα. Πέθανε ως προδότης ωστόσο, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε από τον λαό ως ένας. Το 1889 του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση.
*Όπως ήταν σύνηθες την εποχή, στην διάρκεια της ζωής του, άλλαξε και χρησιμοποίησε κατά περίπτωση πολλά διαφορετικά ονόματα (μεταξύ των οποίων Κόκιτσι, Κιτσινόσουκε, Τακαμόρι ή Νάνσου).
**Γκόσι ήταν οι πλέον χαμηλόβαθμοι χωρικοί-σαμουράι.
***Η λέξη «σίμα (島)» σημαίνει νησί στην Ιαπωνική γλώσσα. Για την διευκόλυνση του αναγνώστη όμως, πέρα από την ονομασία αναφέρεται πως πρόκειται για νησί (το ίδιο ισχύει και παρακάτω).
Μαρία Γκουνγκόρ
Υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η έρευνά της αφορά στην ιστορία της οικονομικής σκέψης της Ιαπωνίας των αρχών του 20ού αιώνα.