Πόσες χιλιάδες βιβλία μπορούν να χωρέσουν σε μια βυζαντινή βιβλιοθήκη; Πόσοι βυζαντινολόγοι μπορούν να ενωθούν για να δημιουργήσουν σε μια πόλη τόσο βυζαντινή όσο η Θεσσαλονίκη μια εξειδικευμένη στο Βυζάντιο βιβλιοθήκη; Όπως φαίνεται, πολλά και πολλοί. Αρκούσε το έναυσμα για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συστήσουν τη «Βυζαντινή Οικουμένη», που θα συγκεντρώνει το μεγάλο αλλά διασκορπισμένο ιδιωτικό βιβλιογραφικό απόθεμα.
Φωτογραφία: Η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, φωτογραφημένη το 1921.
Αφορμή της νέας πρωτοβουλίας ήταν η πρώτη δωρεά της βιβλιοθήκης και του πολύτιμου αρχειακού υλικού του Σλόμπονταν Τσούρτσιτς. Ο κορυφαίος Σέρβος μελετητής της βυζαντινής αρχιτεκτονικής των Βαλκανίων περιστασιακή σχέση είχε στο μακρινό παρελθόν του με τη Θεσσαλονίκη. Γεννημένος στο Σεράγεβο (1939), έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις ΗΠΑ, όπου κατείχε την έδρα Βυζαντινών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Η μοίρα, ωστόσο, τον έφερε το 1997 στην αγαπημένη του βυζαντινή πόλη, που τον κράτησε στην αγκαλιά της επί είκοσι χρόνια, για να τον εγγράψει τελικά για πάντα στην ιστορία της μετά τον θάνατό του (Δεκέμβριος 2017).
Η είδηση δεν βρίσκεται μόνο στη λειτουργία μιας εξειδικευμένης βιβλιοθήκης που θα μετατρέψει τη «Βυζαντινή Οικουμένη» σε ένα σύγχρονο και ζωντανό διεθνές ερευνητικό επιστημονικό κέντρο για τον βυζαντινό κόσμο. Το εγχείρημα έχει δύο επιπλέον θετικά σκέλη. Ο νεοσύστατος φορέας θα στεγαστεί σε ένα από τα εμβληματικά κτίρια της πόλης, ενώ πολύ σύντομα θα αποκτήσει και παράρτημα σε άλλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας ύστερα από αίτημα τοπικών φορέων, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική του σωματείου που ξεκινά με τις καλύτερες προϋποθέσεις.
Το τρίτο σκέλος αφορά την ιδιωτική πρωτοβουλία, που αποδεικνύεται αποτελεσματική παρά τις δύσκολες για τον τόπο μας εποχές. Δωρεές από ιδιώτες γίνονται διαρκώς. Βιβλιοθήκες, ιδρύματα, φορείς πολιτισμού συγκεντρώνουν χιλιάδες βιβλία και πολύτιμο αρχειακό υλικό δωρητών.
Κοινό όραμα
Τίποτα δεν θα είχε προχωρήσει αν κάποιοι βυζαντινολόγοι και «βυζαντινόφιλοι» (Φλώρα Καραγιάννη, Γεώργιος Φουστέρης, Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, Αγγελική Δεληκάρη, Ελενα Κόστιτς, Θωμάς Λιόλιος και Αναστάσιος Ντούρος) που προέρχονται από επιστημονικούς, ερευνητικούς και πολιτιστικούς φορείς της πόλης δεν είχαν κινήσει γη και ουρανό για να γίνει πραγματικότητα το κοινό όραμά τους: να οργανώσουν ένα βυζαντινολογικό κέντρο διεθνούς εμβέλειας στη Θεσσαλονίκη – μια από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου για σχεδόν έντεκα (11) αιώνες, η δεύτερη, μετά την Κωνσταντινούπολη, πόλη, συμβασιλεύουσα της αυτοκρατορίας.
Ολα ξεκίνησαν πριν από ενάμιση χρόνο, με τη δωρεά στη δρα Φλώρα Καραγιάννη 6.100 βιβλίων και ενός πολύτιμου αρχείου με σπάνια φωτογραφικά, αρχιτεκτονικά και επιστημονικά ντοκουμέντα από τον ομότιμο καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πρίνστον Σλόμπονταν Τσούρτσιτς και της συζύγου του, της αρχιτέκτονος Ευαγγελίας Χατζητρύφωνος, τ. προϊσταμένης του υπουργείου Πολιτισμού, λίγο πριν τον θάνατό της (14/9/2016). Στον πυρήνα της βιβλιοθήκης του Τσούρτσιτς σύντομα προστέθηκε μία ακόμη δωρεά 7.500 τόμων από τον επίκουρο καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας Γεώργιο Φουστέρη, ενώ ήδη έχουν εκφράσει τη βούλησή τους να δωρίσουν τις αξιόλογες συλλογές βιβλίων και το αρχειακό υλικό τους σπουδαίοι βυζαντινολόγοι και σλαβολόγοι καθηγητές, όπως ο Ευάγγελος Χρυσός, ο Ευθύμιος Τσιγαρίδας και η Κάτια Λοβέρδου – Τσιγαρίδα, η Χρυσάνθη Μαυροπούλου – Τσιούμη, η οικογένεια του Αντώνιου-Αιμίλιου Ταχιάου, οι Φαίδων και Γιάννα Μαλιγκούδη, η Ολγα Λόσεβα, άνθρωποι όλοι τους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μελέτη και στην έρευνα του Βυζαντίου.
«Αυτό που ενώνει την πρωτοβουλία μας είναι η αγάπη μας για το Βυζάντιο. Η οικουμενικότητα του Βυζαντίου ήταν κύριο χαρακτηριστικό μιας τεράστιας περιοχής που εξελίχθηκε σε μεγάλη αυτοκρατορία», εξηγεί για τον τίτλο του νεοσύστατου φορέα η βυζαντινολόγος δρ Φλώρα Καραγιάννη. Το εγχείρημα των Θεσσαλονικέων αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος στηρίζει τον νέο φορέα σε κάθε του βήμα. Τον ενθουσιασμό αλλά και τη στήριξή τους εκφράζουν εγγράφως και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, προσωπικότητες όπως ο ακαδημαϊκός Παναγιώτης Λ. Βοκοτόπουλος και η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, η πρύτανης του Παντείου Ισμήνη Κριάρη, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Ταξιάρχης Κόλλιας, ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Βελένης, ενώ ο αρχιτέκτων-ιστορικός του βιβλίου Κωνσταντίνος Στ. Στάικος ήδη προσφέρθηκε να σχεδιάσει την οργάνωση των βιβλιοθηκών και να αναλάβει αφιλοκερδώς την αρχιτεκτονική επίβλεψη του εσωτερικού χώρου στο κτίριο που θα στεγάσει τη «Βυζαντινή Οικουμένη».
«Η Θεσσαλονίκη σήμερα διασώζει σημαντικά βυζαντινά μνημεία ενταγμένα στη λίστα παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, τα οποία διαχειρίζεται το υπουργείο Πολιτισμού. Εχει ένα σπουδαίο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το πανεπιστήμιο, το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, που καθένα τους ενισχύει και προβάλλει, από την πλευρά του, τον βυζαντινό χαρακτήρα της», εξηγεί στην «Κ» η κ. Καραγιάννη. «Το νέο κέντρο», διευκρινίζει, «δεν αντικαθιστά ούτε υποκαθιστά το σπουδαίο έργο που επιτελούν θεσμικά οι υπάρχοντες φορείς της πόλης. Τουναντίον, ως προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας, προτίθεται να παράσχει σε κάθε ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα αξιοποίησης ενός ακόμη μέσου για τη μελέτη του Βυζαντίου. Η λειτουργία του», εξηγεί, «δεν θα περιορίζεται μόνο σε στενά ακαδημαϊκά πλαίσια. Μια βιβλιοθήκη στον 21ο αιώνα πρέπει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένας τόπος συνάντησης ανοικτός τόσο στο εξειδικευμένο όσο και στο ευρύτερο κοινό».
Η κοσμική διάσταση
Μια άλλη διάσταση δίνει η Πολυξένη Αδάμ – Βελένη, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, για τη λειτουργία ενός ερευνητικού κέντρου που «κουμπώνει», όπως λέει, με την πρόσφατη αποκάλυψη της κοσμικής βυζαντινής πόλης. «Η Θεσσαλονίκη», επισημαίνει, «είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πόλη που διασώζει μεγάλο αριθμό μνημείων των Βυζαντινών χρόνων. Οι 15 βυζαντινές εκκλησίες της, ωστόσο, έως πρόσφατα, αναδείκνυαν μόνο τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Απτά τεκμήρια του κοσμικού βυζαντινού κράτους δεν υπήρχαν. Είχαν καταστραφεί. Τα αρχαιολογικά ευρήματα του μετρό, στην υπόγεια Decumanus Maximus του σταθμού Βενιζέλου, και οι αρχαιότητες με τα μοναδικά αστικά κατάλοιπα (σπίτια, καταστήματα κ.ά.) της μεσοβυζαντινής πόλης (7ος-13ος αι.) στον σταθμό Αγίας Σοφίας αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα του αστικού κοσμικού χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Βυζαντίου. Οι υπόγειοι αρχαιολογικοί τόποι που θα γίνουν επισκέψιμοι στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάδειξης από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης, μαζί με το μοναδικό στον κόσμο βυζαντινό λουτρό που διασώζεται στην Ανω Πόλη, τις δεκαπέντε βυζαντινές εκκλησίες και τα Τείχη, θα συμπληρώνουν την ταυτότητα (κοσμική και θρησκευτική) της δεύτερης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας.
Η ιστορία του, «σχολείο» για τις σημερινές κρίσεις της Δύσης
Τα νέα βυζαντινά ευρήματα του μετρό αλλάζουν τον αρχαιολογικό χάρτη της Θεσσαλονίκης. Σε αυτή τη νέα διαμόρφωση, η «Βυζαντινή Οικουμένη» έρχεται να παίξει σπουδαίο ρόλο με πολυεπίπεδες διεθνείς συνεργασίες. «Η Θεσσαλονίκη», όπως λέει στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο ΑΠΘ Ευθύμιος Ν. Τσιγαρίδας, «έχει όλες τις προϋποθέσεις να καταστεί διεθνές κέντρο μελέτης και προβολής του βυζαντινού πολιτισμού και της ακτινοβολίας που άσκησε στον σλαβικό κόσμο». Την ίδια άποψη έχουν και αξιόλογοι ξένοι βυζαντινολόγοι, εκπρόσωποι επιστημονικών φορέων της Ευρώπης, που ξεκινούν συνεργασίες με τη «Βυζαντινή Οικουμένη». Μεταξύ αυτών, φορείς της Ιταλίας, της Κύπρου αλλά και σπουδαία επιστημονικά δίκτυα, όπως το διεθνές επιστημονικό Δίκτυο Pax Byzantino-Slava, το Διεθνές Κέντρο Ορθόδοξων Λαών με έδρα τη Ναϊσσό της Σερβίας για ζητήματα που αφορούν τις εκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα στους ορθόδοξους λαούς στο πλαίσιο της λεγόμενης «βυζαντινής Κοινοπολιτείας», όπως αποκαλύπτει στην «Κ» η επίκουρη καθηγήτρια Αγγελική Δεληκάρη.
«Κέντρα για την έρευνα του βυζαντινού πολιτισμού λειτουργούν σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Ωστόσο, το καθένα από αυτά εξειδικεύεται σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία (θρησκεία, λογοτεχνία, τέχνη, ιστορία, αρχιτεκτονική κ.ά.)», εξηγεί στην «Κ» ο πρόεδρος της Ενωσης Βυζαντινολόγων της Ιταλίας, Αντόνιο Ρίγκο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας.
«Είναι προφανές», μας λέει, «ότι ένα κέντρο διεθνούς εμβέλειας, όπως η “Βυζαντινή Οικουμένη” θα είναι σημαντικό τόσο για τους Ελληνες όσο και για εμάς τους ξένους, γιατί ιστορικά η Θεσσαλονίκη είναι η πιο σημαίνουσα βυζαντινή πόλη όχι μόνο για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια αλλά και για τη Δύση». Αντίστοιχο κέντρο, διευκρινίζει ο κ. Ρίγκο, δεν υπάρχει στην Ιταλία μολονότι το ενδιαφέρον των σπουδαστών για το Βυζάντιο (ειδικά μέσω των erasmus plus) αυξήθηκε κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια στα πανεπιστήμια ειδικά του βορρά, τα οποία χρηματοδοτούμενα πλέον, λόγω κρίσης, και από ιδιωτικές εταιρείες, αναπτύσσουν μεγάλη δράση με ευρωπαϊκά και άλλα προγράμματα σπουδών. Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η Ιταλική Επιτροπή Bυζαντινών Σπουδών, αλλά και μεγάλα πανεπιστήμια της Ιταλίας θα συνεργαστούν με τη «Βυζαντινή Οικουμένη» για έρευνες υψηλού επιπέδου που θα προσελκύσουν τους ξένους επιστήμονες.
«Πέρα από την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την ιστορία των θρησκειών, αν κάτι επιπλέον μας διδάσκει το Βυζάντιο σήμερα», λέει ο Αντόνιο Ρίγκο, «είναι ότι το Ισλάμ, οι κρίσεις (πολιτικές, οικονομικές), οι μετακινήσεις πληθυσμών στη σύγχρονη Δύση έχουν πολλές ομοιότητες, ανάλογες με εκείνες που αντιμετώπισε ο κόσμος του Βυζαντίου. Ας εμβαθύνουμε στην ιστορία του, για να διδαχθούμε».
ΓΙΩΤΑ ΜΥΡΤΣΙΩΤΗ
[ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]