«Η έκκληση που θα ήθελα να κάνω είναι οι συνταξιούχοι να έχουν λίγη υπομονή και να μην προσφεύγουν σε ένδικα μέσα, γιατί αυτό συνεπάγεται μεγάλη γραφειοκρατία, φόρτο στα δικαστήρια και, φυσικά, δαπάνη για τους ίδιους» δήλωνε ανερυθρίαστα ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας στις 15 Ιουλίου 2020, λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να επιστρέψει αναδρομικά 3,9 δισ. ευρώ στους συνταξιούχους.
Ακολούθησε στις 29 Ιουλίου 2020 η ανακοίνωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή ότι μέσω τροπολογίας δρομολογείται η καταβολή αναδρομικών όχι μόνο σε όσους είχαν καταθέσει προσφυγές αλλά σε όλους τους τότε δικαιούχους. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ενημερωτικό σημείωμα που είχε διανείμει το Μέγαρο Μαξίμου, «με την απόφαση αυτή, η κυβέρνηση καλύπτει όλους τους συνταξιούχους που υπέστησαν περικοπές, καθώς η σημερινή ρύθμιση είναι οριζόντια. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνει όχι μόνο αυτούς που είχαν προσφύγει δικαστικά (περίπου 250.000 συνταξιούχους), αλλά και αυτούς που δεν προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη».
Οι τοποθετήσεις αυτές πιστοποιούν την απίστευτη εξαπάτηση της κυβέρνησης σε βάρος περίπου 2.100.000 συνταξιούχων, οι οποίοι, είτε επειδή πίστεψαν τις υποσχέσεις είτε επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, δεν κατέθεσαν αγωγές και τώρα βιώνουν την απόλυτη αδικία, σε μία περίοδο μάλιστα κατά την οποία η Ν.Δ. επαίρεται για την έξοδο από τη μεταμνημονιακή εποπτεία και τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας.
Από κοντά και μια σειρά πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες, είτε λόγω… ιδεολογικής εμμονής είτε επειδή προτιμούν να έχουν τους συνταξιούχους ως υποχείρια ή ντεκόρ για τις συγκεντρώσεις τους, τους καλούσαν «να μην τρέξει κανένας συνταξιούχος σε δικηγορικά γραφεία για αγωγές – Θα πιέσουμε και με αγωνιστικές κινητοποιήσεις για να δοθεί πολιτική λύση». Ακόμα χειρότερα, κατά της άσκησης ένδικων μέσων τάσσονταν και μέσα ενημέρωσης φιλικά προς την κυβέρνηση, για να έρθουν στη συνέχεια εν αναμονή της δικαστικής απόφασης να τα «μοιράσουν» στους συνταξιούχους με σχετικά αφιερώματα αμέτρητες φορές.
Σε κάθε περίπτωση η τελευταία απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να εμφανιστεί ως σωτήρας. Ναι μεν δεν την υποχρεώνει να καταβάλει το σύνολο των αναδρομικών, επιτρέπει δε σε μία προεκλογική χρονιά στον Κυριάκο Μητσοτάκη να εμφανιστεί ως πιο… ανοιχτοχέρης από όσα ορίζει το δικαστήριο και να επιστρέψει τα 2,5 δισ. ευρώ που υφάρπαξε με δόλιο τρόπο το καλοκαίρι του 2020, όταν έβαζε όλο τον μηχανισμό του, από τους κορυφαίους υπουργούς έως τους κορυφαίους μιντιακούς συμμάχους της κυβέρνησης, να αποτρέπουν τους συνταξιούχους από το να διασφαλίσουν ότι θα πάρουν πίσω έστω ένα μέρος από τις σφαγιαστικές μνημονιακές περικοπές.
Το ΣτΕ αποδέχτηκε την επιχειρηματολογία για το «τσεκούρι» Μητσοτάκη
Τσεκούρι 2,5 δισ. ευρώ στα αναδρομικά των συνταξιούχων επιφύλασσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, έπειτα από αναμονή ενάμισι και πλέον έτους. Το ανώτατο δικαστήριο υιοθέτησε, κατά πλειοψηφία, όλη τη νομική επιχειρηματολογία των εκπροσώπων του Δημοσίου περί εξοπλισμών, προσφυγικής κρίσης και πανδημίας και αποδέχθηκε τη μεθόδευση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία επέστρεψε το 2020 στους συνταξιούχους αναδρομικά ύψους περίπου 1,3 δισ. μόνο για περικοπές στις κύριες συντάξεις, αντί για 3,9 δισ. που αντιστοιχούν στις περικοπές σε επικουρικές και δώρα κύριων και επικουρικών συντάξεων για το σύνολο των 2.500.000 τότε συνταξιούχων.
Συνεπώς, απορρίφθηκε η προσφυγή που είχε κατατεθεί από οργανώσεις όπως το ΕΝΔΙΣΥ, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, η Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος, η Ομοσπονδία Συνταξιούχων Τραπεζικών Οργανώσεων Ελλάδος, το Σωματείο Συνταξιούχων ΗΣΑΠ και δεκάδες μεμονωμένοι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα.
Η προσφυγή είχε στραφεί κατά της υπουργικής απόφασης που ακολούθησε τον νόμο 4714/2020, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση επέστρεψε στους συνταξιούχους αναδρομικά που αντιστοιχούν σε περικοπές στις κύριες συντάξεις τους (βάσει των μνημονιακών νόμων 4051 και 4093 του 2012) για το διάστημα από τον Ιούνιο του 2015 έως τον Μάιο του 2016. Το 11μηνο αυτό είχε επί της ουσίας «κενό νόμου», καθώς είχε προηγηθεί απόφαση του ΣτΕ που είχε κρίνει τις περικοπές του νόμου Βρούτση αντισυνταγματικές και το πρόβλημα «διορθώθηκε» με τον νόμο Κατρούγκαλου, που τις κατέστησε συνταγματικές με τον 4387/2016. Ετι περαιτέρω, η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθέτησε την απόσβεση του δικαιώματος δικαστικής προσφυγής όσων έλαβαν τα αναδρομικά, κάτι που επικύρωσε χθες το ανώτατο δικαστήριο της χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δικαίωμα σε αναδρομικά από τα «κομμένα» δώρα, επιδόματα και τις επικουρικές συντάξεις έχουν μόνο όσοι συνταξιούχοι προσέφυγαν στα δικαστήρια μέχρι τις 31 Ιουλίου του 2020 και οι οποίοι εκτιμώνται από 200.000 έως 400.000. Αντιθέτως, στην περίπτωση που η απόφαση ήταν θετική το δημοσιονομικό κόστος ίσως έφτανε και στα 2,5 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι οι διεκδικήσεις αφορούσαν 723.000.000 ευρώ για τα αναδρομικά των επικουρικών και 1,875 δισ. ευρώ για τα δώρα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Περίληψη της απόφασης
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι «οι διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση ποσών που αντιστοιχούν μόνο σε περικοπές κύριων συντάξεων για όλους τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα και απόσβεση των αξιώσεων για επιπλέον ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές επικουρικών συντάξεων και καταργήσεις επιδομάτων εορτών και αδείας μόνο όμως για όσους δεν είχαν προσφύγει στα δικαστήρια μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (31/7/2020), δεν θεσπίζουν πάγιες περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών και για τον λόγο αυτό δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, ούτε θέτουν σε διακινδύνευση το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων, αλλά θεσπίζουν έκτακτο μέτρο δημοσιονομικού χαρακτήρα, το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, δεν απαιτείται να συνοδεύεται από ειδική επιστημονική μελέτη».
Το δικαστήριο αποφάσισε, επίσης, ότι «το μέτρο αυτό αρκεί να συνοδεύεται από σχετική αιτιολογική έκθεση, στην οποία να εκτίθενται οι ειδικότεροι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση της σχετικής ρυθμίσεως. Εν προκειμένω, οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων 4714/2020 και 4734/2020 και συνίστανται στη διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας, ώστε να είναι δυνατή η κάλυψη οικονομικών αναγκών της χώρας και σε άλλους τομείς, όπως η υγεία, η άμυνα, η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, αποτελούν, δε, ως σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος επαρκές, καταρχήν, αιτιολογικό έρεισμα για τη θέσπιση της επίμαχης ρυθμίσεως και της περικοπής μέρους των αναδρομικών ποσών που θα επιστραφούν στους συνταξιούχους εκείνους που δεν είχαν ασκήσει ένδικα βοηθήματα έως τη δημοσίευση του ν. 4714/2020».
Επιπλέον, «η ρύθμιση του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, με την οποία προβλέφθηκε η καταβολή στους συνταξιούχους των ποσών που αντιστοιχούν μόνο σε περικοπές κύριων συντάξεων (και όχι σε περικοπές επικουρικών συντάξεων ή καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας), δεν αντίκειται στην υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, δεν συνιστά παράβαση του δεδικασμένου και δεν αντίκειται σε άλλες διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος τις οποίες επικαλούνται οι αιτούντες».
«Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει τα αναδρομικά σε όλους τους συνταξιούχους, όχι μόνο σε όσους είχαν ασκήσει αγωγές. Πρόκειται για απαράδεκτη διάκριση, καθώς συνταξιούχοι με τα ίδια χαρακτηριστικά (συντάξιμοι μισθοί και έτη ασφάλισης) και τις ίδιες περικοπές έχουν διαφορετική αντιμετώπιση. Από τα 2.500.000 συνταξιούχων, περισσότεροι από 2.100.000 δεν θα πάρουν ούτε ένα ευρώ».
Αποστολίδης: Ο τύπος υπερισχύει της ουσίας!
Σε δήλωσή του ο δικηγόρος – εργατολόγος Λουκάς Αποστολίδης, που εκπροσώπησε τους συνταξιούχους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπογραμμίζει ότι «η επιλεκτική εφαρμογή των αποφάσεων από την εκτελεστική εξουσία, δυστυχώς, εσφαλμένα δικαιολογείται από τις εκδοθείσες αποφάσεις ότι δήθεν δεν ισχύει το διαδικαστικό δεδικασμένο των πολιτικών δικών 2015, 2019, 2020! Ο περιορισμός των χορηγούμενων αναδρομικών σε όλους τους συνταξιούχους που έλαβαν αναδρομικά 11μήνου μόνο για σύνταξη δικαιολογείται από τις ως άνω αποφάσεις στο πλαίσιο του δικαίου της ανάγκης και των “έκτακτων μέτρων” δημοσιονομικού χαρακτήρα. Υπήρξαν και οι μειοψηφίες δικαστών που καυτηρίασαν τις ρυθμίσεις αυτές.
Φαίνεται το πνεύμα των πιλοτικών αγωγών να εξανεμίζεται και ο τύπος να υπερισχύει της ουσίας. Η ταλαιπωρία όσων έχουν ασκήσει αγωγές θα συνεχιστεί για χρόνια και η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων θα αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός. Ευτυχώς που δεν προχώρησαν και στη δικαιολόγηση της κατάργησης των εκκρεμών δικών και αρκέστηκαν στην παραγραφή αξιώσεων 1.300.000 και πλέον δικαιούχων.
Εχω τονίσει πολλές φορές ότι πρέπει να αλλάξουμε σελίδα ως Πολιτεία και Δικαιοσύνη και να μην επικαλούμαστε συνεχώς το δίκαιο της ανάγκης με τα έκτακτα μέτρα. Καιρός να γίνει στόχος και μέτρο μας το κράτος δικαίου».