Μόνο τα γυναικόπαιδα και γέροντες ανώφελοι γιατ’ ήτα θέρος βρέθησα με τα τραπάνια στα λουριά… Εκείνη η χρονιά, το 1826,..
Εκείνη η χρονιά, το 1826, ήταν η πιο δύσκολη και πιο κρίσιμη για την επαναστατημένη Ελλάδα.
Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, την προηγούμενη χρονιά, έδειχνε ότι η αρχή του τέλους της μεγάλης εξέγερσης είχε φτάσει. Μετά την πολιορκία και την άλωση του Μεσολογγίου, τον Απρίλη του 1826, και τις επιχειρήσεις στη Δυτική Στερεά, ο Ιμπραήμ επιστρέφει νικητής στον Μοριά.
Εξαντλημένος ο λαός της Πελοποννήσου, απογοητευμένος από τις νίκες του Ιμπραήμ και βαθιά απογοητευμένος από τον διχασμό στην ηγεσία του, εγκαταλείπει σιγά –σιγά την αντίσταση.
Απο το dikografies.blogspot.com
Ο Ιμπραήμ ζητά να προσκυνήσει μαζικά ο επαναστατημένος λαός. Το τουρκοαιγυπτιακό στράτευμα μαζεύει μαζικές δηλώσεις υποταγής από ολόκληρες ομάδες ακόμα και περιοχές και μοιράζει στους προσκυνημένους «προσκυνοχάρτια». Οι πρώην επαναστατημένοι γυρίζουν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.
Ο Κολοκοτρώνης, για κείνη την δύσκολη περίοδο, σημειώνει στα Απομνημονεύματά του («Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836»):
«…εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον δια την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήλθε με 30.000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ. Μόνον εις το προσκύνημα εφοβήθηκα, η Ρούμελη ήτον όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, τα ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα. Μόνον η Πελοπόννησος ήταν μεινεμένη με τα δυο νησιά, Ύδρα και Σπέτζαις όπου είχαν δύναμιν. Ο Κιουταχής είχε πάρει προσκυνοχάρτια, επάσχιζε να πάρη και ο Ιμπραΐμης δια να τα στείλη εις την Κωνσταντινούπολιν, και όταν ή ο Μινίστρος της Αγγλίας ή άλλης δυνάμεως εμεσίτευαν εις τον Σουλτάνο δια την Ελλάδα να τους αποκριθή, ποία Ελλάδα; η Ελλάς είναι προσκυνημένη, να τα προσκυνοχάρτια τους. Εκτός από μερικοί κακοί άνθρωποι, ιδού οι άλλοι επροσκύνησαν.
Τότε αι δυνάμεις δεν είχαν τίποτε να αποκριθούν και ημείς εχανόμεθα. Διότι αν δεν επρόφθανα το προσκύνημα και επροσκύναε η Πελοπόννησος, τότε τι ήθελε κάμει και η Υδρα και η Σπέτζαις; Ήθελε χαθούν…»
Τον Μάη του 1825 ο Ιμπραήμ παίρνει το Νεόκαστρο, το κάστρο δίπλα στην Πύλο, και κρατάει αιχμαλώτους τους υπερασπιστές του κάστρου, τους Μανιάτες Γεώργιο Μαυρομιχάλη[1], ο αδελφός του Ιωάννης Μαυρομιχάλης και ο Παναγιώτης Γιατράκος που είχαν σπεύσει αμέσως να ενισχύσουν το Νεόκαστρο.
Τον Σεπτέμβρη του 1825, μετά από μεσολάβηση του Χάμιλτον, ο Ιμπραήμ ανταλλάσει τους τρεις Μανιάτες με τους αιχμάλωτους πασάδες Σελήμ και Αλή, που κρατούνταν στο Ναύπλιο.
Οι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι αφού υποσχέθηκαν ότι αυτοί και οι συγγενείς τους σταματούν την όποια πολεμική δραστηριότητα έξω από τα όρια της Μάνης.
Η υπόσχεση αυτή κρατήθηκε παρά την κατακραυγή των άλλων Ελλήνων, μέχρι το τέλος του Μάη του 1826.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου από τον Ιμπραήμ, ο Γ. Μαυρομιχάλης και οι άλλοι Μανιάτες χτίζουν ένα τείχος, ταμπούρι, στον Αλμυρό όπου σηματοδότησαν τη γραμμή άμυνας της Μάνης. Το τείχος είχε μήκος πάνω από ένα μίλι, το ύψος του έφτανε και έως δυο μέτρα και το πάχος του τα 80 εκατοστά. Λόγω του σχήματος του το ονόμασαν «Βέργα».
Η πίεση των άλλων Πελοποννησίων προς τον Μαυρομιχάλη θορύβησε τον Ιμπραήμ, ο οποίος στις 29 Μάη στέλνει επιστολή στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τον επιπλήττει ότι δεν τηρεί την υπόσχεσή του και τον διατάζει να πάει μέσα σε δέκα μέρες να προσκυνήσει, μαζί με τους λοιπούς σημαντικούς πρόκριτους της Μάνης, αλλιώς «δεν θέλει αφήσωμεν μήτε ίχνος οσπητίου, και όψεσθε εν ημέρα κρίσεως ίνα δώσετε λόγον προς τον Θεόν δι’ όσα ήθελε δοκιμάσει ο αθώος λαός…»
Ο Γ. Μαυρομιχάλης, όταν έλαβε την επιστολή και αφού την κοινοποίησε στους Μανιάτες επικεφαλής, απαντάει περήφανα:
«Από ημάς τους ολίγους Ελληνας της Μάνης και λοιπούς Ελληνας ευρισκομένους εις αυτήν
»Προς τον Ιμβραήμπασαν της Αιγύπτου
»Ελάβαμεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδαμεν να μας φοβερίζης ότι, αν δεν σου προσφέρωμεν την υποταγήν μας, θέλεις εξολοθρεύσεις τους Μανιάτας και την Μάνην. Δια τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσας δυνάμεις θελήσης.
» Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν και σε περιμένομεν»
Αμέσως μετά την επιστολή και την απάντηση, ο Ιμπραήμ ετοιμάζει την εισβολή στη Μάνη και οι Μανιάτες την άμυνά τους.
Η μάχη της Βέργας
Στις 21 Ιούνη οι δυνάμεις του Ιμπραήμ παρατάσσονται απέναντι από την Βέργα[2] του Αλμυρού. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ με δυο πολεμικά ακολουθούμενα από μερικά φορτηγά παραπλέει τα παράλια της Μάνης και παρακολουθεί τα γεγονότα.
Την Τρίτη 22 Ιούνη 1826, 8.000 πεζοί και 2000 ιππείς κάτω από τις διαταγές του κεχαγιάμπεη επιτελάρχη του Ιμπραήμ και του Γάλλου εξισλαμισμένου αξιωματικού Σουλεϊμάνμπεη (Οκτάβ ντε Σεβ) επιτέθηκαν στους 2.400 Μανιάτες που είχαν συγκεντρωθεί και ταμπουρωθεί στη Βέργα.
Το πρώτο κύμα αποτελούμενο από τους άτακτους του αιγυπτιακού στρατού πέφτει με μανία στους αμυνόμενους, αποκρούεται και αποδεκατίζεται. Ακολουθούν οι αλαζόνες και περήφανοι ιππείς που αιφνιδιάζονται από τις ομοβροντίες με τις οποίες του υποδέχτηκαν οι υπερασπιστές της Μάνης και υποχρεώνονται σε βαριές απώλειες και άτακτη υποχώρηση.
Τα τακτικά στρατεύματα με τους ευρωπαίους αξιωματικούς επιχειρούν κατά κύματα αλλεπάλληλες επιθέσεις στον ξειρότειχο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι Μανιάτες ακλόνητοι στις θέσεις τους προκαλούν μεγάλες απώλειες στους επιτιθέμενους.
Μέχρι το αργά το απόγευμα τα αιγυπτιακά στρατεύματα επιχείρησαν δέκα μανιασμένες αλλά άκαρπες επιθέσεις.
Η μάχη κρατά όλη την ημέρα. Προς το τέλος της πρώτης μέρας μια ομάδα Μανιατών πολεμιστών από τα Σκυφιάνικα, που κρατούσαν το δεξιό μέρος της Βέργας, επιχειρούν έξοδο και έρποντες κατάφεραν να βρεθούν στα νώτα του εχθρού. Το αριστερό τμήμα των εχθρικών στρατευμάτων που δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση των Σκυφιάνων και τα εύστοχα πυρά τους, υποχωρεί άτακτα, μεταδίδει τον πανικό σε ολόκληρο την αιγυπτιακή παράταξη. Ταυτόχρονα δέχονται γενική αντεπίθεση από ολόκληρη τη φρουρά της Βέργας. Τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα υποχωρούν άτακτα και σκορπίζουν μέχρι την Αγιασώ. Εκείνη την ημέρα δεν ξαναεπιχείρησαν τίποτα άλλο.
Τις δυο επόμενες μέρες συνεχίστηκαν οι επιθέσεις των Αιγυπτίων, κατά της Βέργας, οκτώ με δέκα γιουρούσια την ημέρα, αλλά η πανωλεθρία της πρώτης μέρας είχε κλονίσει το ηθικό τους με αποτέλεσμα οι επιθέσεις τους ήταν ασθενέστερες και αποκρούστηκαν ευκολότερα από τους Μανιάτες.
Την Πέμπτη 24 Ιούνη τα στρατεύματα του Ιμπραήμ επιχειρούν, για Τρίτη μέρα, να επιτεθούν στη Βέργα. Όμως αυτή τη φορά δέχονται, εκτός από τα πυρά των αμυνόμενων στο ξερότειχο, την επίθεση, κύρια από την Αγία Τριάδα, άλλων Μανιατών που έσπευσαν να ενισχύσουν τους υπερασπιστές της Βέργας.
Η Μάχη του Διρού – η εποποιία των δρεπανηφόρων Μανιατισσών
Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ διαπιστώνοντας ότι όλες οι δυνάμεις των Μανιατών είχαν παραταχτεί στη Βέργα, αποφασίζει να πραγματοποιήσει απόβαση στον κόλπο του Διρού και να πιέσει έτσι τους Μανιάτες να εγκαταλείψουν την Βέργα για να τρέξουν να υπερασπιστούν τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες που άφησαν πίσω τους και ασχολούνταν με το θέρισμα και άλλες γεωργικές εργασίες.
Στις 22 Ιούνη, ταυτόχρονα με την πρώτη επίθεση στη Βέργα, δυο πλοία πλησιάζουν στον κόλπο του Διρού. Πριν ακόμα ξημερώσει η Τετάρτη 23 Ιούνη αποβιβάζονται 1.700 με 2.000 τουρκοαιγύπτιους στρατιώτες. Οι αποβιβασθέντες χωρίστηκαν σε δυο τμήματα. Το ένα κατευθύνθηκε προς την Τσίμοβα (Αρεόπολη) και το άλλο προς τον Πύργο και τη Χαριά.
Ηταν καλοκαίρι, εποχή του θέρους. Οι κάτοικοι, κύρια γυναίκες και γέροντες, κοιμούνταν στα χωράφια. Οι άνδρες είχαν πάρει τα όπλα και έδιναν την μάχη στη Βέργα. Η απόβαση έγινε γρήγορα αντιληπτή πρώτα από τους παπάδες που πήγαιναν πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος στις εκκλησιές δίπλα στα χωράφια. Ο πρωτοσύγγελος Ρηγανάκος, που λειτουργούσε στο Διρό και ο Παπα-Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα της Χαριάς, πρωτοβάρεσαν τις καμπάνες και το φοβερό μαντάτο μεταδόθηκε από χωριό σε χωριό σε όλη την Μάνη.
Αμέσως σήμανε συναγερμός, παράτησαν τα χωράφια κι οπλισμένοι με τα λιγοστά όπλα που είχαν απομείνει, με πέτρες, ξύλα και δρεπάνια άρχισαν να συγκεντρώνονται και να οργανώνουν επιθέσεις κατά των εισβολέων.
…Οι γι’ άντρες όλοι ελείπασι
τ’ ήτα στην Βέργα τ’ Αλμυρού
όπου Τρωάδα ο πόλεμος
έπααινε δύο μερόνυχτα
Μόνο τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελοι
γιατ’ ήτα θέρος βρέθησα
με τα τραπάνια στα λουριά…
(σ.σ. γέροντες ανήμποροι για πόλεμο και γυναικόπαιδα βρέθηκαν να θερίζουν με τα δρεπάνια στα χέρια μέσα στις λουρίδες των χωραφιών…)
Ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει παραστατικά για τον πάνδημο συναγερμό της Μάνης:
«Οι Μανιάτες έκρουσαν τους κώδωνας των εκκλησιών των και όλοι συναχθέντες, Αρχιερείς, Ιερείς, άνδρες γυνάικες, γέροντες και παίδες έδραμον κατά το Διρό… γράφοντες προς τους εν Αλμυρώ αμυνομένους να μην ταραχθώσι ποσώς, μηδέν’ αφήσωσιν την θέσιν των»
Το τμήμα των Αιγυπτίων που κατευθύνθηκε προς την Τσίμοβα (Αρεόπολη) έπιασαν μερικούς γέροντες και γερόντισσες να κοιμούνται στ’ αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θημωνιές τους και τους κατάσφαξαν. Εφτασαν τέλος στον συνοικισμό Τσαλαπιάνικα . Οσοι βρέθηκαν στην κωμόπολη οχυρώθηκαν στους πύργους και από κει χτυπούσαν τους εισβολείς. Απρακτοι οι στρατιώτες του Ιμπραήμ οπισθοχώρησαν στο Διρό.
Την επόμενη μέρα, αφού ο Ιμπραήμ τους κατσάδιασε ως φυγόμαχους επανήλθαν και προσπάθησαν λυσσαλέα να πάρουν την Αρεόπολη.
Ο Ιμπραήμ θεώρησε απροστάτευτο τον κόλπο του Διρού και εύκολη υπόθεση την κατάληψη του εσωτερικού της Μάνης.
Μα τότε υψώθηκε μπροστά του η δύναμη που κρατάει τη Μάνη ενωμένη με τις ρίζες της που φτάνουν μέχρι την γιγαντιαία μορφή της Σπαρτιάτισσας του «ή ταν ή επί τας». Η Μανιάτισσα που άρπαξε το δρεπάνι της και ξεχύθηκε ατρόμητη, ανίκητη Αμαζόνα, υπέρ βωμών και εστιών, πάνω στα στρατεύματα που απείλησαν να υποδουλώσουν την αδούλωτη ψυχή της Μάνης.
Με τις πέτρες και τα ξύλα τους σταμάτησαν οι Μανιάτισσες. Τα σκουριασμένα δρεπάνια τους θέριζαν κεφάλια. Καμιά τρακοσαριά οπλισμένοι Μανιάτες από τα γύρω χωριά μαζί με άλλες τόσες δρεπανηφόρες Μανιάτισσες τους υποχρεώνουν σε υποχώρηση. Ο καταδιωκόμενος τουρκοαιγυπτιακός στρατός καταλήγουν στην οχυρά θέση Τσουμπάρι και αμύνονται.
Την Παρασκευή 25 Ιούνη 1826, τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποχωρούν νικημένα από τη Βέργα προς την Καλαμάτα. Από τον Αλμυρό καταφτάνει στο Διρό ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης με 300 πολεμιστές. Ολοι μαζί, άνδρες και γυναίκες, επιτέθηκαν με όπλα, πέτρες και δρεπάνια. Ο στρατός του Ιμπραήμ ηττήθηκε κατά κράτος. Πολλοί σκοτώθηκαν, άλλοι έπεσαν στη θάλασσα, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν και μόλις το ένα τρίτο κατάφερε να επιβιβαστεί στα αιγυπτιακά πλοία που ναυλοχούσαν στον Κόλπο του Διρού.Το δημοτικό μανιάτικο τραγούδι θέλει τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη να αναφωνεί:
«Εύγε σας, μεταεύγε σας,
γυναίκες, άντρες γίνατε,
σαν αντρειωμένες μάχεστε,
σαν Αμαζόνες κρούετε»
Ο Σπυρίδων Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως διηγείται:
«Άνδρες εφάνησαν κι αυταί αι δρεπανηφόροι Μανιάτιδες, και άξιον μνήμης το εξής ανδροαγάθημα μιας αυτών: Θερίζων ο γερο Βοζίκης τον επί της παραλίας αγρόν του, συνελήφθη αίφνης υπό δύο Αιγυπτίων Καταγινομένων δε εις δέσμευσίν του, επέπεσεν η συνθερίζουσα θυγάτηρ του, Πανώρηα, έκοψε δια του δρεπάνου της τον λάρυγγα του ενός και βοηθούμενη του πατρός της εφόνευσε και τον άλλον».
Σε ένα από τα ανακοινωθέντα τους οι οπλαρχηγοί της Βέργας σημειώνουν:
«…Το δε παράδοξον όλων είναι οπού μια ηρώισσα γυναίκα Σπαρτιάτισσα, πηδήσασα εις την θάλασσαν, άρπαξεν έναν Αλβανό, κολυμβώντα δια να σωθή, από τον οποίον εζητούσε ικανοποίησιν από τους καρπούς (τις θημονιές) που της έκαυσαν…»
Η Λαϊκή μνήμη, ανάμεσα σε δεκάδες περιστατικά ηρωικών πράξεων από τις Μανιάτισσες διασώσει και την ιστορία της Γερακαρίνας της γυναίκας του Γεωργούλια Γερακαράκου, όπου πήρε τον μικρό της γιό τον Κατσιβαρδά, να πάει λίγο ψωμοτύρι στον άντρα της πού πολεμούσε στη Βέργα νηστικός τρία μερόνυχτα. Μπλέχτηκε όμως στον πόλεμο μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Λαγκάδι της Χαριάς, κοντά στα Ξεπαπαδιάνικα, κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη κυνηγούσε τους τουρκοαιγύπτιους με τις πέτρες. Κι όταν το παιδί της χτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε το όπλο του και κλείνοντας τα ματάκια του, του είπε: «…Κοιμήσου, παιδάκι μου… κοιμήσου. Πήρα εγώ τη θέση σου…»
Κάτι παρόμοιο διηγούνται και για την Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Οι άλλοι δεν το είχαν καταλάβει. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έπνιξε τον πόνο της, έκανε πέτρα την καρδιά. Πήρε το καριοφίλι του παιδιού της και τουφεκώντας αδιάκοπα τους εχθρούς, γύριζε κάθε τόσο και έβλεπε το παιδί της και του έλεγε:
«Κοιμήσου… ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου…»
Μετά τις νικηφόρες μάχες στη Βέργα και το Διρό ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε προσωρινά την προσπάθεια κατάληψης της Μάνης και το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων τονώθηκε, σε μια περίοδο που η Επανάσταση περνούσε τη δυσκολότερη φάση της.
Ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φρατζής κλείνει την αναφορά του στις μάχες του Διρού και της Βέργας, λέγοντας, (τόμος Β’. σελ. 449):
«…Επιστρέψας δε ο Ιμπραήμ εις τα Μεσσηνιακά φρούρια μετά πολλής καταισχύνης εκινδύνευσε να καταστή φρενήρης. Οι δε περί αυτόν τον επαρηγόρουν υπισχνούμενοι ότι εις άλλην εκστρατείαν θέλουν καταστρέψει ολοσχερώς τους Μανιάτας και την Μάνην…»