Με αφορμή την πρόσφατη (15 Ιουνίου) επέτειο από τη γέννηση του μεγάλου επαναστάτη, αναδημοσιεύουμε το κλασικό πλέον ποίημα του Δημήτρη Ιατρόπουλου για τον ΤΣΕ.
Ο ΤΣΕ, διάλεξε ένα φυλλαράκι κόκκινης αναπνοής
και το κάρφωσε στο πέτο του Κεντρικού Υπολογιστή.
Μετά, μ’ ένα άγριο χαμόγελο, εγκλωβίστηκε εθελοντικά
στο μακό μπλουζάκι μιας κουβανέζας φοιτήτριας.
Κάθε φορά που ανασαίνει ερωτευμένη η κοπέλα,
το μάτι του ΤΣΕ, ανοιγοκλείνει θριαμβευτικά
πάνω στη ρόγα της.
Ο ΤΣΕ, κουμαντάρει την φορά των πραγμάτων.
Ελέγχει την αντίπερα όχθη των φύσεων.
Δυο ποτάμια κυλούσαν στα μάτια του
τη στιγμή που τον πυροβόλησε η Ιστορία.
Αυτός γέλαγε με το λάθος της μάνας του
που περίμενε να τον δει να γερνάει.
Και μετά, ως ευπατρίδης, ιδαλγός και ιδιαίτερος,
υπέγραψε τη λήξη των εργασιών της ημέρας.
Έγειρε λειτουργικά στο αριστερό του πλευρό
και εγκαταστάθηκε στα συρτάρια των υπηρεσιών
ως φωτογράφημα της αιώνιας άνοιξης.
Είναι παράξενος ο ΤΣΕ, δεν είναι καθόλου εύκολος.
Αλίμονό του σ’ όποιον τον ερμηνεύσει ανάποδα
διαβάζοντας κανονικά τις εφημερίδες.
Οδηγεί μια μοτόρα ασυλλήπτου ταχύτητος
στο βυθό της κρυφής μουσικής της ασφάλτου.
Δεν έχει δεδομένες ανάγκες, σαν τον Ρομπέν των Δασών,
δεν ζητάει να ανακουφίσει τους φτωχούς αυτός.
Θέλει να τους κάνει, όλους κάποτε, πλούσιους.
Και τον εκάστοτε Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο
τον καρφώνει για σημαιάκι στο τεράστιο πούρο του!
Ο ΤΣΕ, εντέλει, δεν επιτρέπει ούτε μελό, ούτε δάκρυα.
Αγριεύει όταν κλαίτε, τιμωρεί και επιτίθεται!
Ω, μην παίζετε μ’ αυτόν, καλοί μου συνάνθρωποι,
κυρίως αν έχετε εκχωρήσει την αθώα σας ύπαρξη
στους Εκτροφείς του Διεθνούς Χοιροστασίου.
Γιατί αυτός ο Άγιος Μπάσταρδος της Ουτοπίας
διανυκτερεύει μες στα σκέλια του Μέλλοντος
επισκευάζοντας το παράνομο σπέρμα
της Μεγάλης μας Άνοιξης!