Την Τετάρτη 15 Ιουνίου η Σόνια Θεοδωρίδου θα εμφανιστεί στο Θέατρο Βράχων για να ταξιδέψει τους θεατές από τους πολιτισμούς της Μεσογείου έως τα πέρατα της οικουμένης, ερμηνεύοντας με την υπέροχη φωνή της τραγούδια σε έντεκα διαφορετικές γλώσσες.
- Από τον Ηλία Μαραβέγια
Λίγο πριν από την πολυαναμενόμενη αυτή συναυλία της, η διεθνούς φήμης Πόντια σοπράνο μιλάει στην «Espresso» για την πορεία της προς την κορυφή,το τραγικό δυστύχημα, που άλλαξε την κοσμοθεωρία της, και για τη χαρμόσυνη εξέλιξη στα προσωπικά της τον Σεπτέμβριο που μας έρχεται.
Ποιες αναμνήσεις έρχονται πρώτες στο μυαλό σας από τα παιδικά σας χρόνια στη Βέροια;
Η καταγωγή μου είναι από τον Πόντο. Αυτό συνδέεται με τεράστια γλέντια, μια και ήμασταν μεγάλη οικογένεια, οπότε κάναμε και τις αντίστοιχες μαζώξεις. Επίσης, έχω στη μνήμη μου πάντα ότι εμείς ως παιδιά παίζαμε στις αλάνες. Φεύγαμε το πρωί και γυρίζαμε σπίτι μόνο όταν πεινούσαμε. Το θεωρώ σπουδαία εμπειρία κι αυτό, γιατί σήμερα τα παιδιά είναι συνέχεια μπροστά σε ένα τάμπλετ, δεν υπάρχει κίνηση στο σώμα, δεν υπάρχει φαντασία. Εμείς ενώναμε δύο ξύλα και είχαμε ένα σπαθί…
Είχαν δυσκολίες εκείνα τα χρόνια;
Θα έλεγα ότι είχαν απ’ όλα. Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός εξόριστος, μετά γύρισε… Δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά οι γονείς μου φρόντισαν να λάβουμε μια μόρφωση σπουδαία. Μας έλεγαν πάντα «Κοιτάτε να μορφωθείτε», όχι «Κοιτάτε να παντρευτείτε». Κι αυτό εμένα μου έδινε μια ανεξαρτησία.
Το λυρικό τραγούδι, με το οποίο ασχοληθήκατε, ήταν στα ακούσματα της οικογένειάς σας;
Καμία σχέση! Αν και οι δύο γονείς μου είχαν ωραίες φωνές, εγώ έτυχε να ακούσω μικρή τη φωνή της Μαρίας Κάλλας. Τότε δεν ήξερα το όνομά της. Ακουσα απλά μια συγκλονιστική φωνή στο ραδιόφωνο. Και αφού έστρεψα το πρόσωπό μου προς τα εκεί, έδειξα το ραδιόφωνο με το δάχτυλο και είπα: «Εγώ έτσι θα γίνω». Οι γονείς μου, βέβαια, θέλανε να σπουδάσω μια επιστήμη, αλλά συμβιβάστηκαν τελικά με τις σπουδές μου στη μουσική. Αλλωστε, πήγαινα και στο ωδείο από μικρή.
Πότε ήρθατε στην Αθήνα;
Ηρθα τελειώνοντας το σχολείο και γράφτηκα στο Εθνικό Ωδείο. Αρχισα με πιάνο, έκανα θεωρητικά και έπειτα κλασικό τραγούδι. Στα θεωρητικά είχα καθηγητή τον πατέρα της Μάρθας Βούρτση, ο οποίος μόλις με άκουσε να τραγουδάω το σολφέζ, μου είπε: «Παιδί μου, πρέπει να κάνεις τραγούδι». Ετσι κι έγινε. Μόλις ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, έγινε ο διαγωνισμός «Μαρία Κάλλας», όπου πήρα το πρώτο βραβείο και έφυγα στο εξωτερικό, στη Γερμανία.
Πριν απ’ αυτό, όμως, είχατε μια συνεργασία με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Από τις πρώτες δουλειές που έκανα ήταν στη χορωδία του Τρίτου Προγράμματος. Εκεί συνάντησα τον συγκλονιστικό και αξέχαστο Μάνο Χατζιδάκι. Θυμάμαι ότι ήταν πολύ σοβαρός, αλλά είχε μια εξωτική αύρα, που μου άρεσε. Καθόμουν στον διάδρομο και περίμενα πότε θα περάσει, για δύο λόγους: Ηθελα να δω τα παπούτσια του, που γυάλιζαν πολύ, και να μυρίσω την υπέροχη κολόνια του. Ο Χατζιδάκις ήταν η μουσική του. Σε μια συνάντησή μας με έβαλε να τραγουδήσω το σήμα του Τρίτου Προγράμματος και αργότερα, όταν αρρώστησε μια τραγουδίστρια, μπήκα στο στούντιο μαζί του και ερμήνευσα στο cd ένα τραγούδι, το «Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι». Ημουν 18 ετών τότε και γύρισε και μου είπε: «Εσύ δεν είσαι γι’ αυτή τη χώρα, να φύγεις, παιδί μου».
Και φύγατε! Πώς βρήκατε τα πράγματα στη Γερμανία;
Πήγα στην Κολονία, όπου έκανα το μάστερ μου δύο χρόνια. Μπήκα στην ακαδημία σαν σίφουνας, που «σάρωσε» τα πάντα. Ηταν μια περίοδος πολύ δημιουργική για μένα, ήμουν ασταμάτητη και, βέβαια, η αγαπημένη των καθηγητών. Στο τέλος της δεύτερης χρονιάς, λίγο προτού αποφοιτήσω, ήρθε στην ακαδημία μια επιτροπή για να ακούσει τους αριστούχους τελειόφοιτους. Με ρώτησαν, λοιπόν, αν ήξερα τον ρόλο της «Ιφιγένειας Εν Ταύροις». Εγώ ήξερα αποσπάσματα, αλλά, φυσικά, είπα ότι τα ήξερα όλα. Ετσι βρέθηκα στο Πασάου, μια μικρή πόλη του γερμανικού Νότου, για να περάσω από οντισιόν. Εκεί ο μαέστρος με ρώτησε: «Εχουν περάσει και τόσες άλλες. Γιατί να επιλέξω εσάς για τον ρόλο;» Και του απάντησα: «Γιατί εγώ είμαι Ελληνίδα». Με πήρε, λοιπόν, και ήταν τόσο καλές οι κριτικές, που ο τότε διευθυντής της Οπερας της Φρανκφούρτης, ο σπουδαίος μαέστρος Γκάρι Μπερτίνι, ήρθε να με ακούσει. Μάλιστα, όταν τους είπα ότι θα ερχόταν, δεν με πίστεψαν και γέλασαν. Ηρθε όμως, με άκουσε και με πήραν στην Οπερα της Φρανκφούρτης, όπου ήμουν η μικρότερη σολίστ. Από εκεί και έπειτα η καριέρα μου εκτοξεύτηκε.
Στη Γερμανία γίνατε και μητέρα.
Ναι, το 1992 γέννησα τον γιο μου, Μαξιμίλιαν. Βέβαια, με τον πατέρα του, που είναι διάσημος σκηνοθέτης της όπερας, χωρίσαμε προτού γίνει δύο χρονών, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω μου όλο το βάρος της φροντίδας του. Τον είχα παντού μαζί μου, δεν τον άφησα πουθενά και σε κανέναν μέχρι που πήγε σχολείο. Είχα μια Ελληνίδα νταντά για να μιλάμε ελληνικά στο σπίτι και ταξίδευε μαζί μου το παιδί. Αυτό ήταν ένας αγώνας, ήθελε μεγάλη προσπάθεια. Και, βέβαια, οι συνάδελφοι ήταν στο πλευρό μου. Θυμάμαι μια φορά στο Σάλτσμπουργκ περίμενε όλη η ορχήστρα να θηλάσω για να συνεχίσουμε την πρόβα. Οταν όμως ο Μαξιμίλιαν πήγε σχολείο, φρόντισαν τόσο ο πατέρας του όσο και η γιαγιά του (από την πλευρά του πατέρα του, γιατί η δική μου μητέρα είχε πεθάνει όταν ήμουν έγκυος) να είναι εκεί για το παιδί, για να έχει μια βάση.
Πώς είναι σήμερα η σχέση σας;
Αριστη! Ο Μαξιμίλιαν έχει τρομερό ταλέντο στη σύνθεση και ωραία φωνή. Κάποια στιγμή ασχολήθηκε με τη heavy metal, αργότερα με την punk και τη rock μουσική, και καλά έκανε. Ομως, δεν ήταν αυτός ο δρόμος του. Εγινε ψυχολόγος και ερευνητής. Πλέον, μάλιστα, έχει μετακομίσει στην Αθήνα, ζει στο Παγκράτι με την κοπέλα του, που είναι από την Αυστραλία. Δεν σου κρύβω πως, όταν ήρθε ο γιος μου στην Ελλάδα, φίλησε το χώμα.
Μείνατε στην Ευρώπη 35 χρόνια. Ποια από τις χώρες όπου ζήσατε σας ταίριαξε περισσότερο;
Εζησα 13 χρόνια στην Ελβετία και ήταν πολύ ωραία, μια και είναι ήσυχη και μαζεμένη χώρα, κάτι που ήταν πολύ καλό για το παιδί μου, γιατί ήταν έτσι προστατευμένο από πολλές πλευρές. Ζήσαμε όμως πολύ ωραία και στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, σε πολλά μέρη. Ο τελευταίος σταθμός ήταν το Βερολίνο. Μπορώ να πω ότι οι Βρυξέλλες, δηλαδή το Βέλγιο, και η Ελβετία ήταν που μου ταίριαξαν πιο ωραία, αλλά και το Βερολίνο είχε τα καλά του.
Πώς αποφασίστηκε η επιστροφή σας στην Ελλάδα σε μόνιμη βάση;
Με τον θάνατο της αδελφής μου, με την οποία ήμασταν δίδυμες. Το 2013 με κάλεσαν σε ένα κονσέρτο στο Κιλκίς και την έπεισα να έρθει μαζί μου. Οδηγούσα εγώ σε έναν επαρχιακό δρόμο, όταν ξαφνικά μια νταλίκα ήρθε πάνω μας. Προφανώς, είχε πάρει ο ύπνος τον οδηγό και πήγαινε σαν φίδι. Στην προσπάθειά μου να τον αποφύγω, το αυτοκίνητο έφυγε από την πορεία του, βγήκε εκτός δρόμου και ανατράπηκε. Εγώ δεν χτύπησα, η αδελφή μου, όμως… Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στην Εντατική του ΚΑΤ για 15 μήνες υπήρχαν τρία παιδιά, τα δύο ανήλικα, ενώ στους έξι μήνες πέθανε ο γαμπρός μου. Μέσα μου ένιωσα πως δεν ήθελα πλέον να είμαι στο εξωτερικό. Ηταν μονόδρομος για μένα η επιστροφή. Δεν ξέρω αν έκανα καλά ή όχι, αλλά λειτούργησα συναισθηματικά. Ημουν φριχτά ταλαιπωρημένη, δεν είχα ξαναζήσει άνθρωπο να υποφέρει έτσι επί μήνες, να λιώνει σαν το κερί μέχρι να πεθάνει. Δεν είχα ανοίξει τέτοιες «πόρτες» ποτέ. Αλλαξε και η σκέψη μου τότε για το πώς πρέπει να είναι η ζωή μου.
Εχετε ακόμη εφιάλτες από τη μέρα του δυστυχήματος;
Εχω μετατραυματικά. Οταν οδηγεί κάποιος και κάνει απότομα δεξιά, τρομάζω. Το ίδιο όταν δω κάποιον να έρχεται καταπάνω μου. Μερικές φορές σκέφτομαι τη φρίκη που πέρασε η αδελφή μου και είναι δυσβάσταχτο. Στην αρχή έλεγα: «Τι καλά που θα ήταν να μοιραζόμασταν όλον αυτό τον πόνο. Να έσπαγα κι εγώ κάτι, να τελείωνε». Αλλά, βλέπεις, το πήρε όλο πάνω της, είναι το πεπρωμένο…
Πόσο καιρό σάς πήρε για να οδηγήσετε πάλι μετά;
Οδηγώ, απλά είμαι πιο συντηρητική και πιο σοφή απέναντι στο απρόσμενο του δρόμου. Και από εκείνη την ημέρα πιστεύω απόλυτα πια πως, όταν είναι κάτι να γίνει, θα γίνει. Και ο καλύτερος οδηγός του κόσμου να είσαι…
Θεωρείτε ότι σταθήκατε τυχερή στην προσωπική σας ζωή; Εχετε κάνει δύο γάμους και ετοιμάζεστε για τρίτο…
Ναι, υπήρξα πολύ τυχερή. Συνάντησα ανθρώπους με τους οποίους βάδισα ωραία μέχρι ένα σημείο. Με τον πρώτο σύζυγό μου πιστεύω πως ήμασταν πολύ νέοι, ο ένας ήταν στην Ανατολή και ο άλλος στη Δύση. Μας φάγανε οι αποστάσεις και δεν ήμασταν σχεδόν ποτέ μαζί λόγω των επαγγελμάτων μας. Με τον δεύτερο άντρα μου έζησα 12 χρόνια και ήταν η ώρα να τελειώσει, είχε λήξει. Δεν ανήκω στις γυναίκες που θα ζήσουν συμβατικά με κάποιον για να μην πει ο κόσμος: «Α, αυτή χώρισε και παντρεύτηκε πάλι». Με τον τωρινό μου σύντροφο, τον Δημήτρη, θα παντρευτούμε τον Σεπτέμβριο με πολιτικό γάμο. Βρήκα έναν πολύ καλό άνθρωπο και είμαι ευτυχισμένη. Γνωριστήκαμε μέσω μιας φιλανθρωπικής δραστηριότητας, δικής μου. Ο Δημήτρης, ο οποίος διατηρεί τη δική του εταιρία παραγωγής, έχει σπουδάσει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο, έκανε Ελληνικό Πολιτισμό και Εικαστικά.