Αν είχε γράψει την ζωή του σε ένα βιβλίο, σίγουρα θα ήταν συναρπαστικό. Τόσα πολλά γεγονότα, αστεία και σοβαρά, συνέβησαν στη ζωή του, τη σύντοµη δυστυχώς… Ο λόγος βέβαια για τον αξέχαστο κωμικό Σωτήρη Μουστάκα, που έφυγε ξαφνικά τον Ιούνιο του 2007.
Ο Σωτήρης Μουστάκας γεννήθηκε στη Λεµεσό της Κύπρου το 1940. Από µικρός του άρεσε να χαρίζει γέλιο στους γύρω του. Ακόµα και µέσα στη σχολική τάξη τους έκανε όλους να σκάνε στα γέλια με τα αστεία του.
Στο μάθημα της Γεωγραφίας τον ρώταγε ο δάσκαλος:
«Ποιά είναι η πρωτεύουσα της Βραζιλίας, Μουστάκα;».
«Η. .. Θεσσαλονίκη», απαντούσε.
«Η Θεσσαλονίκη»;Απορούσε ο δάσκαλος.
«Εµένα αυτή µ’ αρέσει», έλεγε ο Σωτήρης και γινόταν χαµός στην τάξη.
Κάπως έτσι υου μπήκε η ιδέα ν’ ανέβει κάποτε στην σκηνή και να κάνει την πλατεία του θεάτρου να λύνεται στα γέλια.
Ωστόσο, στη Λεμεσό δεν υπήρχε θεατρική σχολή.Έτσι, φοίτησε στην Εμπορική Ακαδηµία επειδή ήταν πολύ καλός στα µαθηµατικά.
Και µια μέρα θα ήταν άριστος λογιστής!
Μπορεί ο Μουστάκας να σπούδαζε λογιστικά και εµπορικό δίκαιο, αλλά δεν έχανε ταινία του Σαρλώ και του Ντάνι Κέι.
Και τις έβλεπε µε τέτοιο πάθος που αποστήθιζε σκηνές και τις έπαιζε κλεισµένος στο δωµάτιό του.
Ο Μουστάκας θα ήταν µόλις 14 ετών όταν πήγε για παραστάσεις στην Κύπρο ο θίασος του Νίκου Σταυρίδη.
Πήγε φυσικά να τον δει από κοντά και να του ζητήσει αυτόγραφο.
Αλλά πώς πήγε; Μιµούμενος τον Σταυρίδη…. Και ο µεγάλος κωµικός γέλασε µε την καρδιά του, βλέποντας τον πιτσιρικά να τον μιµείται….. καλύτερα από τον ίδιο.
«Εσύ μια µέρα θα μου φας το ψωµί….» αστειεύτηκε ο Σταυρίδης.
«Πώς σε λένε, αγοράκι µου;», τον ρωτάει.
«Σωτήρη». «Μπράβο, Σωτήρη. ‘Ισως τα ξαναπούµε».
Και τα είπαν το ίδιο βράδυ. Στο διάλειµμα της παράστασης βγαίνει ο Σταυρίδης στη σκηνή και φωνάζει:
«Κάποιος Σωτηράκης είναι εδώ; Αν είναι, να έρθει στη σκηνή».
Ο Σωτήρης και οι φίλοι του στην αρχή δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους.
Τα χάσανε. Σε λίγο όµως ο Σωτήρης βρισκόταν στη σκηνή, απέναντι στο µεγάλο κωµικό και είχε µαζί του ένα σπαρταριστό διάλογο, μιµούµενος πάντα τον Σταυρίδη με την ιδιότυπη προφορά του και τα πολλά «τσ, τσ»….
«Εσύ πρέπει να ‘ρθεις στην Ελλάδα, να πας σε Σχολή. Εγώ θα σε βοηθήσω γιατί έχεις ταλέντο», του λέει… σοβαρά αυτή τη φορά ο Σταυρίδης.
Αυτά συνέβησαν το 1954, πριν αρχίσει η ΕΟΚΑ τον πόλεµο με τους Άγγλους.
Στον αγώνα της ΕΟΚΑ πήρε μέρος και ο νεαρός Μουστάκας και ένα διάστηµα μπήκε στη φυλακή για τη δράση του. Αλλά και στο κελί του ο αδιόρθωτος ονειροπόλος έπαιζε Σαίξπηρ, μόνος του φυσικά και µάλιστα στ’ αγγλικά, που τα ήξερε σα µητρική του γλώσσα. Και οι Άγγλοι δεσμοφύλακες το είχαν εκτιμήσει.
Ο Σωτήρης Μουστάκας στην Αθήνα.
Το 1958, παρά τις αντιρρήσεις των δικών του, ο Σωτήρης έρχεται στην Αθήνα για να πραγµατοποιήσει τ’ όνειρό του.
Να γίνει ηθοποιός. Πάει κατ’ ευθείαν στον Σταυρίδη, που του λέει τα ίδια:
«Πήγαινε στη Σχολή κι όταν τελειώσεις εγώ θα σε βοηθήσω».
Η Σχολή όµως του Εθνικού θεάτρου όπου έδωσε εξετάσεις είχε διαφορετική γνώµη….
Δεν τον δέχτηκε. «Δεν κάνεις για το θέατρο εσύ», του είπανε.
Ο Μουστάκας δεν το έβαλε κάτω.
Συνέχιζε να διαβάζει αλλά και στην περίπτωση που δεν θα το κατάφερνε να γίνει ηθοποιός, γράφτηκε στην Ανωτάτη Βιομηχανική.
Η Αθήνα όµως έχει έξοδα….
Κι ο επίδοξος πρωταγωνιστής έκανε πολλές δουλειές για να ζήσει: Γκαρσόνι, λαντζέρης και ό,τι άλλο έβρισκε.
Όταν ξανάδωσε εξετάσεις στο Εθνικό, τα κατάφερε αλλά µε µεγάλη δυσκολία. Τον δέχτηκαν αλλά από τάξη σε τάξη εισέπραττε την άρνηση των καθηγητών του.
Η Ελένη Χαλκούση, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Σωκράτης Καραντίνας δεν ήταν θετικοί απέναντί του. Και ο Σωτήρης αποκαρδιωµένος από τις γνώμες των καθηγητών του, έλεγε να τα παρατήσει.
Κάτι περισσότερο ήξεραν εκείνοι. Γιατί να χάνει άδικα τον καιρό του;
Οι αντίθετες όµως γνώμες των συμµαθητών του τον ενεθάρρυναν, όπως και του καθηγητή του Στέλιου Βόκοβιτς που τον πίστευε και τελικά τον βοήθησε να βγάλει τη Σχολή.
Καλές κουβέντες άκουσε παίρνοντας το πτυχίο του και από τον λογοτέχνη Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο που ήταν στην επιτροπή, αλλά και από τον Δηµήτρη Μυράτ.Και αναπτερώθηκε το ηθικό του.
Είμαστε στο 1962, καλοκαίρι και στον Εθνικό Κήπο, που τότε διέθετε θέατρο, παίζει σε µια Επιθεώρηση ο Νίκος Σταυρίδης. Ο Μουστάκας θυμόταν πάντα όσα του είχε πει ο δηµοφιλής ηθοποιός στην Κύπρο και πήγε να τον βρει.
Ο Σταυρίδης δεν ξέρουµε αν τον θυμήθηκε τον «Σωτηράκη», πάντως του έδωσε συγχαρητήρια και του ευχήθηκε καλή επιτυχία. Τίποτα άλλο….. Άλλη απογοήτευση.
Ο Σωτήρης λάτρευε την Επιθεώρηση και νόμιζε πως θα τον έπαιρναν εκεί. Η θεατρική περιπέτεια για τον πτυχιούχο πια ηθοποιού µόλις είχε αρχίσει.
Ο Σωτήρης Μουστάκας στο θέατρο «Διάνα».
Ο Μουστάκας δεν ήταν από τους χαρακτήρες που τα παρατάνε εύκολα. Ψαχνόταν πολύ. Και κάποια μέρα µαθαίνει ότι ο Κώστας Ρηγόπουλος και η Κάκια Αναλυτή θ’ ανέβαζαν στο θέατρο «Διάνα», ένα έργο σαν µιούζικαλ, σαν Επιθεώρηση, κάτι τέτοιο.Τρέχει λοιπόν στον Ρηγόπουλο, του δείχνει το πτυχίο του και ζητάει δουλειά. Σε οποιοδήποτε ρόλο. Αρκεί να βγει
στη σκηνή…
«Έχω έναν μικρό ρόλο, θα κάνεις έναν αστυφύλακα, πλάι στη Μαρίκα Νέζερ», του λέει ο Ρηγόπουλος.
Και του κόβονται τα πόδια από συγκίνηση του Σωτήρη. Οι πρόβες για το ντεμπούτο του Μουστάκα στη σκηνή προχωρού-
σαν εντατικά ώσπου παρουσιάστηκε ένα πρόβληµα.
Στο θίασο ήταν και ο Διάκος Χριστογιαννόπουλος και του δώσανε να κάνει ένα µικρό ρόλο…. «αδερφής», που όµως δεν τον δέχτηκε.
«Να τον κάνω εγώ;», λέει στον σκηνοθέτη της παράστασης, τον Ντίνο Δηµόπουλο.
«Δοκιµάστε µε».
Ο ρόλος όµως δεν είχε…. λόγια.
Ο Ρηγόπουλος µε την Αναλυτή κάθονταν σ’ ένα παγκάκι και ερωτοτροπούσαν.
΄Εβγαινε τότε ο Σωτήρης, τρώγοντας πασατέμπο και τραγουδώντας «Εκεί ψηλά στον Υμηττό», κάνοντας διάφορα δικά του, αυτοσχεδιάζοντας περισσότερο, ώστε να βγάλει γέλιο. Τελείωσε η πρόβα και περίμενε την ετυμηγορία τους:
«Μουστάκα, µπράβο, έχεις πλάκα, αυτοσχεδιάζεις πολύ ωραία», ήταν η γνώµη τους.
Στην πρεµιέρα αυτό το ρολάκι έβγαλε πολύ γέλιο κι ας ήταν βουβό και χειροκροτήθηκε πολύ.
Το έργο είχε τίτλο «Μια πόρτα δραχμές 500» και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Παρουσιάστηκε και σε τουρνέ. Ήταν η τυχερή πόρτα του θεάτρου που είχε ανοίξει για το Σωτήρη Μουστάκα.
[ sc:33]
Άφησε τον Κάρολο Κουν…
Το ονοματάκι του Σωτήρη Μουστάκα είχε αρχίσει ν’ ακούγεται στη Θεατρική πιάτσα, αλλά να φτάσει και μέχρι τον Κάρολο Κουν;
Και όμως, ο µεγάλος δάσκαλος κάλεσε τον Μουστάκα να παίξει στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη το ρόλο του ποιητή, στην περιοδεία που ετοίμαζε για την Αγγλία. Άρχισαν οι πρόβες και ο Μουστάκας έκανε τους αυτοσχεδιασµούς του, όπως συνήθιζε. ..
Ο Κουν και οι στενοί συνεργάτες του, ο Λαζάνης, ο Κουγιουµτζής, παρακολουθούσαν ανέκφραστοι όσα έκανε ο νεοφώτιστος στη σκηνή του θεάτρου Τέχνης.
«Όταν τέλειωσα την πρόβα μου, είχε πέσει μια παγωνιά, μια βουβαμάρα», θα πει αργότερα ο Μουστάκας.
«Ξαφνικά, σηκώνεται ο Κουν, με πλησιάζει, µε κοιτάζει µ, εκείνο το έξυπνο βλέµμα του και μου λέει: «Μπράβο, έχω κι άλ-
λους ρόλους για σένα».
Οι πρόβες συνεχίστηκαν, ο Κουν γελούσε με τα καµώµατα του Μουστάκα, αλλά ο τελευταίος φαίνεται πως το παράκανε και έφτασε στο σημείο να µη δέχεται τις συµβουλές του σκηνοθέτη.
Έπαιζε έναν Αριστοφάνη αλά Μουστάκα! Είναι γνωστό ότι ο Κουν έβαζε στο ίδιο σχεδόν καλούπι τους ηθοποιούς
του και ο Μουστάκας δυσανασχετούσε. Δεν είχε την πλήρη ελευθερία του αυτοσχεδιασµού που του προσέφερε η Επιθεώρηση, το µεγάλο μεράκι του.
Η πειθαρχία του θεάτρου Τέχνης ήταν αυστηρή και ο Μουστάκας δεν την άντεξε. Και κάποια στιγµή είπε «αντίο»!
Μεγάλη απόφαση να φύγει κανείς από την κηδεµονία του μεγάλου θεατρανθρώπου, όταν άλλοι, ακόµα και φτασμένοι ηθοποιοί, δεν μπορούσαν να δρασκελίσουν αυτή τη μεγάλη πόρτα.
Φαίνεται ότι στην αρχή της καριέρας του, τον νεαρό Μουστάκα τον κυνηγούσαν οι κλασικοί ρόλοι. Κι ένας τέτοιος ρόλος ήταν αυτός που τον έφερε για καλά στη θεατρική επιφάνεια.
Ο πολυδιαβασµένος Σωτήρης Μουστάκας λάτρευε τον Μολιέρο, ήταν το ψώνιο του, όπως έλεγε, και όταν του έδωσαν το ρόλο ενός γέρου φιλάργυρου στον «Ασυλλόγιστο» του μεγάλου συγγραφέα, ξεπέρασε τον εαυτό του.
Φυσικά, δεν παρέλειψε τους αυτοσχεδιασµούς του.
«Του άλλαξα τα φώτα του Μολιέρου», έλεγε σκασμένος στα γέλια.
Αλλά ο κόσµος το εκτίμησε και η παράσταση ήταν καταπληκτική.
Βρισκόµαστε στον χειµώνα του 1965, στο θέατρο «Αλάμπρα» και ο θίασος που παίζει Μολιέρο έχει µεγάλα ονόματα:
Καζάκος, Δάνης, Καζής, Σύλβα και τον. .. άγνωστο Σωτήρη Μουστάκα.
Καμιά φορά, όµως, ένας μικρός ρόλος φτάνει για να σε κάνει µεγάλο, αρκεί να ξέρεις να τον εκµεταλλευτείς, να τον «μεγαλώσεις» και να τον αναδείξεις.
Ο Μουστάκας έλεγε πως είχε ξενυχτήσει πολλές νύχτες για να «πιάσει» το ρόλο, να του βάλει στολίδια, χωρίς βέβαια να του αλλοιώσει τον χαρακτήρα. Και δικαιώθηκε.
Οι κριτικές για «το νέο αστέρι της κλασικής κωµωδίας» ήταν διθυραμβικές. Και το κοινό τον αποθέωνε, φωνάζοντας « µπράβο», πράγμα σπάνιο για νέο ηθοποιό.
Ο Μουστάκας είχε πάρει τη ρεβάνς από τούς καθηγητές του που τον απέρριπταν μετά πολλών επαίνων…. Κι εδώ δεν ήταν Επιθεώρηση, που την έχουν για εύκολη δουλειά, αλλά Μολιέρος.
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, στο θέατρο «Αττικόν», στην κωµωδία «Το ρετιρέ της Εύας», ο Μουστάκας υποδύεται έναν αράπη, πλάι στον Γιώργο Πάντζα, τη Μάρθα Καραγιάννη και τον Σταύρο Παράβα.
Και σ’ αυτή την παράσταση είναι απολαυστικός. Και κάποιο βράδυ τον επισκέπτονται οι άνθρωποι του «Ακροπόλ», του ναού τότε της Επιθεώρησης, για να του προτείνουν συνεργασία.
Φυσικά, ήταν επιθυμία του «πατέρα» του «Ακροπόλ», Μπουρνέλη, που είχε αναδείξει μεγάλα τότε ονόµατα από το ονοµαστό θέατρό του.
Για τον Μουστάκα ήταν μια µεγάλη στιγμή.
Το «Ακροπόλ» ήταν από τα µεγάλα του όνειρα. Δεν ήταν εύκολο ν’ ανέβεις στη σκηνή του, πλάι σ’» έναν Αυλωνίτη, έναν Σταυρίδη, µια Γεωργία Βασιλειάδου, έναν Ορέστη Μακρή, µια Σπεράντζα Βρανά.
Επιτέλους, η Επιθεώρηση του άνοιγε την αγκαλιά της.
Ο δρόµος των νεανικών του ονείρων ήταν πια ανοικτός. Ίσως γι’ αυτό δεν παζάρεψε την αμοιβή του όπως γινόταν µε όλους τους ηθοποιούς.
Το οικονομικό θα κοίταζε, ή να µπει σ’ αυτή την πολυπόθητη πόρτα, πλάι στους Μεγάλους, στα ιεράτέρατα της Επιθεώρησης;
΄Ετσι, τη σεζόν 1965-66 αρχίζει η καριέρα του στην Επιθεώρηση .
Ήξερε να παίζει, να τραγουδάει, να χορεύει αλλά να παίζει και το βιολί του, αν το απαιτούσε ο ρόλος του.
Και οι επιθεωρησιογράφοι φρόντιζαν ώστε ο Μουστάκας να βρίσκει την ευκαιρία να κάνει και το βιολιστή.
Το καλοκαίρι του 1966 ήταν η πρώτη σεζόν που άνοιξε το θερινό θέατρο «Μπουρνέλη» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Εκεί μεταφέρθηκε, ο θίασος του «Ακροπόλ»: Γιάννης Γκιωνάκης, Καίτη Μπελίντα, Ζωζώ Σαπουντζάκη ,΄Ιλια Λιβυκού κ.ά.
Και φυσικά, ο Σωτήρης Μουστάκας.
Ο Μουστάκας και η Επιθεώρηση.
Για το είδος αυτό του µουσικού θεάτρου, την Επιθεώρηση, της οποίας οι ρίζεςστην Ελλάδα βρίσκονται στα 1896, όταν παίχτηκε η µουσική παράσταση «Λίγα απ, όλα» του Μίκιου Λάµπρου στο Θέατρο Νέου Φαλήρου, ο Σωτήρης Μουστάκας είχε εκφράσει πολλές φορές την άποψή του:
«Για να παίξεις Επιθεώρηση, πρέπει να διαθέτεις πολλές ικανότητες. Εγώ που έχω παίξει και κλασικά έργα και σύγχρονα, µπορώ να πω ότι κάθε είδος θεατρικό, έχει τη δυσκολία του. Σε δεσµεύουν πολλά πράγµατα. Μόνο στην Επιθεώρηση δεν
δεσµεύεσαι τόσο. Μπορείς να κάνεις τα πάντα. Μπορείς ένα νούµερο να το αναπτύξεις µε τη φαντασία σου, να το ερµηνεύσεις όπως θέλεις.
Έχεις την ελευθερία να του δώσεις µια δική σου γραµμή, να το φέρεις στα δικά σου μέτρα, να του δώσεις τη δική σου προσωπικότητα.
Το ίδιο νούμερο, αν το δεις από δυο διαφορετικούς σε στυλ ηθοποιούς, θα νομίσεις ότι είναι άλλο νούµερο…
Στην πρόζα υπάρχουν περιορισµοί. Μετράς ακόμα και τα βήµατά σου. Το… παράγγελµα το έχει ο σκηνοθέτης.
Άλλους ρυθµούς έχει το δράµα, άλλους η κωµωδία. Η Επιθεώρηση απλώς θέλει περισσότερα προσόντα.
Πρέπει να παίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, να µιμείσαι, να επικοινωνείς άμεσα µε το εκάστοτε κοινό, πολλές φορές το «άναρχο» κοινό, γιατί αν δεν «περνάς» στην πλατεία, το έχεις χάσει το παιχνίδι. Ενώ σε ένα έργο ρεπερτορίου είσαι αποµονωμένος απ, τον κόσμο, σα να μην υπάρχει κοινό. Στην Επιθεώρηση είναι σαν να ανταλλάσεις χειραψία µε τον θεατή, που δεν περιµένει να πέσει η αυλαία για να χειροκροτήσει. Χειροκροτεί ακόμα και στην κάθε πετυχημένη ατάκα σου. Και το κοινό δεν είναι το ίδιο κάθε βράδυ. Πρέπει να προσαρµόζεσαι σε κάθε παράσταση μ’ ένα διαφορετικό κοινό.
Ο Σωτήρης Μουστάκας µπορεί να αυτοσχεδίαζε πάνω στη σκηνή, αλλά το νούµερό του το έψαχνε.
΄Επαιρνε το κείµενο, το διάβαζε πολλές φορές, έβρισκε τις προσθήκες και τους αυτοσχεδιασµούς του, το µελετούσε
πολύ καλά.
Δεν έβγαινε ποτέ στη σκηνή αν δεν το είχε κάνει κτήμα του.
Φυσικό ήταν, να είχε και κάποιες προστριβές με τους συγγραφείς, που αυθαίρετα «πείραζε» τα έργα τους….
Έχουν αναφερθεί και καταβολές προστίμων εκ μέρους των ηθοποιών όταν άλλαζαν έστω και μία λέξη από το κείμενο του συγγραφέα.
Με την Παξινού και τον Μινωτή.
Αμέτρητα είναι τα πετυχηµένα νούµερα που έπαιξε ο Μουστάκας. Ο ίδιος ξεχώριζε μερικά απ’ αυτά και ιδίως αυτά πού ήταν γραμµένα από την πένα του Κώστα Νικολαΐδη. Όπως το νούμερο του «εγγαστρίµυθου» στο «Πάρκ», του «Τζόκσερ» που έχω δει µέχρι τώρα ήταν αυτή του Έλληνα κωµικού, Σωτήρη Μουστάκα, που είδα στην Ελλάδα!».
Η συνεργασία του µε την Παξινού του είχε μείνει αξέχαστη. Η μεγάλη αυτή θεατρίνα αγαπούσε και βοηθούσε πολύ τους νέους ηθοποιούς όταν είχαν ταλέντο. Τον Μουστάκα τον υποστήριζε και τον πρόβαλλε πολύ και πάνω στη σκηνή. Αυτό του έδινε πολύ κουράγιο, και τον έκανε να µη νοιώθει «ένα τίποτα» δίπλα της, όπως έλεγε ο ίδιος.
Άλλη αξέχαστη ανάµνηση του Μουστάκα από τους Μεγάλους του θεάτρου µας ήταν η ευγενική χειρονοµία του Δημήτρη Χορν. Ο Χορν είχε πάει στο «Κηποθέατρο» όταν ο Μουστάκας έπαιζε τη «Σουβλίτσα» και φαίνεται ότι ενθουσιάστηκε απ’ αυτό το ρόλο, γιατί την άλλη µέρα του έστειλε ένα κουτί ελβετικές σοκολάτες μ’ ένα σηµείωμα που έγραφε:
«Στον μεγάλο ηθοποιό Σωτήρη Μουστάκα. Ένας θαυμαστής σου. Δημήτρης Χορν»!…
«Εκείνη τη στιγµή νόµιζα ότι πήρα το Όσκαρ, συγκινήθηκα πολύ. Και θυμήθηκα ότι στην παράσταση γελούσε πολύ, ξεκαρδιζόταν, όταν έκανα το νούµερό μου», έλεγε ο ηθοποιός.
Την ίδια παράσταση είχε δει και ο Ορέστης Μακρής, που δεν παρέλειψε να τον συγχαρεί µε τα εξής λόγια που δεν ξέχασε ποτέ ο Μουστάκας:
«Άκου, βρε, είσαι σπουδαίος ηθοποιός. Να κρατήσεις τη γραµµή σου, µη τη χαλάσεις ποτέκαι µη γίνεις. . . καραγκιόζης σαν αυτόν τον (και του ονόµασε κάποιον). Μείνε όπως είσαι, αυτό έχω να σου πω».
Ο Μουστάκας στο «πανί».
Το να ξεκινήσει ένας άγνωστος Έλληνας ηθοποιός την κινηματογραφική του καριέρα -όχι βέβαια ως κοµπάρσος- πλάι στον Άντονι Κουίν, µόνο στη σφαίρα της φαντασίας µπορεί να συµβεί.
Και όµως, ο Σωτήρης Μουστάκας έκανε την πρώτη κινηματογραφική του εµφάνιση πλάι στον διάσημο σταρ και στον
Άλαν Μπέιτς, στην ξένη παραγωγή «Αλέξης Ζορµπάς».
Ο ρόλος του; Μικρός αλλά χαρακτηριστικός και πετυχηµένος.
Έκανε τον τρελό του χωριού. .. Και τους τρέλανε όλους….
Αντηχούσαν για πολύ στ’ αυτιά του τα καλά λόγια των δύο µεγάλων πρωταγωνιστών που εκθείαζαν το κωμικό ταλέντο του.
Πολλές ήταν οι συμµετοχές του Μουστάκα σε λογής ταινίες, καλές, κακές και μέτριες.
Και δεν ξεχνούσε ν’ αναφέρει µερικούς τίτλους που του χάρισαν τον…. τίτλο και του κωµικού του σινεμά:
«’Ενας νοµοταγής πολίτης», «Μπετόβεν και μπουζούκι», «Να ζει κανείς ή να µη ζει»,«Μια σφαίρα στην καρ-διά»,
«Το μεγάλο ρου-θούνι», «Ο αχαΐρευτος», «Η τύχη µου τρελάθηκε», «Ο αρχιψεύταρος», «Ο Μόδιστρος»,
«Κολωνάκι, διαγωγή μηδέν», «Ο µπούφος», «Φως, νερό, τηλέφωνο µε δόσεις», «Για μια χούφτα τουρίστριες»,
«Ο πεθερόπληκτος» κ.ά.
Άπειρες εικόνες απίστευτης εφευρετικότητας σε αστεία και «γκαγκς» µε την κίνηση και τη φωνή, µια φιγούρα μοντέρνου κλόουν που συχνά µε τις μεταμορφώσεις του και το λεπτό «αραχνουφαντο» µπριλάντε παίξιµό του, δίδασκε την τέχνη του µεγάλου νουμερίστα σε κορυφαίες στιγμές του, σε κάθε ρόλο στη σκηνή και στο πλατό.
«Το γέλιο πήγε στον παράδεισο».
Με αυτό τον τίτλο, ο κινηµατογραφικός κριτικός Παναγιώτης Τιµογιαννάκης γράφει στον «Ελεύθερο Τύπο» της 6ης Ιουνίου 2007, για την αποδηµία του Σωτήρη Μουστάκα:
«Ο θάνατος είναι έτσι κι αλλιώς ανατριχιαστικό ζήτηµα. Όταν επέρχεται σε αγαπη µένους καλλιτέχνες προκαλεί όμοιο µούδιασµα µε εκείνο των στενών συγγενών. Όταν αφορά σε κωµικό ηθοποιό, ο πόνος συνοδεύεται από αμηχανία
και καταλήγει πιο οδυνηρός. Ο Σωτήρης Μουστάκας ήταν ένας άνθρωπος, ένας κωµικός, ένας καλλιτέχνης, που σκόρπαγε απλόχερα το γέλιο. Μια απλή φωτογραφία του να έβλεπες στην εφημερίδα, ακόµα και τον ίδιο να κάθεται
έτσι απλά και να µην κάνει τίποτα, σε έπιαναν τα γέλια.
Η ανακοίνωση της είδησης του θανάτου του με το πρωινό ξύπνηµα της Δευτέρας άπλωσε παγωνιά σε όλο το living room.
Το φοβερό είναι πως με το που είδα τη φάτσα του, έβαλα τα γέλια και σε δευτερόλεπτα µέσα, µε επανέφερα στην τάξη και στην πραγµατικότητα.
Κι αυτό δεν θα μπορέσουν να το αποφύγουν οι περισσότεροι άνθρωποι διότι επρόκειτο για μέγιστο κωμικό, για τεράστια και υπολογίσιμη δύναµη του ελληνικού θεάτρου, για ένα φυσικό ταλέντο της κωμωδίας, για ένα γεννημένο ταλέντο, γι’ αυτό κι αυτή η σύμμεικτη ψυχολογική αντίδραση.
Δεν έδειχνε να έχει τίποτα, πρόβες έκανε στο Θέατρο, αδιαθεσία ξαφνική είπαν ότι αισθάνθηκε και κατέληξε στο Γενικό Κρατικό Αθηνών.
΄Επιανε στο στόµα του ασήµαντα σκετσάκια της επιθεώρησης και τα µετέβαλε σε αληθινή τέχνη, ενώ το κοινό από κάτω «λυνόταν» στα γέλια.
Έπαιξε Αριστοφάνη και κατάφερε να παραµείνει ο γνήσιος κωµικός που ξέρουμε.
Το αντίο…
Ο Σωτήρης Μουστάκας «έφυγε» ξαφνικά από τη ζωή στις 4 Ιουνίου 2007.
Ο θάνατός του συγκλόνισε τους θαυµαστές του και τον κόσµο της Τέχνης.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, δήλωσε για την απώλεια του ηθοποιού:
«Ο Σωτήρης Μουστάκας μέσα από την µακρόχρονη πορεία του, άξιος συνεχιστής της αρχαίας σάτιρας, με το γνήσιο ταλέντο του και τον προικισµένο του χαρακτήρα, έδινε στην έννοια της ψυχαγωγίας την αρχαιοελληνική της σημασία».
Το κείμενο και οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Νότη Κύτταρη, «ΟΙ ΑΞΕΧΑΣΤΟΙ ΚΩΜΙΚΟΙ ΜΑΣ».