Την ώρα που οι νεκροί από τον νέο κορωνοϊό φτάνουν τους 30.000, παγκόσμια έρευνα φέρνει τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις και πολύ μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε νοσηλευτικό προσωπικό ανά 1.000 κατοίκους.
Η χώρα βρίσκεται μια «ανάσα» πριν σπάσει το φράγμα των 30.000 θανάτων από τον κορωνοϊό. Η είδηση αυτή περνά κάτω από τα… ραντάρ της πλειονότητας των μέσων ενημέρωσης, όπως άλλωστε συμβαίνει για μήνες με τη θλιβερή πρωτιά της χώρας μας σε θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών από την πανδημία του κορωνοϊού.
Στις επίμονες εκκλήσεις ειδικών, γιατρών, αλλά και δημοσιογράφων για τον ασυνήθιστα υψηλό αριθμό θανάτων που είχε η χώρα αναλογικά με τον πληθυσμό της, η απάντηση της κυβέρνησης αλλά και των επιστημονικών και δημοσιογραφικών συνοδοιπόρων της ήταν πως ο υψηλός αριθμός των θανάτων οφειλόταν στο χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού του πληθυσμού.
Η μονότονη και επίμονη άρνηση της πραγματικότητας είχε τραγικά αποτελέσματα. Από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα είχαμε εκτίναξη του αριθμού των θανάτων, με τη χώρα να θρηνεί σε μόλις 9 μήνες πάνω από 15.800 θανάτους. Ελλείψει μάλιστα οποιουδήποτε σχεδίου αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά και δεδομένης της άρνησης της πραγματικότητας, με εμμονικό -αν όχι εγκληματικό- τρόπο, το αποτέλεσμα ήταν το τελευταίο κύμα της πανδημίας να… σβήσει στη θάλασσα.
Το ερώτημα αν αυτή η τραγωδία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να αποτελέσει έρευνα των δικαστικών Αρχών, με μάρτυρες τους υπουργούς που διαχειρίστηκαν την πανδημία, τους ειδικούς για τις αποφάσεις που πάρθηκαν, αλλά και τους γιατρούς που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Επειδή όμως για τους πρώτους δύο, δηλαδή για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας αλλά και την επιτροπή των εμπειρογνωμόνων, η κυβέρνηση φρόντισε να μην μπορούν να κληθούν ούτε ως μάρτυρες μέσω του επαίσχυντου νόμου για το ακαταδίωκτο, το μόνο που μένει για να εξηγήσουμε τα… ελληνικά ανεξήγητα είναι οι μαρτυρίες και οι επιστημονικές έρευνες.
Μια τέτοια έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε σε γνωστό επιστημονικό περιοδικό του εξωτερικού, ήρθε να επιβεβαιώσει πως η πετυχημένη ή αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας οφείλεται στην παρουσία ικανοποιητικού αριθμού γιατρών, νοσηλευτών, αλλά και αναλογίας νοσηλευτών προς γιατρών.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει αυτή η έρευνα αφορούν την περίοδο από το 2000 ως το 2019 και αποδεικνύουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως όσο περισσότερο ήταν ενισχυμένο το Εθνικό Σύστημα Υγείας κάθε χώρας τόσο μικρότερος ήταν ο αριθμός των θανάτων που είχαν αυτά τα 2,5 χρόνια της πανδημίας του κορωνοϊού.
Στη μεγάλη επιστημονική έρευνα αποτυπώθηκε με τον πλέον εμφανή τρόπο αυτή η συσχέτιση:
Η Ελβετία, που είχε 18 νοσηλευτές για κάθε 1.000 ανθρώπους, είχε 1.582,24 θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών.
Η Νορβηγία, που είχε 17,9 νοσηλευτές για κάθε 1.000 ανθρώπους, είχε 560,4 θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών.
Η Γερμανία, που είχε 13,9 νοσηλευτές για κάθε 1.000 ανθρώπους, είχε 1.643,47 θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών.
Η Γαλλία, που είχε 11,9 νοσηλευτές για κάθε 1.000 ανθρώπους, είχε 2.185,40 θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών.
Η Δανία, που είχε 10,9 νοσηλευτές για κάθε 1.000 ανθρώπους, είχε 1.083,83 θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών.
Η Σουηδία, που κατασυκοφαντήθηκε για τη διαχείριση της πανδημίας, με 10,9 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, είχε 1.859,91 θανάτους ανά εκατομμύριο πολιτών.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα, που μπήκε στην κρίση του κορωνοϊού με αναλογία 3,4 νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους, είχε 2.854,09 θανάτους.
Τα παραπάνω στοιχεία, φυσικά, από μόνα τους δεν μπορούν να εξηγήσουν το πώς η χώρα έφτασε να έχει στο δεύτερο και το τρίτο κύμα της πανδημίας μια εκατόμβη νεκρών σε καθημερινή βάση, όμως αποτυπώνει τη σημασία που είχε για τη διαχείριση της πανδημίας ένα οργανωμένο και με προσωπικό σύστημα υγείας.
Η χώρα μας, όμως, αυτά τα τρία χρόνια υπέφερε και από την απουσία γιατρών. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας φάνηκε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο πως το υπουργείο Υγείας εδώ και χρόνια στερείται ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου για την ανάπτυξη των υπηρεσιών υγείας. Στη διάρκεια της πανδημίας, η έλλειψη εντατικολόγων από τα δημόσια νοσοκομεία και τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας είχε βαριές συνέπειες στον παράγοντα των θανάτων.
Το συγκεκριμένο στοιχείο, δηλαδή η συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των θανάτων και του αριθμού των εντατικολόγων, δεν έχει γίνει πεδίο επιστημονικής έρευνας, ωστόσο οι μαρτυρίες των γιατρών της πρώτης γραμμής επιβεβαίωναν αυτά τα δύο χρόνια πως η έλλειψη εντατικολόγων είχε ευθεία σύνδεση με τον υψηλό αριθμό ανθρώπων που πέθαναν μέσα στις ΜΕΘ.
Η υπεροχή της Παγώνη και η «βουτιά» του ΣΥΡΙΖΑ
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως, ενώ η κυβέρνηση τα έκανε θάλασσα στο κομμάτι της διαχείρισης της πανδημίας, προκαλώντας την αγανάκτηση σε υγειονομικούς και πολίτες, η παράταξη της Ν.Δ. στα νοσοκομεία της Αθήνας και του Πειραιά κατάφερε να διατηρήσει την πρωτιά στις πρόσφατες εκλογές της ΕΙΝΑΠ.
Πριν από λίγα 24ωρα η Ματίνα Παγώνη εκλέχθηκε ξανά πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, επιβεβαιώνοντας πως έχει καταφέρει να χτίσει σχέση εμπιστοσύνης με τους γιατρούς, οι οποίοι την εμπιστεύονται και τη θεωρούν ικανή να διαχειριστεί κρίσιμα θέματα και να πάρει κρίσιμες αποφάσεις.
Αντίθετα, αίσθηση προκαλεί η πτώση που κατέγραψε στην εκλογική αναμέτρηση των νοσοκομειακών γιατρών η παράταξη που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ, το Μέτωπο, παρά τα δύο χρόνια πανδημίας και την κυβερνητική φθορά. Το Μέτωπο έλαβε 9,6% και πήρε μία έδρα στις φετινές εκλογές, σημειώνοντας πτώση σε σχέση με τις εκλογές του 2019, όπου είχε 11,4% και 2 έδρες.