Μύθος από την Κίνα:
O μύθος σχετίζεται με δύο εραστές που μια φορά το χρόνο ενώνονται ξανά με τη βοήθεια της “Γέφυρας των Κισσών”. Ο Τσιέν Νιού ήταν ένας ουράνιος βοσκός που αγάπησε και παντρεύτηκε την Τζιρ Νου, κόρη του Βασιλιά του Ουρανού. Η Τζιρ Νου ήταν θεά της υφαντικής και έφτιαχνε τα ρούχα του πατέρα της δίχως ραφή.
Ο βοσκός και η γυναίκα του ήταν τόσο ευτυχισμένοι μαζί ώστε παραμελούσαν τα καθήκοντά τους στον ουρανό, γι΄ αυτό η βασίλισσα των ουρανών τρύπησε τον ουράνιο θόλο με την ασημένια καρφίτσα των μαλλιών για να σχηματίσει το ουράνιο ποτάμι – τον Γαλαξία- που θα ήταν αδιάβατο για τους δύο εραστές.
Η Τζιρ Νου είναι το σύνολο των άστρων της Λύρας. Ο Τσιέν Νιού είναι ο αστερισμός του Αετού. Μια ματιά στον ουρανό το καλοκαίρι δείχνει πως ο Γαλαξίας τους χωρίζει. Η κόρη στέκει στη δυτική όχθη και ο νέος στην ανατολική. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Ο Βασιλιάς των Ουρανών έκρινε ότι μια νύχτα το χρόνο, την έβδομη νύχτα της έβδομης σελήνης (περίπου στα μέσα του Αυγούστου), θα μπορούσαν να συναντώνται οι εραστές. Για να γίνει αυτή η συνάντηση δυνατή, όλες οι κίσσες του κόσμου μαζεύονται τη νύχτα αυτή και σχηματίζουν μια φτερωτή γέφυρα. Οι σταγόνες της βροχής που τυχαίνει να πέφτουν αυτήν τη μεγάλη μέρα είναι δάκρυα χαράς για τη συνάντησή τους, και οι σταγόνες της νύχτας τα δάκρυα για τον αποχωρισμό τους.
Σύμφωνα με το έθιμο, όταν τα παιδιά βλέπουν εκείνη τη μέρα κίσσες τις γιουχαΐζουν και τις κυνηγάνε ώστε να πετάξουν στον ουρανό. Οι εραστές έχουν μόνο μια νύχτα στη διάθεσή τους, γιατί όταν χαράζει η αυγή, οι κίσσες σκορπίζονται γυρνώντας στις φωλιές τους και οι εραστές αναγκάζονται να επιστρέψουν ο καθένας στην όχθη του και να περιμένουν τον άλλο χρόνο για την επόμενη συνάντηση.
Ένας θρύλος σχετικά με τη Λύρα είναι κι αυτός που αφηγείται το ταξίδι του μεγάλου εξερευνητή Τζαγκ-κ’ιέν, που έζησε πριν 2000 χρόνια, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν. Ο Τζαγκ-κ’ιέν έκανε εμπόριο με το Τουρκεστάν και σ’ ένα από τα ταξίδια του προσπάθησε να ανακαλύψει αν ο Κίτρινος Ποταμός είχε την πηγή του στο Ουράνιο Ποτάμι, το Γαλαξία.
Με πολύ κόπο διέσχισε το ποτάμι ανοδικά, αντίθετα με το ρεύμα, ώσπου τελικά κουράστηκε και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξεκουράστηκε, το ποτάμι κυλούσε απαλά και τον λίκνιζε ανάμεσα στις ιτιές. Τον παρέσυρε έτσι, ώσπου ανέτειλε ο ήλιος και του αποκάλυψε ένα εξαίσιο θέαμα. «Ένα λαμπρό λευκό φως, πιο ακτινοβόλο και από της Σελήνης, περιέβαλε το τοπίο πέρα από τις ιτιές. Η Γη και ο ουρανός είχαν το χρώμα του γαλάζιου σάπφειρου. Το ποτάμι ήταν ασημένιο και αντανακλούσε στη γαλήνια επιφάνειά του χιλιάδες αστέρια».
Αυτό μοιάζει με μια περιγραφή του νυχτερινού ουρανού από ένα πλανήτη κοντά στο κέντρο του γαλαξία! Αλλά δεν είναι μόνο αυτό «Ήξερε ότι βρισκόταν στον ουρανό και συνέχισε το ταξίδι του για μέρες, έως ότου έφτασε στο Δυτικό Παράδεισο, όπου το άρωμα του Δέντρου της Ζωής τον μέθυσε. Το δέντρο αυτό άπλωνε τα κλαδιά του πάνω από μια λίμνη με πετράδια. Τα φυλλώματά του μύριζαν με το άρωμα της κανέλας και άλλων μυρωδικών και στα κλαδιά του φώλιαζαν και πετούσαν πουλιά με όλα τα χρώματα της ίριδας». Ο Τζαγκ-κ’ιέν είδε και πολλά άλλα θαύματα, αλλά τελικά έφτασε σε μια λευκή πολιτεία στις όχθες ενός ποταμού όπου συνάντησε μια κόρη που ύφαινε και είδε στην απέναντι όχθη ένα νέο που οδηγούσε τα βόδια του στο ποτάμι για να πιουν νερό.
Όταν ο Τζαγκ-κ’ιέν τη ρώτησε ποια χώρα ήταν αυτή, του είπε να πάρει τη σαΐτα του αργαλειού της και όταν φτάσει στην πατρίδα του να τη δείξει στο Γκουν-π’ίγκ, τον αστρονόμο, που θα του εξηγούσε που βρισκόταν. Ο τολμηρός εξερευνητής, μετά το μακρινό ταξίδι του γυρισμού, αναζήτησε τον αστρονόμο και του έδειξε τη σαΐτα. Ο Γκουν-π’ίγκ άκουσε την ιστορία του ταξιδιού, είπε στον Τζαγκ-κ’ιέν ότι καθώς ετοιμαζόταν να παρακολουθήσει την ετήσια συνάντηση του Τσιέν Νιου και της Τζιρ Νου, παρατήρησε ένα τεράστιο ουράνιο σώμα-κομήτη, (νόβα ή σούπερ νόβα) να ξεπετάγεται ανάμεσά τους. Αυτό το παράξενο ουράνιο σώμα ήταν ακριβώς ο ήρωας, ο Τζαγκ-κ’ιέν.
“Με προσευχής ανάβλεμμα το αντίκρισα
στον ουρανό κατάκορφα το Αστέρι της Λύρας
ήλιο κόσμου απόμακρου
που τον μαντεύει ο νους κι ας μην τον ξέρει.
Μέθη ματιών! την ώρα, που άξαφνα άνθισε
μενεξεδένιο φως μες στο αστρογυάλι,
δε θέλησα να ιδώ ποια αλήθεια κρύβεται
στο θάμα, που είχε ανθόφωτο προβάλλει.
Για μένα το άστρο εκείνο το κατάκορφο
σε μια στιγμή φωτοπλασμένου ονείρου,
με την ουράνια φλόγα του φανέρωσε
την αφανέρωτη Ψυχή του Απείρου”
Γ.Δροσίνης
[nea-acropoli-athens.gr]