Η αναγνώριση της Εκκλησίας των Σκοπίων αποτέλεσε νέο επεισόδιο στον πόλεμο των δύο Πατριαρχείων, ενώ σχετίζεται και με τη ρωσοουκρανική διένεξη. Ρωσία και Σερβία ήταν έτοιμες να πραγματοποιήσουν ανάλογη κίνηση.
Ακριβώς την επόμενη ημέρα μετά την ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ότι αναγνωρίζει τη μέχρι τούδε αυτοαποκαλούμενη «Ορθόδοξη Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας» ως «Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας» και ότι την αποδέχεται εφεξής στην κοινότητα των χριστιανικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, το Πατριαρχείο Μόσχας εξέδωσε ανακοίνωση διά της οποίας εκδήλωνε επιφυλάξεις για τη συγκεκριμένη «πρωτοβουλία» του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Από τον Νίκο Σταυρουλάκι
Η συγκεκριμένη ρύθμιση ήρθε με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και, σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στο Φανάρι, «πρόλαβε» υποβόσκουσα σε εξέλιξη πρωτοβουλία του Πατριαρχείου Μόσχας. Οι συγκεκριμένες πηγές ανέφεραν ότι η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία σε συνεργασία με το Πατριαρχείο Μόσχας σκόπευαν να προχωρήσουν άμεσα σε αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη γειτονική χώρα, περιπλέκοντας ακόμα περισσότερο τις τεταμένες σχέσεις των δύο Εκκλησιών.
Δυσαρέσκεια
Δεν χρειάσθηκαν πολλές ώρες για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές. Με δήλωσή του στο ρωσικό πρακτορείο Ρία Νοβόστι (Ria.ru) ο γραμματέας του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, πρωθιερέας Ιγκόρ Γιακιμτσούκ, ανέφερε συγκεκριμένα ότι «η θέση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα λάβει πρώτα απ’ όλα υπ’ όψιν τις προσεγγίσεις της Σερβικής Εκκλησίας στο συγκεκριμένο πρόβλημα, στην οποία εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε αποκλειστικά κανονικά δικαιώματα στη Βόρεια Μακεδονία».
Με άλλα λόγια, για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να έχει τον πρώτο λόγο στα πράγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Σκόπια και δεν αναγνωρίζει τις επιλογές της Οικουμενικής Εδρας.
Εκκλησιαστική σοφία
Εν προκειμένω, επειδή οι διατυπώσεις των εκκλησιαστικών αποφάσεων έχουν βαρύνουσα σημασία, καθώς σε πολλές περιπτώσεις άπτονται ευαίσθητων διπλωματικών θεμάτων, η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου φαίνεται να έλαβε υπ’ όψιν «δύσκολες παραμέτρους», οι οποίες δεν θα ήταν δυνατόν να διατυπωθούν με ορθολογικό τρόπο (και ως προς ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα) σε μια πιθανή ανάλογη απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας.
Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο υπαρκτός «μακεδονικός» αλυτρωτισμός και η Συμφωνία των Πρεσπών είναι εμφανείς παράμετροι στην απόφαση του Φαναριού. Η απόφαση εξειδικεύει με εκκλησιαστική σοφία τρία σημεία:
- Πρώτον, θεραπεύει το σχίσμα της Εκκλησίας των Σκοπίων έναντι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ως γνωστόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία της γειτονικής χώρας αποσχίστηκε το 1967 από το Σερβικό Πατριαρχείο, κηρύσσοντας μονομερώς την αυτοκεφαλία της, υπό την ονομασία «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», στο πλαίσιο της τότε ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, προκαλώντας εκκλησιαστικό σχίσμα. Η Εκκλησία αυτή δεν αναγνωρίστηκε ποτέ και από καμιά άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία του κράτους των Σκοπίων, η Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία «βρήκε τον εαυτό της», υπηρετώντας τα αλυτρωτικά σχέδια των Σκοπιανών σε βάρος της Ελλάδας, αλλά και την τότε κυρίαρχη τάση του βουλγαρικού εθνικισμού στην ΠΓΔΜ, που υπέθαλπε τον «μακεδονισμό» στη χώρα, υπό το δόγμα «Η Μακεδονία είναι βουλγαρική». Ετσι, το 2017, η Εκκλησία των Σκοπίων είχε υποβάλει αίτημα να υπαχθεί στο Πατριαρχείο της Σόφιας. Το αίτημα προκάλεσε εύλογα την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την οργή του Πατριαρχείου της Σερβίας, με αποτέλεσμα να καταπέσει.
- Δεύτερον, καθιστά υπεύθυνη τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία για τα περαιτέρω κανονιστικά και διοικητικά ζητήματα, «στο πλαίσιο της ιεροκανονικής τάξεως και εκκλησιαστικής παραδόσεως».
- Τρίτον, αναγνωρίζει τον όρο «Εκκλησία της Αχρίδος» ως όνομα της Εκκλησίας των Σκοπίων, με καθορισμένα όρια δικαιοδοσίας «μόνον εντός των ορίων της επικρατείας του κράτους της Βορείου Μακεδονίας».
Διατυπώνει, μάλιστα, ως δεσμευτική ρήτρα τη γραπτή υπόσχεση του προκαθημένου της, Αρχιεπισκόπου Στεφάνου, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι η Εκκλησία αυτή δεν θα υπερβαίνει τα όρια του κράτους, ενώ θα αποκλείει τη χρήση του όρου «μακεδονική» και οιουδήποτε άλλου παραγώγου της λέξης «Μακεδονία».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόφαση του Φαναριού δεν υπεισέρχεται καν στον πειρασμό να αποκαλέσει την Εκκλησία των Σκοπίων «βορειομακεδονική», διαφυλάσσοντας ακόμα και εκείνα τα οποία απεμπόλησε η Αθήνα με τη Συμφωνία των Πρεσπών…
Πολυετής και αν-ορθόδοξος πόλεμος με την… Τρίτη Ρώμη
Στην ανακοίνωση της Οικουμενικής Έδρας τονίζεται ρητά ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έλαβε υπ’ όψιν «την υποβληθείσαν τη Μητρί Εκκλησία έκκλητον προσφυγήν τής εκείσε Εκκλησίας, ως και τας αλλεπαλλήλους εκκλήσεις της Πολιτείας της Βορείου Μακεδονίας».
Πράγματι, με επιστολές προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο πρόεδρος της χώρας Στέβο Πενταρόφσκι και ο τότε πρωθυπουργός Ζόραν Ζαεφ ζητούσαν την αναγνώριση της Εκκλησίας των Σκοπίων, ενώ ο Ζάεφ είχε επισκεφθεί αυτοπροσώπως τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο (13/01/2020) στο Φανάρι. Να σημειωθεί ότι, για την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας και του ονόματος της Εκκλησίας των Σκοπίων, τόσο η εκκλησιαστική όσο και η πολιτειακή-πολιτική ηγεσία της χώρας εστράφησαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όχι στο Πατριαρχείο Μόσχας.
Αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι το ρυθμιστικό ζήτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη γειτονική χώρα ουδέποτε είχε αμιγώς θρησκευτικό-εκκλησιαστικό χαρακτήρα, αλλά παράλληλα και πολιτικό-γεωπολιτικό. Γενικά, τα κανονιστικά ζητήματα των Εκκλησιών αποκτούν αυτομάτως γεωπολιτικές διαστάσεις, καθώς τα όρια δικαιοδοσίας δεν μπορεί να υπερβαίνουν τα όρια των κρατών.
Τεταμένες σχέσεις
Η πρόσφατη απόφαση ανέδειξε ένα ακόμα επεισόδιο στις πολυετείς τεταμένες σχέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ σχετίζεται και με τη ρωσοουκρανική κρίση.
Πολύ πριν να εκραγεί ο ρωσοουκρανικός πόλεμος (24/02/2022), ο ενδο-ορθόδοξος πόλεμος Κωνσταντινούπολης – Μόσχας είχε επίκεντρο την ορθόδοξη κοινότητα της ουκρανικής χώρας. Ο ανοικτός πόλεμος είχε πυροδοτηθεί με αφορμή την έκδοση του Τόμου Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Ουκρανική Εκκλησία συνεστήθη, ως αυτόνομη οντότητα, τον Δεκέμβριο του 2018, ύστερα από ενωτική κληρικολαϊκή συνέλευση (15/12/18), την οποία υποβοήθησε και η Ουάσινγκτον. Η ίδια συνέλευση εξέλεξε προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ουκρανίας και Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας τον Μητροπολίτη Επιφάνιο.
Το διάταγμα για την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη (05/01/19) και την επομένη, ανήμερα των Θεοφανίων, πραγματοποιήθηκε η επίσημη παραλαβή του Τόμου της Αυτοκεφαλίας. Έκτοτε οι δύο Εκκλησίες βρίσκονται σε ανοικτή διένεξη, με το Πατριαρχείο Μόσχας να διεκδικεί τα πρωτεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με το επιχείρημα ότι είναι η πολυπληθέστερη Ορθόδοξη Εκκλησία στον κόσμο και με τη Μόσχα να θεωρεί εαυτήν «Τρίτη Ρώμη».
Η αυθαίρετη αυτή προσέγγιση αγνοεί συμβολισμούς και παραδόσεις, υποτάσσει την Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία σε κοσμικές γεωπολιτικές αναζητήσεις, ενώ η αυτοκεφαλία υπήρξε ψηφίδα στην επέκεινα ρωσοουκρανική διένεξη.