Πέντε άνθρωποι που ήρθαν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο της ευθανασίας, μίλησαν για αυτήν την απόφαση που κλήθηκαν να πάρουν, για τις δεύτερες σκέψεις, για τις πιθανές ενοχές και για εκείνες τις δύσκολες στιγμές που αποχαιρετάς τον καλύτερό σου φίλο.
Απο το popaganda.gr
Όσοι έχουμε κατοικίδια, με δεδομένο το ότι ζουν λιγότερο από εμάς, γνωρίζουμε εξαρχής πως κάποια στιγμή, συχνά πολύ πιο σύντομα από όσο υπολογίζαμε, θα χρειαστεί να πούμε αντίο. Όλοι οι άνθρωποι άλλωστε έχουμε μεγαλώσει γνωρίζοντας πως κάποια στιγμή θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την απώλεια και λίγο-πολύ καταφέρνουμε να διαχειριστούμε αυτήν τη σκέψη. Αυτό που δεν φανταζόμαστε και δεν είμαστε ποτέ προετοιμασμένοι γι΄αυτό είναι πως ίσως, κάποια στιγμή αναγκαστούμε να πάρουμε εμείς την ευθύνη της αφαίρεσης μιας ζωής κι αυτό ως μια αλτρουιστική πράξη, ως μια ένδειξη απόλυτης αγάπης. Πέντε άνθρωποι που ήρθαν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο της ευθανασίας, μας μίλησαν για αυτήν την απόφαση που κλήθηκαν να πάρουν, για τις δεύτερες σκέψεις, για τις πιθανές ενοχές και για εκείνες τις δύσκολες, τελευταίες στιγμές που αποχαιρετάς τον καλύτερό σου φίλο.
Ο Σίμπα της Δανάης Τσόπελα
Ο Σίμπα ήταν ένα ροτβάιλερ 50 kg που ήρθε στο σπίτι μας κουτάβι. Το θέμα της ευθανασίας του δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Γενικότερα, το ότι θα χάσω κάποια στιγμή το σκύλο μου ήταν κάτι που ήξερα ότι θα συμβεί αλλά είχα απωθήσει σαν σκέψη. Μέχρι που ξαφνικά ο Σίμπα, 9 ετών πλέον, άρχισε να έχει μια δυσκολία στα πίσω πόδια. Τον πήγαμε στον κτηνίατρο κι από εκεί ξεκίνησε μια σειρά εξετάσεων κι επισκέψεων που μας αποκάλυψαν πως είχε έναν πολύ επιθετικό τύπο καρκίνου στο πάγκρεας. Το χειρουργείο ήταν επικίνδυνο με μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας κι έτσι μαζί με τον κτηνίατρο αποφασίσαμε ότι θα το παλέψουμε με αγωγή και διατροφή. Άρχισα να κρατάω ημερολόγιο. Τις τιμές του σακχάρου, πόσο έφαγε, πόσο ήπιε, αν «πήγε τουαλέτα», πώς ήταν η διάθεσή του, τα πάντα. Δεν έδειχνε να πονάει αλλά είχε αρχίσει να είναι μελαγχολικός και η συμπεριφορά του δεν ήταν πια η ίδια. Τον φίλαγα και δεν ανταπέδιδε, με το ζόρι κούναγε που και που την ουρά του. Ήταν η πρώτη φορά που είδα ότι για να τον κρατήσουμε λίγο ακόμα μαζί μας, τον αφήνουμε να ταλαιπωρείται. Και η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε. Έβλεπα πως ντρέπεται πια που είναι ανήμπορος, που έπρεπε να τον ταΐσω, που έκανε την ανάγκη του πάνω του. Κάποιοι μπορεί να μην το πιστεύουν ότι ντρεπόταν, εγώ όμως ήξερα το σκύλο μου και το έβλεπα. Οπότε μια Παρασκευή πήραμε πια την απόφαση και είπαμε στον κτηνίατρο να έρθει τη Δευτέρα.
Περάσαμε ένα απερίγραπτο Σαββατοκύριακο. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο, μόνο ο Σίμπα. Ήμουν συνέχεια αγκαλιά μαζί του κι έκλαιγα. Όσο έκλαιγα τόσο εκείνος μελαγχολούσε. Το πρωί της Δευτέρας, λίγο πριν έρθει ο κτηνίατρος, ο Σίμπα μας ζήτησε κλαψουρίζοντας να τον σηκώσουμε και πήγε μετά βίας μέχρι το μπαλκόνι. Στην επιστροφή, ήρθε στον καναπέ που καθόμασταν, ακούμπησε το πόδι του πάνω για να μας δείξει πως θέλει να τον ανεβάσουμε κι αφού τον ανεβάσαμε άρχισε να μας γλείφει και να δείχνει χαρά μετά από πολύ καιρό. Τρελαθήκαμε. Όταν ήρθε ο κτηνίατρος του είπαμε τι έγινε και του ζητήσαμε να φύγει, δεν θα προχωρούσαμε με την ευθανασία. Ο κτηνίατρος συμφώνησε και μας είπε ότι, εφόσον δεν έδειχνε να πονάει κι επικοινωνούσε ακόμα, μπορούμε να τον αφήσουμε. Νομίζω πως δεν έχω ξανανιώσει τόση ευτυχία. Πολύ σύντομα όμως η κατάσταση χειροτέρεψε δραματικά. Μέσα σε ένα 24ωρο δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί. Πηγαίναμε να τον σηκώσουμε και μας γρύλιζε. Πόναγε. Το σώμα του είχε γεμίσει πληγές. Νερό με σύριγγα, τροφή με το χέρι και πάνες. Πήραμε το γιατρό του και μας είπε πως δεν έχουμε πια άλλα όπλα για να παλέψουμε. Κλείσαμε ραντεβού για λίγες μέρες μετά. Το τελευταίο βράδυ το περάσαμε αγκαλιά, δεν μας άφηνε να φύγουμε από δίπλα του. Το πρωί ήρθε ο γιατρός του. Δυστυχώς, κανένα θαύμα δεν συνέβη αυτήν τη φορά όσο κι αν το περίμενα. Του έδωσα μια ολόκληρη σοκολάτα κι έφαγε. Του μιλάγαμε συνέχεια, τον αγκαλιάζαμε. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δίναμε φιλιά.
Η διαδικασία είναι πολύ γρήγορη. Δεν προλαβαίνεις να καταλάβεις. Πονάω πολύ αλλά τύψεις δεν νιώθω. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Μπορεί να είχε άλλον ένα μήνα ζωής αλλά τι νόημα θα είχε; Είμαι πια αυτής της άποψης ξεκάθαρα και για τα ζώα και για τους ανθρώπους. Αν δεν υπάρχει ελπίδα, ίαση, οποιοσδήποτε τρόπος να ζήσει κάποιος καλά, πρέπει να υπάρχει η επιλογή της ευθανασίας. Αν μπορούσε να κινηθεί, αν δεν έλιωνε η σάρκα του, αν δεν έβλεπα ότι ταλαιπωρείται, δεν θα το έκανα. Ήταν όλα μαζί όμως. Δεν ήξερα πια πως να τον ανακουφίσω. Ήθελα να φύγει ήρεμος, στο σπίτι του, ασφαλής, με τους ανθρώπους του και αγάπη γύρω του. Έτσι ακριβώς όπως έζησε.
Ο Ζαχαρίας του Θεοδόση Μίχου
Ο Ζαχαρίας, όταν τον γνώρισα, ήταν ένα αδέσποτο κοκόνι, ο αρχηγός της αγέλης της γειτονιάς. Μια μέρα επιστρέφοντας σπίτι, είδα κόσμο μαζεμένο και ανάμεσά τους τον Ζαχαρία τον οποίο είχε χτυπήσει διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον πήρα τρέχοντας και τον πήγα στον κτηνίατρο. Εκεί, ο κτηνίατρος με ρώτησε αν θέλω να γίνει ευθανασία λόγω της σοβαρότητος της κατάστασης. Ο τρόπος που τον κοίταξα νομίζω ότι του δήλωσε ξεκάθαρα ότι απαιτώ να κάνει ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να σωθεί το σκυλί. Χειρουργήθηκε και ανατρέποντας τα προγνωστικά, τα κατάφερε, πήρε εξιτήριο, μεταφέρθηκε στο άσυλο και μόλις θα γινόταν τελείως καλά θα επανεντασσόταν εκεί που ζούσε ως τώρα. Όλο το διάστημα που βρισκόταν στο άσυλο, τον επισκεπτόμασταν και κάποιες φορές τον παίρναμε μαζί μας για βόλτα. Μέχρι που μια μέρα, λόγω βροχής και κρύου, είπαμε να μην τον γυρίσουμε στο άσυλο και να μείνει για ένα βράδυ μαζί μας στο σπίτι. Κι εκείνο το βράδυ κράτησε 3 χρόνια. Ο Ζαχαρίας πρεπει να ήταν ήδη 10 χρονών τότε. Η υγεία του, αν εξαιρέσεις ένα μικρό κουσούρι που του άφησε στην ακοή, επανήλθε πλήρως μετά από το ατύχημα. Μεγαλώνοντας όμως, άρχισε σταδιακά να εκφυλίζεται η υγεία του και να παρουσιάζει διάφορα θέματα. Η όραση και η ακοή του εξασθενούσαν συνεχώς κι αυτό πρέπει να του δημιουργούσε ανασφάλεια και στρες. Ξυπνούσε ξαφνικά αγχωμένος και με ήθελε συνέχεια δίπλα του. Πολλές φορές κοιμόμασταν μαζί στο πάτωμα. Μετά από λίγο καιρό παρουσίασε και ακράτεια. Φαινόταν πια ότι έχει αρχίσει να ταλαιπωρείται.
Ο κτηνίατρός του μας είπε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο για να τον βοηθήσουμε, η υγεία του θα χειροτερεύει συνέχεια και ότι αν τελικά αποφασίσουμε να τον κοιμήσουμε δεν θα μας κατηγορήσει κανείς. Νομίζω ότι όταν σου πουν κάτι τέτοιο, πρέπει να το σκεφτείς καλά, να είσαι σίγουρος ότι μπορείς να ανταπεξέλθεις γιατί το θέμα είναι να τους προσφέρεις περισσότερες αλλά και καλύτερες μέρες. Εγώ αυτό πήρα απόφαση, ότι θα το πάμε μαζί, όσο πάει. Όταν παίρνεις ένα ζώο πρέπει να είσαι προετοιμασμένος ότι θα το υπηρετήσεις και θα το φροντίσεις ως το τέλος. Έξι μήνες άντεξε. Αυτούς τους έξι μήνες είχα αλλάξει άρδην τη ζωή μου για χατίρι του κι αυτό μάλλον με σώζει από κάποιες τύψεις που μπορεί να έχω για όσες φορές τον μάλωσα ή ξέσπασα σε εκείνον τα νεύρα μου. Όλα ήταν προσαρμοσμένα γύρω από το ότι είχα ένα ζώο που αργοπεθαίνει. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τι κέρδισε ζώντας αυτούς τους 6 μήνες σε αυτήν την κατάσταση, δεν ξέρω αν του άρεσε. Ίσως να ήθελε να φύγει νωρίτερα. Τις τελευταίες 2 εβδομάδες η κατάσταση δυσκόλεψε πάρα πολύ. Βασανιζόταν. Δεν μπορούσε να σταθεί, έπρεπε να τον πάρω στα χέρια για να μπει ή να βγει από το σπίτι. Εκεί, πήραμε την απόφαση. Ανάγοντάς το σε ανθρώπινο επίπεδο κι εγώ θα ήθελα πια να φύγω. Ήταν σχεδόν φυτό. Είχε μεν αντίληψη αλλά τι νόημα είχε; Για καλή μου τύχη, η κτηνίατρος μπορούσε να έρθει στο σπίτι για να κάνουμε τη διαδικασία.
Θεωρώ σημαντικό, το ζώο να φύγει σε γνώριμο περιβάλλον όπως είναι επίσης σημαντικό ο κτηνίατρος που είναι δίπλα σου να δείχνει κατανόηση και να σου δίνει χρόνο. Τις τελευταίες ώρες του ο Ζαχαρίας ήταν ήρεμος – ίσως πιο ήρεμος από ποτέ- ξαπλωμένος πάνω στη φλοκάτη του. Τον χάιδευα συνέχεια. Δεν ξέρω αν το αντιλαμβανόταν αλλά ήμουν συνέχεια εκεί. Έκλεισε τα μάτια του και δεν τα ξανάνοιξε. Τρομερά τραυματική εμπειρία. Δεν έχω ξανακλάψει ποτέ έτσι στη ζωή μου. Οδυρμός. Τον πήραμε και πήγαμε να τον θάψουμε. Και μετά πήγαμε και γίναμε χάλια.
Ο Μουζού της Ναταλίας Πρίντεζη
Ο Μουζού με διάλεξε, δεν τον διάλεξα. Ήταν ένα μεσαίου μεγέθους ημίαιμο γκριφόν που ζούσε σε ένα καταφύγιο και από εκεί τον πήρα και ζήσαμε μαζί 7 χρόνια, μέχρι που διεγνώσθη με καρκίνο στο συκώτι. Το ανακαλύψαμε από μια τυπική επίσκεψη στον κτηνίατρο γιατί μέχρι τότε δεν είχε δωσει κανένα δείγμα ότι κάτι δεν πάει καλά. Ήταν επιθετική μορφή καρκίνου και παρόλο που κάναμε επέμβαση και αφαιρέθηκε, είχε προσδόκιμο ζωής 2 μήνες. Μετά το χειρουργείο ήταν μια χαρά αλλά ο κτηνίατρος με είχε προειδοποιήσει πως σύντομα μπορεί να έρθω αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο της ευθανασίας. Γνώριζα πια ότι δεν θα μου μείνει ξαφνικά μια μέρα στα χέρια, θα χρειαστεί να πάρω εγώ την απόφαση. Έπεσα σε κατάθλιψη και χρειάστηκε να πάρω ψυχολογική βοήθεια για να το διαχειριστώ. Οι 2 μήνες έγιναν 7.
Περίεργο συναίσθημα. Χαρμολύπη. Από τη μία ναι, είχα περισσότερο χρόνο μαζί του, από την άλλη ήταν απλώς μια παράταση στον αποχαιρετισμό κι εγώ σαν άνθρωπος θέλω να τα αντιμετωπίζω άμεσα τα πράγματα. Εφτά μήνες ήμουν συνέχεια δίπλα του. Πάντα είχαμε επαφή με τα μάτια, τον καταλάβαινα. Δεν ένιωθε πόνο, μόνο την τελευταία εβδομάδα είχε ένα βάρος μάλλον και μια δυσκολία στις κινήσεις. Τον κακομάθαινα και το χάρηκα κι εκείνος δεν το εκμεταλλεύτηκε ποτέ. Ξέρω πως συντέλεσε σημαντικά και ο ίδιος στη ψυχοθεραπεία μου. Ήταν αγαπησιάρικοι μήνες. Η ύστατη και ουσιαστική ευθύνη του κηδεμόνα όμως είναι να ξέρει πότε πρέπει να πει αντίο. Γιατί γνωρίζεις εξαρχής ότι εκείνο θα “φύγει” πρώτο. Μια μέρα άρχισαν οι εμετοί κι αυτό ήταν το καμπανάκι ότι το τέλος πλησιάζει. Ο κτηνίατρος μας έδωσε κάτι χάπια τα οποία όμως δεν βοήθησαν ιδιαίτερα. Μια εβδομάδα τα έπαιρνε αλλά τις τελευταίες 3 μέρες δεν ήταν καλά. Τον έβαλα στο αυτοκίνητο και ξαναπήγαμε στην κτηνίατρο. Όταν φτάσαμε, τον κατέβασα από το αμάξι και με οδήγησε για πρώτη φορά εκείνος προς το κτηνιατρείο. Ακόμα κι όταν μπήκαμε μέσα ήταν πιο ήρεμος από ποτέ. Η κτηνίατρος, αφού τον είδε, μου ειπε πως έχει έρθει η ώρα και πως αν θέλω μπορούμε να το κάνουμε την επόμενη μέρα ή ακόμα και επιτόπου. Έμεινα. Ένιωσα πως έγινε σεισμός, πως μου τράβηξαν τα χαλί κάτω από τα πόδια.
Δεν ήμουν προετοιμασμένη. Ήθελα λίγο ακόμα. Προκειμένου να περάσει όμως κι άλλη δύσκολη νύχτα ο Μουζού, της είπα κάν΄το τώρα. Έγειρα μαζί του στο τραπέζι του γιατρού, τον αγκάλιασα και τον φίλαγα όπως όταν καθόμασταν μαζί στον καναπέ και χαζεύαμε τηλεόραση. Του έκανε πρώτα την ηρεμιστική ένεση και λίγο μετά έφυγε το Μουζούλι μου. Φεύγοντας, μπήκα στο αυτοκίνητο κι έλιωσα στο κλάμα. Δεν θα μπορούσα όμως να κάνω κάτι άλλο, αυτό έπρεπε να κάνω. Είμαι ένας άνθρωπος που είμαι υπέρ της ευθανασίας και για τους ανθρώπους. Δεν θεωρώ ηθικό να διατηρώ καποιον στη ζωή μόνο και μόνο επειδή δυσκολεύομαι να τον αποχωριστώ. Δεν το μετανιώνω επομένως. Η μόνη αμφιβολία που μου έχει μείνει είναι για το αν έζησε ευτυχισμένος δίπλα μου, αν θα μπορούσα να το είχα προλάβει, αν θα έπρεπε να περνάω περισσότερο χρόνο μαζί του, αν τα έκανα όλα σωστά. Μια ενοχή για το αν ήμουν καλή μαμά.
Η Kiveri του Νίκου Θεοδωρόπουλου
Η Kiveri ήταν ένα cane corso που βρήκαμε 1,5 περίπου έτους στο Ναύπλιο παρατημένη, αποστεωμένη με προχωρημένο καλαζάρ. Τη μαζέψαμε, την πήραμε σπίτι μας κι αποφασίσαμε ότι θα την κρατήσουμε. Ξεκινήσαμε θεραπεία, μάλιστα ταξιδέψαμε μαζί Ιταλία για να πάρουμε τα φάρμακά της και καταφέραμε τελικά να την κάνουμε καλά. Ίσως επειδή το ένιωθε ότι την είχαμε σώσει, είχαμε δεθεί πάρα πολύ σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ήταν κοντά 3,5 ετών όταν ξαφνικά αρρώστησε και κατέρρευσε μέσα σε μια εβδομάδα. Οι εξετάσεις της έδειξαν λευχαιμία και ο γιατρός της μας έδωσε περίπου ένα μήνα ζωής. Μέσα στις επομενες δύο μέρες άλλαξε η διάθεσή της. Δεν είχε πια όρεξη ούτε για φαΐ, ούτε για παιχνίδι και πολύ σύντομα δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Σχεδόν όλη μέρα κοιμόταν. Με την κατάστασή της να επιδεινώνεται ραγδαία, αναγκαστήκαμε να πάρουμε πολύ γρήγορα την απόφαση. Είχε ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ ήδη στη ζωή της και δεν ήθελα να την ταλαιπωρήσω κι άλλο. Εφόσον δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα, ήθελα να την ξεκουράσω. Αποφασίσαμε να την παμε στην Καλαμάτα για την ευθανασία ώστε να τη θάψουμε στο χωράφι μας εκεί.
Το τελευταίο βράδυ πριν φύγουμε, μαζευτήκαμε με φίλους στο σπίτι για να την αποχαιρετήσουμε. Όλοι της εδιναν από μια λιχουδιά, έτσι σαν αντίο, αλλά εκείνη παρόλο που ήταν πάντα λιχούδω, πλέον είχε άρνηση και δεν έτρωγε τίποτα. Την επόμενη μέρα τη βάλαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε με έναν φίλο για Καλαμάτα. Πήγαμε στην κτηνίατρο εκεί και αφού μελέτησε προσεκτικά τις εξετάσεις της, μίλησε με τον κτηνίατρο στην Αθήνα και σιγουρεύτηκε και η ίδια πως δεν υπάρχει ελπίδα, προχωρήσαμε στην ευθανασία. Δεύτερες σκέψεις υπήρξαν πολλές αλλά πλέον και γιατρός να μην ήσουν, έβλεπες ότι αυτό πρέπει να γίνει πριν χειροτερέψει κι άλλο. Ήμασταν μέσα μαζί της εκείνη την ώρα, εγώ της έκλεισα τα μάτια. Για εμένα ήταν λυτρωτικό που ήμουν δίπλα της και την είχα στην αγκαλιά μου μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν σταματήσαμε να κλαίμε όλη την υπόλοιπη μέρα. Την πήραμε και την πήγαμε στο χωράφι αγκαλιά με ένα μπουκάλι τσίπουρο. Σκάβαμε, κλαίγαμε και πίναμε. Ενοχές μπορεί να σου σκάσουν μετά αλλά η αλήθεια είναι πως πρέπει να βοηθάς τα ζώα να φεύγουν με αξιοπρέπεια και χωρίς ταλαιπωρία. Εγώ ήθελα να φύγει κυρία.
Αν είχε ελπίδα, αν ήταν ανάπηρη ή αν είχε κάποια ασθένεια που μπορούσαμε να παλέψουμε, θα τη βοηθούσα, θα το άντεχα. Δεν υπήρχε ελπίδα όμως και είχε πια παραιτηθεί κι εκείνη. Θέλαμε πολύ να ζήσει κι άλλο κοντά μας και η απουσία της ήταν πολύ έντονη για πολύ καιρό. Στο σπίτι έχουμε ακόμα ένα σκίτσο- πορτρέτο της και τη χαιρετάμε, της μιλάμε κάποιες φορές. Ήταν δύσκολο και πάντα θα είναι.
Η Ρόζι της Ναταλίας Γρυντάκη
Τη Ρόζι τη μάζεψα μωρό σε κακό χάλι από ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο. Είχα σκοπό να την κρατήσω μέχρι να γίνει καλά και ύστερα να την προωθήσω για υιοθεσία. Δέθηκα όμως πολύ γρήγορα μαζί της κι έτσι την κράτησα και ζήσαμε μαζί 14 χρόνια. Ξαφνικά κι ενώ ήταν μια απόλυτα υγιής γάτα μέχρι τότε, άρχισε να κάνει που και που εμετούς. Δεν συνέβαινε πολύ συχνά κι έτσι κάθε φορά υπέθετα ότι κάτι είχε φάει που την πείραξε. Ήταν ένα ζώο που ζούσε μέσα στο σπίτι κι έτσι ήμουν λίγο πιο ξέγνοιαστη αλλά και λιγότερο τυπική με τις επισκέψεις μας στον κτηνίατρο. Ταυτόχρονα πέρναγα μια πολύ δύσκολη προσωπική περίοδο τότε και ίσως δεν αξιολόγησα σωστά κάποια σημάδια. Κάποιο απόγευμα, ήρθε κι έκατσε δίπλα μου στον καναπέ, όπως συνήθιζε να κάνει. Κοιμηθήκαμε μαζί κι όταν ξύπνησα διαπίστωσα ότι δεν μπορούσε να σηκωθεί και πως είχαν παραλύσει τα πίσω της πόδια. Ήταν Κυριακή και δεν έβρισκα κτηνίατρο. Πέρασα ένα φοβερό βράδυ γεμάτο άγχος και με το που ξημέρωσε πήγαμε στο πλησιέστερο κτηνιατρείο. Εκεί της έγιναν όλες οι αιματολογικές εξετάσεις που έδειξαν βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Από εκείνη την ώρα τα πράγματα εξελίχθηκαν πάρα πολύ γρήγορα. Σταμάτησε να τρώει, δυσκολευόταν στις κινήσεις, έπινε νερό με σύριγγα. Κουραζόταν σε κάθε προσπάθεια να μετακινηθεί. Έψαξα και ρώτησα για τον καλύτερο κτηνίατρο και την πήγα την επόμενη ημέρα. Διαπίστωσε κι εκείνος τη νεφρική ανεπάρκεια. Δεν ήταν σίγουρος αν η παράλυση συνδεόταν αλλά ούτως ή άλλως το πρόβλημα των νεφρών δεν μας άφηνε περιθώρια. Μου είπε πως από εδώ και πέρα θα χειροτερεύει και θα υποφέρει. Θεραπεία δεν υπήρχε. Ένιωσα να με κατακρίνει, με όλο του το δίκιο, γιατί έπρεπε να είχα πάει νωρίτερα.
Πλέον ο κτηνίατρος είναι “κολλητάρι” και είμαι πολύ προσεκτική σε θέματα υγείας. Μου πρότεινε ευθανασία. Δεν είμαι γενικώς κι αδιακρίτως υπέρ της ευθανασίας. Αν ένα ζώο δείχνει πως θέλει να το παλέψει, το παλεύεις κι εσύ μαζί του. Αν έχει ζωή μέσα του δεν το στέλνεις στον άλλο κόσμο μόνο και μόνο για να μην ταλαιπωρηθείς εσύ. Δεν θα του στερούσα τη ζωή ούτε για λίγες ώρες αν ήθελε να ζήσει. Απ΄την άλλη, ένα ζώο που υποφέρει και παραιτείται, δεν το κρατάς στη ζωή για εγωιστικούς λόγους. Η Ρόζι βασανιζόταν.
Πέρναγαν οι μέρες της μεταξύ αγωνίας, εξάντλησης και φρίκης. Έτσι πήρα την απόφαση και την πήγα στο κτηνιατρείο. Δεν είχα προλάβει να το χωνέψω.Την είχα στην αγκαλιά μου όταν της έκανε την ηρεμιστική ένεση και μετά την πήρε μέσα και δεν με άφησε να μπω. Με βασανίζει φρικτά που δεν ήμουν μαζί της την τελευταία στιγμή. Νιώθω πως την εγκατέλειψα, την άφησα να πεθάνει σε ξένα χέρια. Δεν θα το επέτρεπα ποτέ ξανά αυτό. Στην αγκαλιά μου μέχρι το τέλος κι ακόμα καλύτερα στο σπίτι αν γίνεται. Όταν όλα τελείωσαν, την πήρα να τη θάψω. Η διαδικασία της ταφής λειτούργησε θεραπευτικά με έναν τρόπο.