Στις 7 Ιούλη του 1943 μια προκήρυξη του ΕΑΜ πληροφορούσε τον ελληνικό λαό ότι ένας θανάσιμος κίνδυνος απειλούσε την ελληνική Μακεδονία και τη Θράκη. «Η Μακεδονία ολόκληρη – έλεγε η προκήρυξη1 – παραδόθηκε στη βουλγαρική θηριωδία. Η απειλή, που το ΕΑΜ είχε υποδείξει από καιρό και είχε καλέσει τον ελληνικό λαό ν’ αγωνιστή για την αποτροπή της, αποτελεί σήμερα πραγματικότητα. Μια βουλγαρική στρατιά αναπτύσσεται ανατολικά του Αξιού. Εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες – το τρίτο του ελληνικού πληθυσμού – χωρικοί και αστοί σ’ αυτή τη γωνιά της ελληνικής γης, ποτισμένη με αίμα, απειλούνται με εξόντωση. Οι βουλγαρικές συμμορίες θα επιπέσουν τώρα κατά των ανυπεράσπιστων πληθυσμών. Οι διωγμοί, οι δηλώσεις, οι ομαδικές σφαγές, θα επεκταθούν σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Η εθνική τραγωδία αποκορυφώνεται. Τρέμοντας την ανάπτυξη του ανταρτικού κινήματος, το χιτλεροφασιστικό κτήνος, μη διαθέτοντας δυνάμεις αρκετές για να το αντιμετωπίσει, εξαπολύει στην Ελλάδα τις βουλγαρικές ορδές, παραδίδει τώρα ολόκληρη τη Μακεδονία στα εξοντωτικά σχέδια ενός κτηνώδους ιμπεριαλισμού. Και η προδοτική ψευτοκυβέρνηση – όπως το έχουμε προβλέψει – αδιαμαρτύρητα τον αποδέχεται τον διαμελισμό των εθνικών εδαφών, αναγνωρίζει και νομιμοποιεί την επέκτασή του και πιστό όργανο των επιδρομέων, ενισχύει τα σχέδιά τους».
Στην προκήρυξη υπογραμμιζόταν ως αναγκαιότητα η παλλαϊκή ενότητα και η ένταση του εθνικοαπελευθερωτικού μαζικού και αντάρτικου αγώνα για την αποτροπή του κινδύνου που αντιμετώπιζε η ελληνική Μακεδονία και ο λαός που κατοικούσε σ’ αυτήν. «Το ΕΑΜ – κατέληγε η προκήρυξη – ο ζωντανός, παλλαϊκός εθνικοαπελευθερωτικός οργανισμός, καλεί όλον το λαό στον αγώνα κι απλώνει το χέρι σε όλα τα κόμματα, τις λαϊκές και τις απελευθερωτικές οργανώσεις για μια συντονισμένη δράση.
Χωρίς αμφιβολία, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ σοβαρά. Τι πραγματικά, όμως, είχε συμβεί;
Μετά την ολοκλήρωση της ήττας της Ελλάδας, την άνοιξη του 1941, οι δυνάμεις του άξονα χώρισαν τη χώρα σε τρεις ζώνες κατοχής: Τη γερμανική, την ιταλική και τη βουλγαρική.
Η γερμανική ζώνη περιλάμβανε την Κρήτη (εκτός από την περιοχή Σητείας), την Αττική και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τις Βόρειες Σποράδες, τα νησιά του Αρχιπελάγους, τα 2/3 του Νομού Εβρου, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία (Νομοί Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλης, Φλωρίνης, Χαλκιδικής, εκτός του Αγίου Ορους, 1/2 του Νομού Καστοριάς, 2/3 του Νομού Κοζάνης, μια λωρίδα του Νομού Πιερίας, 1/5 του Νομού Σερρών).
Η ιταλική ζώνη περιλάμβανε τα νησιά του Ιονίου, την Πελοπόννησο, την Ηπειρο, τη Θεσσαλία (πλην των Β. Σποράδων), τη Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (εκτός της Αττικής), τμήμα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας (Νομός Πιερίων εκτός από μία λωρίδα βορείως του Αλιάκμονα, 1/2 του Νομού Καστοριάς, 1/3 του Νομού Κοζάνης), τμήμα της Κρήτης (περιοχή Σητείας).
Η βουλγαρική ζώνη περιλάμβανε τη Θράκη (Νομούς Ροδόπης, Ξάνθης και 1/3 του Νομού Εβρου) και την Ανατολική Μακεδονία (Νομοί Καβάλας, Δράμας και 4/5 του Νομού Σερρών)2.
Με την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος, ένοπλου και μαζικού – λαϊκού, αλλά και με τη συσσώρευση προβλημάτων στο στρατόπεδο του άξονα λόγω της γενικότερης εξέλιξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, φάνηκε καθαρά ότι το στάτους κβο των προαναφερόμενων ζωνών κατοχής οδηγούνταν στην ανατροπή. Από ένα σημείο και μετά, οι Γερμανοί πείστηκαν πως τα ιταλικά στρατιωτικά τμήματα δεν αποτελούσαν πια την ικανή στρατιωτική δύναμη να επιβάλει την τάξη στις περιοχές που κρατούσε και να φυλάει από ανταρτικές επιδρομές τις συγκοινωνίες, τους κόμβους βασικής σημασίας και τις εγκαταστάσεις. Ετσι υποχρεώθηκαν να ενισχύσουν τις δικές τους δυνάμεις, που κάποια στιγμή έφτασαν στον αριθμό των 140.000 ανδρών, χωρίς να υπολογίζεται ο αριθμός των δυνάμεών τους στην Κρήτη και στα άλλα νησιά3. Οι ανάγκες τους, όμως, στο ανατολικό μέτωπο δεν τους επέτρεπαν τέτοια σπατάλη δυνάμεων. Επρεπε, επομένως, να αναζητήσουν άλλες λύσεις για τη διατήρηση του ελέγχου πάνω στην ελληνική επικράτεια.
Ενα από τα σχέδια που εξέτασε η γερμανική πλευρά προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης δυνάμεων ήταν η δημιουργία «Ανεξάρτητου Μακεδονικού Κράτους, με τη συνένωση της Ελληνικής, Γιουγκοσλαβικής και Βουλγαρικής Μακεδονίας» και με επικεφαλής τον Βάντσε Μιχαήλοφ, ένα δοσίλογο που στα χρόνια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου τον χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί για να προσεταιριστούν αντιδραστικά σλαβομακεδονικά στοιχεία σε βάρος του ΔΣΕ. Γρήγορα, όμως, φάνηκε ότι το σχέδιο αυτό δεν έβρισκε ανταπόκριση στις λαϊκές μάζες, δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυνε, με αποτέλεσμα οι χιτλερικοί να το εγκαταλείψουν και ν’ αναθέσουν στο βουλγαρικό στρατό την κατοχή ολόκληρης της ελληνικής Μακεδονίας.
Οι πρώτες ειδήσεις για την απόφαση επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής σε ολόκληρη την ελληνική Μακεδονία και Θράκη κυκλοφόρησαν ευρέως στην ελληνική επικράτεια στις αρχές Ιούλη του 1943, ξεσηκώνοντας κύματα λαϊκής αγανάκτησης. Το γεγονός αυτό, της λαϊκής αγανάκτησης δηλαδή, υποχρέωσε τη χιτλερική κυβέρνηση να ανακοινώσει, μέσω του πληρεξούσιου του Ράιχ στην Ελλάδα G. Altenburg, στον κατοχικό πρωθυπουργό Ι. Ράλλη, αναφορικά με την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής ότι:
«Τα μέτρα αυτά ουδαμώς ελήφθησαν διά πολιτικούς λόγους, αλλά ως καθαρώς στρατιωτικαί απόψεις λελογισμένης χρησιμοποιήσεως των γερμανικών δυνάμεων, ώστε ο διακανονισμός ούτος δεν αποσκοπεί εις το να θίξη την ελληνικήν κυριαρχίαν εις τη Μεσόγειον»4.
Τις γερμανικές εξηγήσεις τις δέχτηκε με μεγάλη ανακούφιση η δοσίλογη ελληνική οικονομική ολιγαρχία και, φυσικά, οι πολιτικοί της εκπρόσωποι.
Σ’ ένα εμπιστευτικό σημείωμά του προς τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, με ημερομηνία 16/7/1943, ο κουίσλιγκ Ι. Ράλλης ανέφερε ότι στις 4 Ιούλη 1943 επισκέφτηκε τον Γερμανό πληρεξούσιο G. Altenburg, στον οποίο και ανακοίνωσε ότι σκόπευε, αυτός και η κυβέρνησή του, να παραιτηθούν ύστερα από την απόφαση για επέκταση της βουλγαρικής κατοχής. Ο G. Altenburg – σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ράλλη – τον παρακάλεσε να μην παραιτηθεί και τον διαβεβαίωσε «ότι η είσοδος αύτη των βουλγαρικών στρατευμάτων ουδεμίαν πολιτικήν συνέπειαν δύναται να έχη, ως υπαγορευθείσα εκ καθαρώς στρατιωτικών λόγων, και κατ’ ουδέναν τρόπον πρόκειται να θίξη τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος επί των εν λόγω εδαφών». Παρόμοιες διαβεβαιώσεις – όπως αναφέρει στο σημείωμά του – ο Ι. Ράλλης πήρε και από τον Ιταλό πληρεξούσιο Chigi5.
Τελικά, ούτε ο Ράλλης παραιτήθηκε, αλλά ούτε και ο Δαμασκηνός τον πίεσε να το πράξει. Και οι δυο τους, πιστοί εκπρόσωποι της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας, αλλά και άνθρωποι που έχαιραν της βρετανικής εμπιστοσύνης στην κατεχόμενη Ελλάδα, ασφαλώς δεν πήραν την άδεια για τέτοιες συμπεριφορές από αυτούς που τους κατηύθυναν. Ετσι, περιορίστηκαν σε κάποιες χλιαρές φραστικές διαμαρτυρίες προς τις αρχές κατοχής, ενώ μέσω διαφόρων οργανώσεων που ήλεγχαν έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να εμποδίσουν την έμπρακτη λαϊκή αντίδραση.
Στις Αθήνα, οι οργανώσεις αυτές, σε συνεργασία με τις αρχές Ασφαλείας, στις 13 Ιούλη, οργάνωσαν τρομοκρατική επίθεση εναντίον των φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο, στην Ανωτάτη Εμπορική και αλλού, με σκοπό να εμποδίσουν τις εκδηλώσεις εναντίον της επέκτασης της Βουλγαρικής Κατοχής. Στη Μακεδονία, οι οργανώσεις αντίστοιχου χαρακτήρα αντιπαρέθεταν στα πατριωτικά – αγωνιστικά συνθήματα του ΕΑΜ το σύνθημα της παθητική αντίστασης, καλώντας το λαό να κλειστεί στα σπίτια του6.
Εντελώς αντίθετη ήταν η στάση του ΕΑΜικού κινήματος. Πέρα από την προκήρυξη του ΕΑΜ που αναφέραμε στην αρχή, η ΚΕ του, με απόφασή της στις 8/7/1943, «εκφράζοντας την αγανάκτησή της και το μίσος του ελληνικού λαού εναντίον των κατακτητών και της προδοτικής κυβέρνησης του Ράλλη, που νομιμοποιεί το διαμελισμό της Ελλάδας και την εξαφάνιση του ελληνισμού από τη Μακεδονία και τη Θράκη», κάλεσε «το λαό σε συναγερμό για τη σωτηρία του μακεδονοθρακικού λαού από τα νύχια των αιμοβόρων εισβολέων». Ταυτόχρονα, η ΚΕ του ΕΑΜ δήλωσε πως απλώνει αδελφικά το χέρι σε όλα τα κόμματα, οργανώσεις, φορείς και κοινωνικές ομάδες για να ενωθούν «σ’ ένα πανεθνικό παλλαϊκό μέτωπο για τη σωτηρία της Μακεδονίας, για το ξεσκλάβωμα της χώρας, για μια Ελλάδα ελεύθερη, ακέραια, ανεξάρτητη και λαοκρατούμενη»7.
Δύο ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης αυτής της ΚΕ του ΕΑΜ, ο «Ριζοσπάστης», στο κύριο άρθρο του υπό τον τίτλο «Να σώσουμε τη Μακεδονία» και υπέρτιτλο «Γερμανοί και εθνοπροδότες παράδωσαν τη Μακεδονία στις ορδές του Βόρι – Κάτω τα χέρια από την Ελληνική Μακεδονία», τόνιζε: «Ολοι στον αγώνα με ένα σύνθημα: ”Κάτω τα χέρια από την Ελληνική Μακεδονία”. Να απομονωθούν και να εκμηδενιστούν οι εθνοπροδότες. Να συντριβούν οι Γερμανο – Ιταλο – Βούλγαροι κατακτητές. Να σώσουμε την Ελληνική Μακεδονία και τους πληθυσμούς της»8.
Την ίδια ημέρα που κυκλοφόρησε το εν λόγω φύλλο του «Ριζοσπάστη», το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με απόφασή του «πάνω στην καινούρια βουλγαρική επιδρομή», καλούσε «ολόκληρο τον ελληνικό λαό, όλες τις οργανώσεις και κόμματα να συνενώσουν τις δυνάμεις τους σε πανεθνικό απελευθερωτικό πόλεμο για τη σωτηρία της ελληνικής Μακεδονίας, της Δυτικής Θράκης, για τη λευτεριά της σκλαβωμένης Ελλάδας»9.
Ο ελληνικός λαός ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ και απάντησε με μαζικές κινητοποιήσεις στη ναζιστική απόφαση για επέκταση της βουλγαρικής κατοχής σε ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Τις κινητοποιήσεις άρχισε η Θεσσαλονίκη στις 10 του Ιούλη, όπου σε πολλές συνοικίες έγιναν λαϊκές συγκεντρώσεις και στελέχη του ΕΑΜ εξήγησαν τη σημασία της προαναφερόμενης απόφασης. Στη συνέχεια, οι συγκεντρωμένοι με μαζικές διαδηλώσεις ξεχύθηκαν στο κέντρο της πόλης. Την ίδια ημέρα έγινε παλλαϊκή απεργία και συγκέντρωση μπροστά στο Δημαρχείο στο Κιλκίς.
Στις 11 του Ιούλη, οι εκδηλώσεις επεκτάθηκαν στο Λαγκαδά και τις επόμενες ημέρες σε Εδεσσα, Νάουσα, Βέροια, Αρδέα, Γιαννιτσά, Φλώρινα, Πτολεμαΐδα, Κοζάνη, Λάρισα, Βόλο, Καρδίτσα και σε άλλα μέρη10. Ολες αυτές οι συγκεντρώσεις συνέκλιναν στην κορύφωσή τους, στη μεγάλη δηλαδή συγκέντρωση, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιούλη.
Γι’ αυτήν τη συγκέντρωση «από τις 11 του Ιούλη η πρωτεύουσα βρισκόταν σε συναγερμό», γράφει ο Θ. Χατζής11. «Η προετοιμασία της διαδήλωσης – σημειώνει η Καίτη Ζεύγου12 – άρχισε 8-10 μέρες νωρίτερα. Κινητοποιήθηκε όλος ο παράνομος εκδοτικός μηχανισμός των ΕΑΜικών οργανώσεων. Τη μεγάλη είδηση την αναγγέλνει κάθε μέρα η πολυδιάβαστη εφημερίδα: Ο τοίχος. Και τα βράδια, το ΕΑΜικό ραδιόφωνο, ο τηλεβόας. Αμέτρητες χιλιάδες οι προκηρύξεις. Σε 3 εκατ. υπολογίζονταν τα τρικ που έπεσαν στην Αθήνα και στον Πειραιά». Ο Β. Μπαρτζιώτας μάς πληροφορεί πως «η Κομματική Οργάνωση της Αθήνας και η ΚΟ Πειραιά, μαζί με τις ΕΑΜικές οργανώσεις της Αθήνας και την ΕΠΟΝ, έκαναν πραγματικά τεράστια δουλιά για την επιτυχία της μαχητικής αυτής διαδήλωσης»13. Ο Σπ. Κωτσάκης λέει ότι η κινητοποίηση οργανώθηκε κατά οικοδομικό τετράγωνο, με αποτέλεσμα στην Αθήνα να γίνει «πραγματικότητα το ”σπίτι με σπίτι – καλύβι με καλύβι κι ένα οχυρό της αντίστασης”, του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα»14.
Πέμπτη 22 Ιούλη 1943. Από τις 5.30 π.μ. ηχούν οι καμπάνες των εκκλησιών, σημαίνοντας το μεγάλο συναγερμό και τα χωνιά καλούν το λαό στους τόπους συγκέντρωσης. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από το προπαγανδιστικό υλικό της συγκέντρωσης. Τούτη τη μέρα, είναι ημέρα γενικής απεργίας. Τα καταστήματα είναι κλειστά, οι χώροι δουλιάς άδειοι. Εχουν νεκρώσει τα πάντα.
Κατά τις 8.30 π.μ., ο κόσμος ξεχύνεται από τις συνοικίες προς το κέντρο της πόλης και λίγες ώρες αργότερα μια τεράστια λαοθάλασσα θα το έχει πλημμυρίσει. Υπολογίστηκε τότε ότι πάνω από 300.000 λαού συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ομονοίας, στο χώρο έξω από το Πολιτικό Γραφείο του Ράλλη και τη βουλγαρική Πρεσβεία. Ηταν τέτοια η λαϊκή κινητοποίηση, που ο εχθρός πανικοβλήθηκε και κατέβασε τα τανκς για να την αντιμετωπίσει. Στις μάχες που ακολούθησαν μεταξύ του πάνοπλου εχθρού και του άοπλου λαού, σκοτώθηκαν 30 διαδηλωτές. Ανάμεσά τους, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, η Κούλα Λίλη, ο Κ. Λουκάκης, η Ολγα Μπακόλα, η Αντωνιάδη, ο Μ. Κολοζύμης, ο Θωμάς Χατζηθωμάς, ο Β. Στεφανιώτης, ο Θ. Τεριάκης κ.ά. Τραυματίστηκαν 200 διαδηλωτές και γύρω στους 500 συνελήφθησαν15. Ο φόρος αίματος ήταν πραγματικά μεγάλος16. Ομως, ο λαός βγήκε νικητής. Η επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής ματαιώθηκε.
1 «Ιστορία της Αντίστασης 1940-’45», εκδόσεις «ΑΥΛΟΣ», τόμος 2ος, σελ. 820
2 Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδος», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος 1ος, σελ. 106-108
3 Θανάση Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος β`, σελ. 265
4 Εφημερίδα «Ελευθερία», 17/10/1960, «Από τα μυστικά Αρχεία του Τρίτου Ράιχ»
5 Ολόκληρο το σημείωμα του Ι. Ράλλη στο: Ηλία Βενέζη: «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός – Οι χρόνοι της δουλείας», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», σελ. 56-59
6 «Στ’ Αρματα! – Στ’ Αρματα – χρονικό της Εθνικής Αντίστασης» ΠΛΕ 1967, σελ. 182
7 «Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α`, σελ. 37-38
8 «Ριζοσπάστης» 10/7/1943, στην έκδοση «Ριζοσπάστης: Περίοδος 1941-1945, Κατοχή – Δεκεμβριανά», εκδόσεις «Ριζοσπάστης» – «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 89
9 «Το ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Ε`, σελ. 159, και «Ριζοσπάστης» 18/7/1943 (βλέπε την έκδοση «Ριζοσπάστης: Περίοδος 1941- 1945, Κατοχή – Δεκεμβριανά», εκδόσεις «Ριζοσπάστης» – Σύγχρονη Εποχή», σελ. 91)
10 Σπ. Γ. Γασπαρινάτου: «Η Κατοχή», εκδόσεις «Ι. Σιδέρη», τόμος Α`, σελ. 458
11 Θ. Χατζή, το ίδιο, σελ. 268
12 Β. Μπαρτζιώτα: «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 132
13 Καίτης Ζεύγου: «Με το Γιάννη Ζεύγο στο επαναστατικό κίνημα», εκδόσεις «Ωκεανίδα», σελ. 260
14 Σπ. Κωτσάκη: «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 141
15 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 419-420
16 Για τη διαδήλωση, βλέπε το πρώτο ζωντανό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» στο φύλλο της 23/7/1943 («Ριζοσπάστης: Περίοδος 1941 – 1945, Κατοχή – Δεκεμβριανά», εκδόσεις «Ριζοσπάστης» – «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 95).