«Αδελφοί! Κρατήστε ζωντανό τον θησαυρό της Ορθοδοξίας. Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Να θεωρείτε τους εαυτούς σας μακάριους που είστε Ορθόδοξοι. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία δεν υπάρχει στον κόσμο».
Φώτης Κόντογλου
Δεν ξυπνάει ο Έλληνας, δεν λυτρώνεται από τον λήθαργο, αν δεν του θυμίσεις και του δείξεις ποιες είναι οι ρίζες του, από πού κρατάει η φύτρα του και αν δεν του δώσεις να γευτεί από τους αθάνατους καρπούς του μοναδικού στον κόσμο γενεαλογικού του δέντρου. Ρίζα αυτού του δέντρου είναι η ζωντανη μας πίστη, η Εκκλησία, την οποία οι ποικιλώνυμοι πολιτικάντηδες, πάσης μορφής και χρώματος, την βλέπουν σαν εμπόδιο στον αμοραλισμό τους, στην ηδονοθηρία και στον “προοδευτισμό” τους, επηρεάζοντας συστηματικώς προς τούτο και την παιδεία, τους άπλαστους νέους. (“Αν δώσεις μια οδοντογλυφίδα σε έναν Νεοέλληνα, να καθαρίσει τα δόντια του, τότε θα ανακαλύψει ψίχουλα από τα πρόσφορα που έφαγε και μεγάλωσε κάποτε η οικογένειά του”, έλεγε παλιός θυμόσοφος επίσκοπος).
Να πω κάτι εκ πείρας. Διδάσκοντας τους μαθητές μου, την περίοδο προ των διακοπών, κείμενα που αναφέρονται στο Πάσχα, παρατήρησα την ευεργετική τους επίδραση στα παιδιά. Τα τραγούδια του Θεού και τα λογοτεχνικά καλούδια της καθ΄ανατολής συγκινούν, αρέσουν, γαληνεύουν.
“Απ’ ‘ο,τι κάλλη έχει ο άνθρωπος
τα λόγια έχουν την χάρη
να κάμουσι κάθε καρδιά
παρηγοριά να πάρει”, διαβάζουμε στον Ερωτόκριτο. Ποια λόγια όμως και ποια γράμματα παρηγορούν; Και πάλι προσφυγή στην εξαίσιο ποιητικό λόγο, που ξεδιαλύνει τις σκέψεις και ευφραίνει με την σαφήνειά του.
” Πρωί πρωί χαράματα
έκοψα από τον ήλιο γράμματα
στην γλώσσα που διαβάζουνε
οι αγράμματοι κι αγιάζουνε”, ο Ελύτης.
Τα, χαροποιού πένθους, εγκώμια του Επιταφίου, Σολωμός και Παλαμάς με τα μύρα της πένας τους, “Σήμερα Γιώργη μ’ Πασχαλιά, Γιωργάκη …”, η άφθαστη δημοτική ποίηση, ο Παπαδιαμάντης με τους αρχαίους του Ρωμιούς της Σκιάθου, που μοσχοβολούν σαν το τα πασχαλιάτικα Τίμιο Ξύλο, των παλιών αναγνωστικών, γεμάτο το πατρογονικό κελάρι καλούδια, τα οποία δεν αρωματίζουν σήμερα τις σχολικές αίθουσες, δεν φτάνουν στις πεινασμένες για καθάρια, καλοσυνάτη τροφή ψυχές των παιδιών. Παιδιά που δεν σκέφτονται με λέξεις, αλλά μόνο με εικόνες, κινούμενα σχέδια και διαδικτυακές λασπωμένες εντυπώσεις. Και όταν δεν έχεις λέξεις, μοιραία, καταφεύγεις σε επιλογές και πράξεις βίας, που θα μπορούσαν να αποφευχθούν μόνο με τον λόγο. “Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου”, θα πει ο Εμπειρίκος. Και τι περνά από χέρι σε χέρι; Μα η ανθρωπιά…
Σε τούτη όμως την χώρα, έχουμε μάθει και οι δάσκαλοι να υπηρετούμε το υπουργείο Παιδείας και όχι την εθνική παιδεία, μια κρατική εκπαίδευση ύπουλα αντορθόδοξη, ακαρποφόρητη. Να υπενθυμίσω τι γράφουν στο Ανθολόγιο της Γ’ και Δ’; (Σελ. 79). Σε κείμενο με τίτλο «Τότε που πήγαμε βόλτα τον Επιτάφιο». Και στον επίλογο του προαναφερθέντος κειμένου: «… Όταν φτάσαμε στην Εκκλησία οι ψάλτες σήκωσαν τον Επιτάφιο ψηλά πάνω από την πόρτα κι όλοι εμείς περάσαμε από κάτω. Να, όπως το περνά περνά η μέλισσα». ».
δάσκαλος-Κιλκίς