Ξεκινάμε µε δύο βασικές παραδοχές.
Η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική βορειο- ή κεντρο-ευρωπαϊκή χώρα. Δεν το λέμε ούτε για κακό ούτε για καλό. Απλά δεν είναι. Το γιατί δεν έχει μεγάλη σημασία και, εν πάση περιπτώσει, είναι ζήτημα που πρέπει να λύσουν οι ιστορικοί, διότι δεν προέκυψε χθες…
Οι εταίροι και σύμμαχοι δεν το καταλαβαίνουν και αυτό είναι πρόβλημα, διότι (α) δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν τις αντιδράσεις μας και (β) έχουν ανεδαφικές προσδοκίες. Το πώς αντιδρούμε, το με τι θυμώνουμε, το πώς βλέπουμε τη Δύση ή τη Ρωσία τούς παραξενεύουν. Μπερδεύονται για το αν είμαστε μια «ανατολική χώρα που ανήκει στη Δύση», όπως σχολίασε πρόσφατα ένας Κινέζος φίλος, η «μια δυτική χώρα κοντά στην Ανατολή».
Η δεύτερη παραδοχή έχει να κάνει με το τι είναι σημαντικό για εμάς. Οι χώρες που έχουν ανοικτά και ζωτικά προβλήματα στη γειτονιά τους αντιμετωπίζουν τις συμμαχίες τους μέσα από την ανάγκη της επιβίωσης. Να το πούμε διαφορετικά, αλλιώς βλέπει το Ισραήλ τις συμμαχίες του και αλλιώς η Ολλανδία. Για το Ισραήλ θεμιτό είναι ό,τι ενισχύει τα συμφέροντά του και το προστατεύει απέναντι στις απειλές που έχει απέναντί του. Το βλέπουμε ακόμη και τώρα, στο πώς αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ και την κρίση στην Ουκρανία.
Η Ελλάδα «εξαργύρωσε» την ιδιαιτερότητα και τη διαφορετικότητά της στο παρελθόν. Βγήκε, για παράδειγμα, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα σε έναν ασύλληπτο διχασμό, με ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας έτοιμο να διαλέξει την άλλη πλευρά του «φράχτη». Αυτό δεν συνέβη λόγω της γεωπολιτικής μας θέσης, επειδή η Μόσχα δεν μας ήθελε στο δικό της στρατόπεδο και η Δύση ήθελε την Ελλάδα κομμάτι της. Ολο αυτό «εξαργυρώθηκε» με μια μεγάλη δόση εξάρτησης, αλλά και ένα οικονομικό πρόγραμμα-μαμούθ που βοήθησε την ανάπτυξη της χώρας. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε βαρύ κόστος για ένα κομμάτι της κοινωνίας, έφερε όμως και ανταλλάγματα.
Τώρα μπαίνουμε σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Πολύ διαφορετικό, ασφαλώς. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Κανείς, μα απολύτως κανείς δεν πρέπει και δεν μπορεί να δεχθεί την εξάρτηση εκείνης της περιόδου. Από κανέναν και με κανένα αντάλλαγμα. Ούτε η έννοια μιας απόλυτα μονοδιάστατης εξωτερικής πολιτικής μπορεί και πρέπει να είναι αποδεκτή. Δεν ήταν άλλωστε ποτέ, ούτε στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου.
Η Ελλάδα θα διαπραγματευθεί τη θέση της και κάποια ανταλλάγματα στο νέο περιβάλλον που ξημερώνει. Πρέπει να είναι στο τραπέζι που θα στηθεί την επόμενη ημέρα, διεκδικώντας ανταλλάγματα σε όλους τους τομείς.
Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να φτάνει στα άκρα για να αποδείξει τη νομιμοφροσύνη της, ούτε να δικαιολογείται γιατί είναι… διαφορετική. Έχει, άλλωστε, ευθύνη ένα μέρος της δυτικής ηγεσίας για ένα ποσοστό του σημερινού αντιδυτικισμού. Η δαιμονοποίηση του «τεμπέλη ‘Ελληνα» στη διάρκεια της κρίσης κόστισε και κοστίζει.
Είπαμε όμως, η Ελλάδα και οι δυτικές ηγεσίες χάνονται συχνά στη μετάφραση. Ένας Ευρωπαίος πολιτικός ανησύχησε πρόσφατα όταν κάποιος του είπε για τις παράδοξες ελληνικές αντιδράσεις στην κρίση της Ουκρανίας και την πιθανότητα να ξαναπεράσει κάποια στιγμή η χώρα περίοδο πολιτικής αστάθειας. «Μα νόμιζα τους λύσαμε το πρόβλημα του χρέους και έχουν μπει πια σε ένα δρόμο», σχολίασε. Αναρωτιέμαι ποιος του είπε ότι είμαστε μια βαρετή ή προβλέψιμη χώρα.