Του Πάνου Κορφιάτη*
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Εργάνης, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων (72%) εργάζεται με πλήρες ωράριο (35 ώρες και άνω την εβδομάδα) και σε σχέση με το 2020, προκύπτει αύξηση κατά 8,92 ποσοστιαίες μονάδες (127.294 άτομα). Την ίδια στιγμή η αμοιβή του 47% των εργαζόμενων δεν ξεπερνά τα 800 ευρώ μικτά με τις αμοιβές να σημειώνουν συνεχώς περαιτέρω πτώση.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το 2021 395.115 εργαζόμενοι (20%) αμείβονται με μισθό έως 500 ευρώ, μικτές αποδοχές. Συνολικά 1.017.728 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή σχεδόν οι μισοί, λαμβάνουν μισθό που δεν ξεπερνάει τα 800 ευρώ μικτά. Άρα, ένας στους πέντε αμείβεται με αποδοχές κάτω των 500 ευρώ τον μήνα και κάτι λιγότερο από ένας στους δύο δεν παίρνει πάνω από 800 ευρώ τον μήνα.
Ο κατώτατος μισθός στην ΕΕ
Από την 1η Ιανουαρίου 2021, 21 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν θεσπίσει εθνικούς κατώτατους μισθούς, που διαμορφώνονται σε κάτω από 700 ευρώ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και σε πάνω από 1.500 ευρώ στα βορειοδυτικά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα αποτέλεσε τη μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν αύξησε για δύο συνεχόμενα έτη το 2020 και το 2021 τον κατώτατο μισθό. Παρά την πανδημία ο μέσος όρος αύξησης πανευρωπαϊκά για τα δύο αυτά έτη ανήλθε σε 8,4% και 3% αντίστοιχα.
Η εξέλιξη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, από την 1η Ιανουαρίου τέθηκε σε ισχύ η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, από τα 650 στα 663 ευρώ. Από το 2009 έως την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού προηγήθηκαν δυο σημαντικές μεταβολές. Αρχικά η μείωση το 2012 του κατώτατου μισθού κατά 22% (από τα 751 στα 586 ευρώ) και η θέσπιση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, κάτι που οδήγησε σε μια συνολική μείωση του 32% για αυτή την ηλικιακή κατηγορία (από τα 751 στα 510 ευρώ). Τον Ιούλιο 2019 πραγματοποιήθηκε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% (από τα 586 στα 650 ευρώ) και κατάργηση του υποκατώτατου, αυξάνοντας τις αποδοχές των νέων κάτω των 25 ετών κατά 24%.
Αποτιμώντας τη σχέση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα παρατηρείται μια ξεκάθαρη πορεία απόκλισης από την αρχή της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα -με σημαντική αλλά μοναδική εξαίρεση την αύξηση του 2019. Το 2009 ο κατώτατος μισθός ανερχόταν στο 122,14% του ευρωπαϊκού μέσου όρου για να διαμορφωθεί στις αρχές του 2022 στο 77,07% με την Ελλάδα στον αντίποδα της ευρωπαϊκής τάσης.
Μισθός και αγοραστική δύναμη
Η άνοδος του πληθωρισμού που έφτασε το 7,2% τον Φεβρουάριο 2022 -ρεκόρ 25ετίας- δημιουργεί συνθήκες περαιτέρω αυξημένης πίεσης στα εισοδήματα των εργαζόμενων. Το γεγονός ότι οι αυξήσεις αφορούν σε προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτουν βασικές κοινωνικές ανάγκες, σημαίνει ότι πλήττονται δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα[1]. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον Φεβρουάριο του 2022 ανήλθε σε 7,2% σε σύγκριση με τον προηγούμενο Φεβρουάριο 2021 και εντοπίζει αυξήσεις 25,4% στη Στέγαση, που οφείλονται στην άνοδο των τιμών σε ενοίκια, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης, καθώς και 12,2% στις Μεταφορές, εξαιτίας της αύξησης στα καύσιμα και λιπαντικά και 7,1% στη Διατροφή και σε μη αλκοολούχα ποτά.
Συνέπεια των παραπάνω είναι τον Δεκέμβριο του 2021 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του μέσου ατομικού εισοδήματος να ανέρχεται στο 7% σε ετήσια βάση.
Τα άνισα αποτελέσματα της ακρίβειας αποτυπώνονται ξεκάθαρα στο πως η απώλεια αγοραστικής δύναμης αυξάνεται όσο μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα, με την απώλεια, μάλιστα, αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού να φτάνει στο 10,4% και του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης στο 13,7%.
Έλλειψη μακροχρόνιου σχεδιασμού και στοχοθεσίας στην Ελλάδα
Ο συνδυασμός της χρόνιας υστέρησης των εισοδημάτων των εργαζόμενων και των επιπτώσεων της ακρίβειας υπερκάλυψαν την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού, κάτι που οδήγησε στην εξαγγελία νέας, έκτακτης, αύξησης του κατώτατου μισθού για το δεύτερο εξάμηνο του 2022 με απροσδιόριστο ακόμα το ακριβές ύψος της.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου διαπιστώνονται περισσότερο αποσπασματικές κινήσεις, σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού συνδέονται με έναν μακροπρόθεσμο στόχο για το επίπεδο των ελάχιστων αμοιβών σε μια οικονομία. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Ισπανίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Πορτογαλίας όπου ορίζοντας των αυξήσεων είναι η εξέλιξη του κατώτατου μισθού στο 60% των μέσων αποδοχών το 2023. Στην ίδια κατεύθυνση φαίνεται πως κινείται και η Γερμανία με την νέα κυβέρνηση να προωθεί την αύξηση των κατώτατων αποδοχών κατά 18% (από 9,82 σε 12 ευρώ την ώρα).
Θεσμικά εμπόδια στην ευρύτερη διάχυση του οφέλους από την αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα
Ο καθορισμός του ύψους του κατώτατου μισθού αποτελεί σημαντικό παράγοντα για το επίπεδο των μισθολογικών απολαβών συνολικά, ωστόσο η επίδραση του μπορεί να περιορίζεται λόγω των χαρακτηριστικών του κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος. Η απουσία μηχανισμών αύξησης των αποδοχών σε επιχειρησιακό επίπεδο και η αδυναμία του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελούν τους κύριους λόγους στην ελληνική περίπτωση.
Για παράδειγμα, στην Ελλάδα το ποσοστό συνδικαλιστικής κάλυψης ανέρχεται μόλις στο 20% με τα υψηλότερα ποσοστά να παρατηρούνται στις ΔΕΚΟ και στον δημόσιο τομέα, παρουσιάζοντας ραγδαία πτώση από το 2009. Στη μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ «Η ποιότητα εργασίας στην Ελλάδα» ο δείκτης «θεσμοί εκπροσώπησης εργαζομένων» διαμορφώνεται το 2019 στο 0,15, έναντι 0,71 το 2009 σημειώνοντας κατακόρυφη πτώση.
Συνέπεια του χαμηλού ποσοστού συνδικαλιστικής κάλυψης είναι ο περιορισμός του ποσοστού εργαζόμενων που οι όροι εργασίας τους ρυθμίζονται από συλλογική σύμβαση. Το ποσοστό συνδικαλιστικής κάλυψης απέχει πάρα πολύ από τον στόχο κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις (70% του εργατικού δυναμικού) που θέτει η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επαρκή κατώτατο μισθό.
Ο μέσος μηνιαίος μισθός
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για το 2020, ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από 885 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2020, μείωση περίπου 10%. Συνολικά, απώλεια 2,5% κατέγραψε ο μέσος μισθός στην Ελλάδα το 2020 όταν η αντίστοιχη μείωση στην Ευρωζώνη ήταν 1% και στην ΕΕ συνολικά 0,6%. Η πτώση του μέσου μισθού στη χώρα μας, ήταν ιδιαιτέρως σημαντική εξαιτίας της πτώσης των μισθών την περασμένη δεκαετία, συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα συνιστά μισθό που δεν αποτρέπει την απόλυτη φτώχεια, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού.
Γράφημα: Ποσοστιαία μεταβολή μέσου μισθού, 2020 Πηγή: Eurostat, 2021
Ανησυχητική ήταν η υπέρμετρη αύξηση του αριθμού των ατόμων που έλαβαν ως αμοιβή λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα. Συγκεκριμένα, το β’ τρίμηνο του 2019 το 1% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 200 ευρώ. Αυτό το ποσοστό αυξήθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 κατά 11,2 ποσοστιαίες μονάδες, ξεπερνώντας οριακά το 12% του συνόλου των μισθωτών. Ταυτόχρονα, για το ίδιο διάστημα αναφοράς, τα άτομα που λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, συνολικά το 2020 το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας μειώθηκε. Η αρνητική επίδραση στην απασχόληση και στις μέσες αμοιβές λόγω των περιοριστικών μέτρων και των γενικότερων οικονομικών συνεπειών της πανδημίας δεν κατάφερε να αντισταθμιστεί από τα μέτρα στήριξης και να διατηρηθούν τα εισοδήματα από το μισθό στο επίπεδο προ πανδημίας. Ο μέσος μισθός εν μέσω πανδημίας (2020) συρρικνώθηκε κατά 2,5% ενώ στην ΕΕ κατά 0,6%.
Σύμφωνα με την Έκθεση, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να είναι τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου μισθού, ώστε να καλύπτει το όριο της σχετικής φτώχειας. Όταν αντιστοιχεί στο 50% του διάμεσου μισθού, βρίσκεται στο κατώφλι της απόλυτης φτώχειας. Σημειώνεται ότι το 2019 -πριν από την πανδημία- ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 48% του διάμεσου μισθού, δηλαδή ήταν μισθός απόλυτης φτώχειας. Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης είναι 809 ευρώ.
Το παράδειγμα της Ισπανίας: δυνατότητες ενίσχυσης της εργασίας στο σήμερα
Η Iσπανία αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα πολιτικών ρύθμισης της αγοράς εργασίας, καταπολέμησης της επισφάλειας και αύξησης των μισθών. Το ότι το μέγεθος της ισπανικής οικονομίας είναι το τέταρτο μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει ξεχωριστή σημασία στην προσπάθεια της Ισπανικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, η ιδιαίτερη εργασιακή πραγματικότητα της χώρας -υψηλά ποσοστά ανεργίας διαχρονικά και ειδικά στους νέους, ποιότητα των θέσεων εργασίας και υψηλός βαθμός επισφάλειας-παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με την Ελλάδα, ειδικά αν συνυπολογιστεί και η ευρείας έκτασης απορρύθμιση του εργατικού δικαίου και στις δύο χώρες στις αρχές της προηγουμένης δεκαετίας.
Τα δύο βασικά εργαλεία που αξιοποίησε η Ισπανία είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού και η παρέμβαση στο εργατικό δίκαιο στην κατεύθυνση ενίσχυσης των δικαιωμάτων των εργαζόμενων.
Στρατηγικός στόχος για την Ισπανία είναι ο κατώτατος μισθός να φτάσει το 60% του μέσου μισθού στην Ισπανία ως το 2023, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη του ύψους του από το 2018 μέχρι σήμερα. Το 2018 οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές προσδιορίζονταν σε 735,9 ευρώ, ενώ το 2022 ανέρχονται σε 1.000 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 36% σε τέσσερα χρόνια. Η προσήλωση στην ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού οδήγησε στην αναπροσαρμογή του κάθε χρόνο: ορίζοντας τον στα 900 ευρώ το 2019 (αύξηση 22,3%), στα 950 το 2020 (αύξηση 5,55%), στα 965 το 2021 (αύξηση 1,58%) και τελικά στα 1.000 ευρώ το 2022 (αύξηση 3,63%).
Τα βασικά σημεία των μέχρι τώρα νομοθετικών παρεμβάσεων μπορεί να συνοψιστούν σε τρία βασικά σημεία:
- Αναγνώριση των εργαζόμενων στις ταχυμεταφορές μέσω ψηφιακών πλατφορμών ως εργαζόμενων, με την υποχρέωση των εργοδοτών να συνάψουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας σε διάστημα τριών μηνών από την ψήφιση του νόμου.
- Επαναφορά του βάσιμου λόγου απόλυσης και της χρήσης αναρρωτικής άδειας για εκτεταμένο διάστημα από τον εργαζόμενου.
- Θέσπιση συστήματος υποχρεωτικής καταγραφής των ωρών εργασίας.
Η πρόσφατη εργασιακή μεταρρύθμιση (Φεβρουάριος 2022) επικεντρώθηκε στον περιορισμό των επισφαλών μορφών απασχόλησης, στην ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την προώθηση σαν κυρίας μορφής απασχόλησης της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου.
Τα κύρια σημεία της παρέμβασης:
- Κατάργηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, με τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου να θεωρείται η κανονική μορφή απασχόλησης. Κατ’ εξαίρεση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου για αυστηρά περιορισμένα διαστήματα μπορεί να χρησιμοποιούνται για λόγους όπως η αντικατάσταση εργαζόμενων σε άδεια ή η ξαφνική και απρόβλεπτη αύξηση του φόρτου εργασίας με μέγιστη διάρκεια σε κάθε περίπτωση του 12 μήνες.
- Υπερίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων έναντι των περιφερειακών ή των επιχειρησιακών σε μισθολογικά ζητήματα και στον καθορισμό των ωρών εργασίας. Ταυτόχρονα οι όροι των συλλογικών συμβάσεων ισχύουν και μετά τη λήξη τους.
- Υπαγωγή των εργολαβικών εργαζόμενων στις συλλογικές ρυθμίσεις του κλάδου στον οποίο εργάζονται, εάν αυτές είναι ευνοϊκότερες των επιχειρησιακών ρυθμίσεων της εργολαβικής εταιρείας.
- Η εποχική απασχόληση αντιμετωπίζεται ισότιμα με την απασχόληση με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Τα δικαιώματα του εργαζόμενου προσδιορίζονται στην βάση της συνολικής του απασχόλησης στον εργοδότη ανεξάρτητα από τις διακοπές, ενώ καθιερώνεται το δικαίωμα στην επαναπρόσληψη.
- Θεσπίζεται αυστηρό σύστημα κυρώσεων για την τήρηση των προβλέψεων του νόμου.
*Αναλυτής επιχειρησιακών δεδομένων στον τομέα της Ασφάλισης, πρώην Ειδικός Γραμματέας ΣΕΠΕ, επιστημονικός συνεργάτης Ομάδας Κοινωνικών Εξελίξεων ΕΝΑ – Σημεία της ανάλυσης περιλαμβάνονται στο Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2022 του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί τις επόμενες ημέρες στο www.enainstitute.org