Μέσα σε μια υπόγεια νύχτα,
στη μέση ενός μεγάλου δάσους,
ο Χρόνος, ντυμένος Ιερέας,
άνοιξε ένα Μεγάλο Βιβλίο
που κρατούσε στα χέρια του
κι έβγαλε από μέσα τρεις μορφές.
Ένα Σοφό, έναν Ποιητή κι ένα μικρό Παιδί.
Κι’ αυτοί τότε μίλησαν,
ο καθένας μόνος του,
κοιτάζοντας ίσια μπροστά τους,
αυτά εδώ τα λόγια.
Είπεν ο Σοφός:
*
-Ο Χρόνος είναι Κύκλος.
Όποιος έμαθε να διαβάζει αυτό που πέρασε,
ξέρει να διαβάζει αυτό που περνάει,
και θα ξέρει να διαβάσει αυτό που θα περάσει.
Γιατί όλα, έχουν περάσει, όλα έχουν συμβεί..
Και για να μάθεις να διαβάζεις αυτό που πέρασε,
πρέπει να χεις και τα δυό σου μάτια
ανοιγμένα στο Χρόνο.
Για να μάθεις να βλέπεις μέσα στον κύκλο του Χρόνου,
πρέπει να περπατάς και με τα δυό σου πόδια στη Γη,
να αγκαλιάζεις και με τα δυό σου χέρια τον κόσμο.
Γιατί το Ένα που είσαι εσύ
και είναι ο Κόσμος και είναι το Παν,
είναι πάντα Δύο.
Είσαι Εσύ κι ο Εαυτός σου,
είσαι η ημέρα κι η νύχτα,
είσαι το καλό και το κακό,
το ελαφρύ και το βαρύ,
το ζεστό και το κρύο..
Όταν ενωθούνε
μέσα στον κύκλο του χρόνου τα Δύο,
γίνονται το μεγάλο Ενα.
Μέσα σου κρύβεις
τον Ήλιο και τη Σελήνη,
τον Ουρανό και τη Θάλασσα,
την Αρχή και το Τέλος.
*
Έτσι μίλησε ο Σοφός
κι έπειτα ήρθε ο Ποιητής
και στάθηκε μπροστά σ ένα μεγάλο δέντρο.
Και μίλησε κι αυτός:
*
-Αυτό το παλιό κουρασμένο δέντρο,
είναι το πρώτο άρθρο της ύπαρξής μου
μια σκονισμένη εγκυκλοπαίδεια στο συρτάρι της ζωής,
ένα φωτεινό παράθυρο
στην άκρη του μοναχικού κελιού του εαυτού μου.
Αυτό το παλιό κουρασμένο δέντρο
είναι ο άντρας της Γης κι η κόρη του Ουρανού μαζί.
Μια σταγόνα από αόρατο αίμα στην παλάμη του Χρόνου.
Ένα μαγεμένο τραγούδι κρεμασμένο στην πόρτα του κόσμου.
Μια πράσινη ευχή πλημμυρισμένη από κοιμισμένες πεταλούδες..
Αυτό το παλιό κουρασμένο δέντρο είναι η άκρη του σπάγκου
δένει τις τύψεις μου και λύνει τις απορίες μου.
Γι’ αυτό η Αγάπη έχει δυό πρόσωπα:
Το δικό σας και το δικό μου.
Μαζί.
*
Ετσι μίλησε κι ο Ποιητής
και τότε, ήρθε η σειρά του Παιδιού,
που άρχισε να χοροπηδά στο χορτάρι
τραγουδώντας:
*
Ένα δύο- ένα δύο,
περπατώ στη βροχή
και παίζω στο κρύο
δύο ένα- δύο ένα
τραγουδώ στις γραμμές
και πλησιάζουν τα τρένα
ένα δύο-ένα δυό
είμαι ένα θαύμα κι εγώ
δύο ένα- ένα δυό
ζω μοναχά για ν’ αγαπώ..
*
Τότε ο Χρόνος,
έκλεισε τη σελίδα
μ ένα μεγάλο χαμόγελο
ο Ήλιος αγκάλιασε τη Σελήνη
και χάθηκαν στην άκρη του δάσους.
Ο Σοφός φίλησε το χέρι του Παιδιού
και το Παιδί φίλησε το χέρι του Ποιητή.
Ο Ποιητής φίλησε τον άνεμο,
κόπηκε ξαφνικά στα δύο
κι ανέβηκε στον Ουρανό,
εκεί κάτω βαθιά στη Γη,
στο βυθό των αστεριών
που ταξιδεύουν μέσα σας..
Ανοίξτε τις παλάμες σας
κοιτάξτε στα χέρια σας,
αυτές τις γραμμές τις χάραξε ο Χρόνος
την ώρα που χάιδεψε τη μάνα σας
όταν ήρθατε στον κόσμο.
Να αγαπάτε το Ένα που είναι πάντα Δύο
που είναι μόνο Δύο,
που γεννήθηκε για να γίνει Δύο
και ζει στον αιώνα των αιώνων..
*
Καληνύχτα σας!