«Ακούω κούφια τα τουφέκια,
Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
Ακούω τρίξιμο δοντιών», έγραφε ο μεγάλος Σολωμός, στον «Ύμνον εις την ελευθερίαν». Και στον πόλεμο, την πιο σκοτεινή νύχτα της ανθρωπότητας, «που την τρέμει ο λογισμός», δεν κοιμούνται παρά μόνον οι πεθαμένοι. Από την αυγή της και της ιστορίας μας οι πόλεμοι, πάντα αποτρόπαιοι και δεινοί. Και ο προπάππους του Σολωμού, ο Όμηρος, τα ίδια περιγράφει. «Ένθα δ΄ άμ΄ οιμωγή τε και ευχωλή πέλεν ανδρών ολλύντων τε και ολλυμένων», κι ακούγονταν οιμωγές και καυχησιές αυτών που έσφαζαν και αυτών που σφάζονταν, διαβάζουμε και στον τρομερό ομηρικό στίχο. (Ιλιάδα, Δ, 450-451).
Σήμερα η γενιά των ανθρώπων, των δυτικών βεβαίως, που δεν γνώρισε πόλεμο, παρακολουθεί αποσβολωμένη και τετρομαγμένη τα ίδια. Τρίξιμο δοντιών και οιμωγές. Παράνοια και οργή. Ανοίγει πληγές ο πόλεμος, δυσίατες και ανεπούλωτες. Μόνο τότε καταλαβαίνουν οι λαοί πόση αξία έχει η ειρήνη, την οποία οι αρχαίοι θεοποίησαν, ως κόρη της Θέμιδος και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, δικαιοσύνης. Και την στόλισαν με μεγαλοπρεπή επίθετα. Την είπαν γλυκεία, βαθύπλουτον, καλλίστην των θεών, ολβιοδότειρα και πλουτοδότειρα, ο Αριστοφάνης αφιέρωσε και κωμωδία με το όνομα «Ειρήνη». Καμμιά θεά Ειρήνη δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να συγκινηθεί από την τραγωδία των άμυαλων και αμνημόνων βροτών. Μόνο μια ειρήνη…ειρηνεύει τους ανθρώπους Η ειρήνη είναι πρόσωπο, είναι ο Χριστός μας. «…Την ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν».
Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τα της ερμηνείας του πολέμου. Μόνο αυτοί που τον ξεκίνησαν γνωρίζουν το γιατί ξεκίνησε, το πώς διεξάγεται και το πότε θα λήξει. Ασπάζομαι πλήρως την αειθαλή ρήση του Πλάτωνα «δια γαρ την των χρημάτων κτήσιν πάντες ημίν οι πόλεμοι γίγνονται». (Φαίδων, 66 c). Όποιος κερδίζει του Μαμωνά τα αργύρια αυτός επιθυμεί τον πόλεμο.
«Κουδουνίζει» εξάλλου το κεφάλι μας από τις ανηλεείς ενημερώσεις των ανταποκριτών και των ποικιλώνυμων αναλυτών. Και οι ευφυείς προβλέψεις και ανταποκρίσεις πνίγονται εν μέσω πληθώρας και ανόητων τιποτολογιών.
Τι να πεις; Πόλεμος ακήρυκτος υπήρχε και τώρα έγινε φανερός, με τα πρωτοφανή σύνεργά του να καταβροντούν και να σκοτώνουν.
Τούτες τις ημέρες θυμήθηκα έναν άλλο πόλεμο, τότε που ψηλά στις ουρανοφωλιές της Πίνδου και τις αετοράχες της Βορείου Ηπείρου. Ένας πόλεμος στον οποίο μεγαλούργησε το έθνος μας ενωμένο και αποφασιστικό. Ένας λαός που δεν πολέμησε για να σκοτώσει, αλλά για να πεθάνει για την πατρίδα του.
Τέτοιες μέρες ο υπερφίαλος Μουσολίνι, καταβάλλει την ύστατη προσπάθειά του, την «εαρινή επίθεση».
Στο εξαιρετικό του βιβλίο «Πίνδος» ο συγγραφέας Χρήστος Ζαλοκώστας διασώζει ένα ηρωικό επεισόδιο, από αυτά που θα έπρεπε να υπάρχουν στα σχολικά τάχα και βιβλία, ώστε δάσκαλοι και μαθητές να αντικρίζουν από ποιες γενιές κατάγονται.
«Η εχθρική αντεπίθεση των Ιταλών του Μαρτίου του 1941 έχει εκδηλωθεί. Το ύψωμα 731 (το οποίο δικαίως ονομάστηκε οι Θερμοπύλες της Πίνδου), έχει μεταβληθεί σε ηφαίστειο. Οι φαντάροι μας, πεσμένοι με την κοιλιά τους λάκκους των οβίδων, πυροβολούν, χωρίς διακοπή για να συγκρατήσουν το εχθρικό πεζικό.
Ο δάσκαλος – έτσι έχει βαφτίσει τον διοικητή του ο λόχος, γιατί δημοδιδάσκαλος είναι το επάγγελμά του-με προβιές και επιδέσμους γύρω από τα κρυοπαγημένα πόδια του, αντί για παπούτσια, χωρίς να προφυλάγεται, τρέχει από διμοιρία σε διμοιρία και δίνει οδηγίες: Μην πυροβολείτε στα στραβά παιδιά! Μην ξοδεύετε άσκοπα τις χειροβομβίδες σας, τους λέει. Κι όταν ο ταγματάρχης διοικητής του, του φωνάζει να μην εκθέτει τόσο τον εαυτό του, ο δάσκαλος του απαντάει: Φοβάμαι μήπως χάσουμε το ύψωμα και τι θα δικαιολογηθώ ύστερα εγώ στους μαθητές μου, άμα γυρίσω στο σχολείο;». (εκδ. «ΕΣΤΙΑ», σελ. 194).
Στις παραπάνω γραμμές παρελαύνει όλη η ελληνική ιστορία και μας παραδίδεται ένας, γραμμένος με αίμα, ορισμός και σκοπός της καθ’ ημάς παιδείας. Στόχος της παιδείας μας είναι να κρατά αδούλωτα τα ψηλώματα και τα θεμέλια του Γένους. Την μνήμη του λαού μας «που την λένε Πίνδο και Άθω». (Ελύτης).
Δεν ξέρουμε τι απέγινε ο ηρωικός δάσκαλος. Αν έζησε θα γύρισε χωρίς τα γαγγραινιασμένα πόδια του. Ίσως σκελετωμένος και σακατεμένος να ζητιάνευε σε κάποιο σοκάκι της Αθήνας. Όμως μ΄ εκείνα τα κομμένα πόδια περπατά ακόμη η Ελλάδα. Με εκείνα τα σαβανωμένα, με προβιές και επιδέσμους, πόδια του δημοδιδασκάλου, βαδίζουμε και όσοι δάσκαλοι της σήμερον διδάσκουμε «ψυχή και Χριστό» στα θλιμμένα παιδιά της πατρίδας μας.
Και συγκρίνω εκείνο τον πόλεμο του έθνους μας, που είχε Υπέρμαχο Στρατηγό την Θεοτόκο, με αυτό που σήμερα βιώνουμε. Τότε ένας πρωθυπουργός, που ακόμη πνίγεται στις αναθυμιάσεις των ψεύτικων ιδεολογιών, υπογράφει, κάνοντας τον σταυρό του, στο υπουργικό συμβούλιο, νόμο με μόνο του άρθρο το εξής μεγαλειώδες: «Ουδείς Έλλην καθίσταται πλουσιώτερος εκ του πολέμου». Τώρα βλέπουμε έναν αμφίβολης σοβαρότητας πρόεδρο να εκλιπαρεί για βοήθεια τους «νεκρόσιτους κι ερεβομανείς» της δυτικής απληστίας. Μόνοι μας ταπεινώσαμε την επηρμένη οφρύ της ιταλικής μεγαλομανίας. Διαβάζω στο βιβλίο της Μαρίνας Πετράκη «1940, ο άγνωστος πόλεμος»: «Τα βρετανικά επιτελεία είχαν υιοθετήσει την άποψη ότι η Βρετανία δεν ήταν υποχρεωμένη να συνδράμει στρατιωτικά την Ελλάδα διότι, παρόλο που είχε προσφέρει τις διαβεβαιώσεις της για βοήθεια, δεν είχε αναλάβει καμμιά ουσιαστική δέσμευση και συμφωνία». (Εκδ. Πατάκη, σελ.124). Δεν μας έστειλαν ούτε βόλι οι σύμμαχοι… Τριάντα χρόνια αργότερα στην Κύπρο, όταν αποβιβάζονται τα κτήνη του Αττίλα, χτυπούν κι αυτοί τα καρφιά στο αιματοβαμμένο σώμα της νήσου.
«Ήρθαν
ντυμένοι φίλοι
Αμέτρητες φορές οι εχθροί μου», θα γράψει στο «Άξιον εστί» ο Ελύτης.
Τώρα κλαίει και οδύρεται η οικουμένη και «είμαστε όλοι Ουκρανοί» και πορείες και σημαίες και φίμωτρο στον…Ντοστογιέφσκι. Ας είναι. Αύριο το πρωί στην αίθουσα δεν θα μιλήσω στους μαθητές μου για τον τωρινό ακατανόητο πόλεμο. Θα τους διηγηθώ για τον δικό μας αγώνα, τότε που εκείνα τα λαμπρά παλληκάρια, πολεμούσαν ολομόναχοι για την πατρίδα έχοντας στον κόρφο τους την εικόνα της Θεομάνας, της μεγαλόψυχης στον πόνο και στην δόξα, την λαβωμένη της Τήνου.
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος Κιλκίς