Όταν γεννήθηκε, στις 26 Φεβρουαρίου 1938, οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα του αρχαίου, του μεγάλου βασιλιά της Σαλαμίνας, του Ευαγόρα. Και πράγματι ο νεαρός Ευαγόρας δικαιολόγησε απόλυτα το όνομά του.
Σαν σήμερα δολοφονείται από τους Άγγλους ο ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Ο νεότερος και τελευταίος αγωνιστής που εκτελέστηκε.
Έγραψε:
“Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.”
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Σαν σήμερα δολοφονείται από τους Άγγλους ο ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Ο νεότερος και τελευταίος αγωνιστής που εκτελέστηκε.
Έγραψε:
"Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο."
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!https://t.co/hDU6EFydS3— NikosTopouzis (@niktop) March 14, 2022
Έγραφε: «Κάτι θα ήξερε περί του μέλλοντός μου ο μακαρίτης ο νονός μου για να μου δώσει το όνομα του βασιλιά της Σαλαμίνας. Έτσι και εγώ έπρεπε να φανώ αντάξιος διάδοχος». Και φάνηκε.
Του Παντελή Καρύκα
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε πολεμιστής. Από μικρός ήταν ο πρόμαχος των παιδιών της γειτονίας του, αυτός που πάλευε με τα παιδιά των Τούρκων στο σχολείο. Στα 15 του χρόνια άρχισε να πολεμά τους Βρετανούς κατακτητές. Τον Ιούνιο του 1953 οι Βρετανοί γιόρταζαν την ενθρόνιση της βασίλισσας Ελισάβετ Β’. Ο Ευαγόρας δεν μπορούσε να αντέξει την ταπείνωση. Όρμησε στο στάδιο της Πάφου, κατέβασε την βρετανική σημαία και ρίχτηκε στους δρόμους. Σύντομα βρέθηκε οδηγός ενός πλήθους νέων παιδιών που με πέτρες και ξύλα απέτρεψαν τις εορταστικές εκδηλώσεις στην Πάφο, συγκρουόμενοι με την αγγλική αστυνομία.
Το παιδί αυτό είχε την Ελλάδα στο αίμα του.
Όταν στο γυμνάσιο του ζητήθηκε να γράψει έκθεση για τη σημασία των εθνικών επετείων – τις οποίες σήμερα κάποιοι ζητούν να καταργήσουν – ο Ευαγόρας έγραψε : «Κάτω από τον γαλάζιο αττικό ουρανό, αλλά και κάτω από τον σκοτεινό συννεφιασμένο ορίζοντα της δούλης Κύπρου, γιορτάζονται οι Εθνικές Επέτειοι.
Θυμίζουν στον ελεύθερο Ελληνισμό πως οι πρόγονοί των πολέμησαν σαν λιοντάρια για να τους χαρίσουν τη Λευτεριά. Μας δίδουν ακόμα θάρρος και ελπίδα στους σκλαβωμένους, πως η μέρα του λυτρωμού δεν είναι όνειρο απραγματοποίητο. Περνά από κοντά σου τις μέρες αυτές η δόξα και η τιμή του Έλληνα, περνά η Λευτεριά, που δίνει το φως, τη δύναμη, τη χαρά. Περνά από κοντά σου η Λευτεριά. Την νοιώθεις, την χαίρεσαι. Μα ο σκλάβος δεν τη χαίρεται, δεν τη βλέπει».
Το 1955 έλαβε ένα απρόσμενο δώρο. Μαθητική εκδρομή. Ταξίδι στην Ελλάδα. Μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη έσκυψε ευλαβικά και προσκύνησε. Γύρισε πίσω με ένα περίστροφο. Όταν επέστρεψε στην Κύπρο ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε ήδη φουντώσει. Ο Ευαγόρας εντάχθηκε αμέσως στις τάξεις της.
Πριν είχε επιχειρήσει με 20 συμμαθητές του να απελευθερώσει το πλήρωμα του πλοιαρίου «Αγ. Γεώργιος», που δικάζονταν. Το πλοιάριο «Αγ. Γεώργιος» μετέφερε όπλα από την Ελλάδα στην Κύπρο και είχε, κατόπιν προδοσίας, αιχμαλωτισθεί από τους Βρετανούς. Αργότερα επανέλαβε την επίθεση, αυτή τη φορά κατά του Βρετανού διοικητή της Πάφου. Τον Νοέμβριο του 1955, σε νέα διαδήλωση, απελευθέρωσε έναν συμμαθητή του που είχε συλληφθεί, κτυπώντας τους Βρετανούς στρατιώτες.
Συνελήφθη ο ίδιος και ορίστηκε δικάσιμος.
Μια μέρα πριν τη δίκη ο Ευαγόρας άφησε το σχολείο και το σπίτι του και έφυγε στα βουνά. Στην έδρα της τάξης του άφησε ένα γράμμα που άρχιζε ως εξής : «Παλιοί μου συμμαθητές. Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα. Κάποιος που μπορεί να μην ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στο τάφο. Του φτάνει αυτό μονάχα. Ευαγόρας Παλληκαρίδης, 5 Δεκεμβρίου 1955».
Ενώθηκε με την ανταρτική ομάδα που δρούσε μεταξύ Κισσόνεργας και Τάλας. Συνελήφθη από τους Βρετανούς, στις 18 Δεκεμβρίου 1956, μεταφέροντας ένα οπλοπολυβόλο Bren. Οδηγήθηκε στο στρατόπεδο της Λίμνης. Εκεί υπέστη τα πάνδεινα. Μετά από 11 μέρες βασανιστηρίων τον οδήγησαν στο Κτήμα. Συνέχισαν να τον βασανίζουν ανηλεώς.
Είπε στον πατέρα του, όταν του επέτρεψαν να τον επισκεφτεί, στις 29 Δεκεμβρίου: «Τη νύκτα με δένουν χειροπόδαρα σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και χορεύουν απάνω μου μέχρι να λιποθυμήσω. Και τότε μου βουτούν το κεφάλι σε έναν κουβά γεμάτο κρύο νερό και το κρατάνε εκεί βουτηγμένο, χωρίς να παίρνω αναπνοή, ώσπου να χάσω και πάλι τις αισθήσεις μου. 11 μέρες τώρα με ξυπνούν και με σηκώνουν με άγριες φωνές, μόλις κλείσω για λίγο τα μάτια μου, με γυμνώνουν και με κτυπούν αλύπητα».
Ωστόσο, το παλικάρι δεν λύγισε. Από το στόμα του δεν έφυγε ούτε μια λέξη. Δεν πρόδωσε. Το ίδιο και ο δυστυχής πατέρας, ο Μιλτιάδης Παλληκαρίδης. Μια μέρα ο Τούρκος υποδιοικητής της αστυνομίας της Πάφου κάλεσε τον Μιλτιάδη στο γραφείο του. «Η κατά του γιου σου κατηγορία επισύρει την ποινή του θανάτου. Να και το σχετικό διάταγμα του κυβερνήτη. Διάβασέ το. Θέλεις να του μιλήσεις για να μας πει κάτι; Που έχουν κρύπτη με όπλα, που κρύβονται οι σύντροφοί του; Αν δώσει τέτοιες πληροφορίες θα αποφύγει τον θάνατο. Λοιπόν θέλεις να του μιλήσεις;».
Πετάχτηκε όρθιος ο γέρο Παλληκαρίδης. «Όχι, χίλιες φορές όχι. Με αυτές τις προτάσεις δεν θέλω ούτε να δω τον Ευαγόρα, ούτε να του μιλήσω». Όταν επέστρεψε στο σπίτι μίλησε στη γυναίκα του. Της είπε όσα ο Τούρκος είχε αναφέρει. «Δε γέννησα εγώ παιδί που θα το πουν προδότη. Χαλάλι της πατρίδας μου το αίμα του παιδιού μου», ήταν η απάντηση της μάνας.
Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 25 Φεβρουαρίου 1957. Θα εκτελούνταν στην αγχόνη στις 14 Μαρτίου 1957. Πέρασε τις επόμενες μέρες στη φυλακή. Δεχόταν συχνά την επίσκεψη των γονιών του. Απέξω περίμεναν πάντα δημοσιογράφοι, καθώς η είδηση της καταδίκης του σε θάνατο είχε ξεσηκώσει την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ένας Άγγλος δημοσιογράφος είδε, κάποια στιγμή, τους γονείς του Παλληκαρίδη να βγαίνουν από τη φυλακή. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν. Ο Άγγλος δεν άντεξε και ρώτησε έναν Κύπριο δημοσιογράφο : «What kind of people are they?» (Τι άνθρωποι είναι αυτοί;). Για να λάβει την απάντηση «Greeks»!
Μέσα στη φυλακή επικρατεί πανδαιμόνιο. Οι μελλοθάνατοι προκαλούν και γιορτάζουν τον θάνατο με τραγούδια, με θούρια πατριωτικά, με ψαλμωδίες χριστιανικές. Ο πατέρας Αντώνιος βρισκόταν στο πλευρό του Ευαγόρα. Του πρόσφερε τη Θεία Μετάληψη και τον νουθετούσε. Το παιδί δεν φοβόταν. «Αυτή είναι η ομορφότερη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη μέρα. Μη ρωτάτε γιατί», έλεγε.
Το ρολόι μόλις χτύπησε μεσάνυχτα. Εωθινή, ξημέρωνε η 14η Μαρτίου. Αναταραχή επικρατούσε στη φυλακή. «Παίρνουν τον στην κρεμάλα», ακούστηκε. Όλοι οι κρατούμενοι ήταν όρθιοι. Έψαλλαν σε μια χορωδία απόκοσμη, αγγελική. Έψαλλαν για το παλικάρι των 19 χρόνων που πήγαινε ατάραχο να πεθάνει. Άλλωστε τα τελευταία του λόγια στους γονείς τους το μαρτυρούν: «Μην λυπάστε. Ορκίστηκα να πεθάνω για την πατρίδα και τήρησα τον όρκο μου».
Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα.
Ο Ευαγόρας άφησε πίσω του πλειάδα ποιημάτων καθώς και ο ίδιος ήταν ποιητής. Το πιο γνωστό είναι το «Θα πάρω μιαν ανηφοριά», το οποίο έγραψε σε ένα κομμάτι χαρτί και το άφησε στην τάξη του ως αποχαιρετιστικό μύνημα για τους συμμαθητές του τους οποίους άφηνε πίσω.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν’ στη ΛευτεριάΘ’ αφήσω αδέλφια, συγγενείς
τη μάνα, τον πατέρα
μες στα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα ‘χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ‘ρθει το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν’ στη Λευτεριά
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ένα παλάτι
(το ξέρω θάναι απάτη
δεν θάναι αληθινό)
Μες στο παλάτι θα γυρνώ,
ώσπου να βρω το θρόνο
Βασίλισσα μια μόνο
να κάθετε σ’ αυτό
Κόρη πανώρια, θα της πω
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχ’ αυτό ζητώ.