Γνώρισα τον Λάζαρο περασμένο απόγευμα, φθινόπωρο του ’95 νομίζω, στο μπαρ ενός ξενοδοχείου.
Γύρω του μαζεμένοι πολλοί ένοπλοι, αυτός έπινε μια μπύρα, μίλαγαν και χαχάνιζαν όλοι μαζί. Το λόμπυ χακί σε όλες τις αποχρώσεις της παραλλαγής και τα ΑΚ-47 κυκλοφορούσαν με την ίδια συχνότητα που κυκλοφορούν οι φωτογραφικές μηχανές, σ’ ένα συνηθισμένο τουριστικό θέρετρο.
Μόνο που εκεί δεν είχε τουρίστες. Τα σέρβικα στρατεύματα είχανε στριμώξει τους Κροάτες στη Μπάνια Λούκα και τους σπρώχνανε συνέχεια προς τα δυτικά.
Όταν νύχτωνε, πίσσα το σκοτάδι. Εμπάργκο γενικό. Δεν υπήρχαν καύσιμα, δεν υπήρχε ρεύμα, ηλεκτρικό, νερό, τίποτα. Μεσ’ τη νύχτα, κυκλοφορούσαν σιωπηλοί με τα kalasnikov κι αν ήσουν άτυχος, μπορούσες ν’ αρπάξεις μια σφαίρα στο κεφάλι για πλάκα και το πρωί να πουν στο πτώμα σου, “συγγνώμη λάθος, μας φάνηκες για Κροάτης καταδρομέας”.
Η πόλη κομμένη στα δυο. Το κάποτε Bronski Brod (Bronski-Βοσνιακό), είχε χωριστεί σε σέρβικο και κροατικό τομέα. Οι μουσουλμάνοι πάνε, νάταν κι άλλοι… Κανείς δε μιλούσε γι’ αυτούς, μόνο το νεκροταφείο τους μαρτυρούσε ότι κάποτε υπήρξαν κι αυτοί εκεί.
Όριο, ο ποταμός Sava που χύνεται στο Δούναβη.
Μπήκαν μια μέρα οι Κροάτες στην πόλη, οι Σέρβοι φύγανε έντρομοι. Μαζικές σφαγές. Είδα γέρο Κροάτη να κυκλοφορεί με στολή Γερμανού του Α’ Παγκοσμίου, αυτές με το καπελάκι με το σειρήτι, πάνω σε ποδήλατο και φορτωμένος ένα σκουριασμένο Μάουζερ. Πανάθεμα στην ψυχή του, σιχαμένο χούφταλο, έναν αιώνα φύλαγε τη στολή για να σκοτώσει μια μέρα τους γειτόνους του. Γέλαγε το κάθαρμα και δεν είχε δόντια.
Οι Σέρβοι αντεπιτέθηκαν σε καμμιά δεκαριά μέρες. Πιάσαν τους Κροάτες στον ύπνο. Ο κροατικός πληθυσμός τώρα, έτρεχε με τη σειρά του να σωθεί. Κι άλλη μαζική σφαγή.
Πανικόβλητοι οι Κροάτες, περνάνε από τον Sava στο βορεινό τμήμα της πόλης κι ανατινάζουν τη γέφυρα. Κόπηκε η κοινή τους πόλη.
Εκατοντάδες χήρες, μόνο σέρβες, ζούσαν πια εκεί. Και παιδιά αγέλαστα. Ένα μικρό, ίσα που περπατάει, δεν πλησιάζει το γάλα που του δίνουμε. Η μάνα λέει “αφήστε, θα του το δώσω εγώ, δεν τόχει ξαναδεί και φοβάται”. Εμπάργκο.
Η σκωληκοειδήτιδα σκοτώνει. Η αμυγδαλίτιδα δολοφονεί. Εμπάργκο, είπαμε.
Το ξενοδοχείο που μένουμε, ήταν κάποτε ξενοδοχείο. Τώρα είναι κουφάρι. Κλειστό τόχανε, το άνοιξαν για να μείνουμε, είμαστε οι πρώτοι ξένοι που βλέπουν μετά από δυο χρόνια.
Δουλεύει και το μπαρ. Μοιράζει (δεν πουλάει) μια ύποπτη μπύρα και σλίβοβιτς, ένα εκρηκτικό απόσταγμα από δαμάσκηνα, που κάνει μόνο για εντριβές.
Ο Λάζαρος, με έχει ξαναδεί, κι έχουμε βγεί μαζί περιπολία νύχτα στο ποτάμι. Εγώ με την κάμερα, αυτός με το ΑΚ-47. Του χαμογελάω και μ’ αγκαλιάζει. Έχω στη τσέπη μου μια πυξίδα στρατιωτική, του την χαρίζω. Με κοιτάει δακρυσμένος, τι να μου δώσει; Σκίζει ξαφνικά το διακριτικό από το μανίκι του και μου το βάζει στο χέρι.
Ο Αη-Γιώργης. Ο δράκος ματωμένος ξεψυχάει. Ποιός είναι ο δράκος; Ποιός είναι ο καβαλάρης;
Η νύχτα στο Brod φωτίζεται από τα δυτικά. Βοή και λάμψεις. Βολές πυροβολικού. Ο δράκος κι ο Αη-Γιώργης, λιανίσανε το Brod και τώρα χτυπιούνται πάνω στη Μπάνια Λούκα.
Κι ο Λάζαρος έμεινε πίσω. Στο Brod. έχει τη δική του αποστολή.
– “Εγώ δεν είμαι στρατιώτης”, λέει. “Εγώ είμαι Τσέτνικ”. Οι συντροφοί του τον χτυπάνε στην πλάτη και γελάνε.
Έχει κάτι χωράφια και πριν τον πόλεμο, ό,τι καλλιεργούσε εκεί, το πούλαγε σε ένα μικρό μαναβο-μπακαλικάκι που έχει στην άκρη της πόλης, δίπλα στο ποτάμι.
Μια μέρα, γυρνάει στο σπίτι, η στέγη έλειπε ολόκληρη, ερείπια. Η γριά μάνα του, με τα μάτια βγαλμένα και κομμένο λαιμό, η γυναίκα του χαμένη, δεν την βρήκε ποτέ. Το κοριτσάκι του, δυο χρονών, κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι, νεκρό, ζεστό ακόμα. Μια μαχαιριά στη κοιλία. Μόνο μια. Όλοι εκεί πέρα ξέρουμε τι σημαίνει αυτό. Θάνατος μέσα σε φρικτούς πόνους, με τις ώρες. Καταλαβαίνεις για ώρες τον φρικτό πόνο, μέχρι να ξεψυχήσεις. Φαίνεται ότι το μωρό κρύφτηκε μόλις μπήκανε στο σπίτι οι φονιάδες. Το ανακάλυψαν, το μαχαίρωσαν και τ’ αφησαν να ξαναχωθεί στην κρυψώνα του σαν ποντίκι.
Εκεί τους βρήκε ο Λάζαρος. Θυμάται ότι κουβαλούσε σιτάρι εκείνη τη μέρα για να πουλήσει αλεύρι. Στο μικρό μπακάλικο, μια τεράστια μαύρη σημαία, με νεκροκεφαλή και σταυρωτά κόκκαλα. Γράφει: “ελευθερία ή θάνατος”.
Ο Λάζαρος είναι επικίνδυνος τρελός. Κι οι άλλοι το ξέρουν κι αποφεύγουν να τον παίρνουν κοντά τους στις επιχειρήσεις. Έχει ένα τεράστιο μαχαίρι, από πάνω με δόντια, από κάτω λεπίδα. Μου δείχνει πως, με μια κίνηση ξεκοιλιάζεις τον αντίπαλο, από κάτω προς τα πάνω και τον αφήνεις να ξεψυχήσει. Μου κλείνει το μάτι και γελάει.
Κάποια βράδυα, ξεφεύγει από τους σκοπούς που είναι απλωμένοι κι από τις δυο όχθες του ποταμού. Περνάει στον κροατικό τομέα με το μαχαίρι τούτο. Σκοτώνει όσους δράκους βρεί μπροστά του, άμαχους και μάχιμους και ξαναγυρνάει. Οι Κροάτες τον έχουν επικηρύξει. Οι Σέρβοι τον φοβούνται. Δε μιλάει ποτέ για το τι είδε, μου τα είπαν άλλοι, που τον βρήκαν να σφίγγει το κορμί της κορούλας του, κι έκανε μέρες να ξαναμιλήσει.
Από τότε, δέκα χρόνια πριν, δεν πέρασε μέρα που να μη σκεφτώ τον Λάζαρο. Μπορεί να ξαναζήσει με τους ανθρώπους; Μπορεί να ξαναγίνει άνθρωπος; Μπορεί να σταματήσει να κυνηγάει τον δράκο;
Μήπως – και το λέω σοβαρά – η καλύτερη λύση ήταν να τον σκότωναν οι σύντροφοί του;
Δεν ξέρω καθόλου. inabody.blogspot.com