Γραφει ο Βασίλης Χασιώτης
Ι
Το γιατί το ΔΝΤ επιβλήθηκε στο χρηματοδοτικό σχήμα «διάσωσης» της Ελλάδας το 2010 και «ποιού» πρωτοβουλία ήταν η επιλογή του και γιατί, είναι γνωστό και θα το υπενθυμίσουμε παρακάτω. Όμως, στο σημείο αυτό, ας κατονομάσουμε εξ αρχής, ως εν τίτλω, την πολιτική πεμπτουσία της επιλογής και επιβολής της παρουσίας του ΔΝΤ στα «ευρωζωνικά» πράγματα (και βεβαίως στην Ελλάδα) : το ΔΝΤ ήταν επιβεβλημένο να «αφιχθεί» στην Ζώνη του Ευρώ, προκειμένου να αποτελέσει το πολιτικό «Άλλοθι» των πολιτικών ηγεσιών της ΕΕ, χρεώνοντάς το όχι τόσο με την σκληρότητα των νεοφιλελεύθερων μέτρων που επρόκειτο να ληφθούν, αρχής γενομένης στην Ελλάδα, (και αυτό βεβαίως, αλλά, όχι μόνο αυτό), όσο με το κατάδηλα όσο και αναπόδραστα έκνομο περιεχόμενο αυτών των μέτρων, και ταυτόχρονα, με τον επίσης κατάδηλα έκδηλο τρόπο επιβολής τους, αφού, ήταν βέβαιο, ότι θα έπρεπε να καταλυθούν θεμελιώδεις αρχές των Πολιτειακών Θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας (τόσο ως προς το περιεχόμενό τους όσο και ως προς την λειτουργίας τους) που αποτελούσαν ταυτόχρονα και Ευρωπαϊκές Αρχές, ευτελίζοντάς τες έως του βαθμού της γελοιοποίησής τους.
Και ήταν τα παραπάνω μέτρα «αναπόδραστα» έκνομα, διότι ο νεοφιλελευθερισμός, προσκρούει ακριβώς στις εγκαθιδρυμένες Δυτικές Αξίες (π.χ., όπως είναι ενσωματωμένες στο τυπικά προσανατολισμένο προς αυτές Ελληνικό Σύνταγμα), τις οποίες εφόσον επί του παρόντος δεν μπορεί να τις μεταβάλλει πρέπει να τις υπερβεί και να τις παραβλέψει. Για να το πούμε «με απλά λόγια», το «πρόβλημα» με τον Νεοφιλελευθερισμό, είναι ότι για να επιβληθεί απαιτεί ουσιαστικά ένα άλλο είδος Πολιτεύματος, στο οποίο αυτό που εμείς σήμερα, θεωρούμε ως Ανθρώπινα Δικαιώματα (ιδίως εκείνα που έχουν να κάνουν με τα Κοινωνικά Δικαιώματα και τα Δικαιώματα της Εργασίας), ως Κοινωνικό Κράτος, ως Κράτος Δικαίου και ως Συνταγματικό Περιεχόμενο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος σε σχέση ιδίως με τα προηγούμενα Δικαιώματα, πρέπει να «υπερβεί» τα παραπάνω «εμπόδια», και επειδή μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας, δεν είναι εύκολο να βρει λαό πάνω σε τούτο τον πλανήτη πρόθυμο να του δώσει την συναίνεσή του, τότε, κάθε άλλη «διέξοδος» (της δημοκρατικής εκτροπής περιλαμβανομένης), είναι εκ μέρους του ευπρόσδεκτη. Μάλιστα το παραπάνω «πρόβλημα» μεγεθύνεται, όταν κανείς λάβει υπόψη του και την Νεοφιλελεύθερη αντίληψη στο επίπεδο μιας Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων.
«Ψυχή» όλης αυτής της μεθόδευσης, δηλαδή, της «πρόσκλησης» του ΔΝΤ στην Ευρώπη (μέσω Ελλάδος) υπήρξε η γερμανική Κυβέρνηση, το Βερολίνο.
Συνολικά, η ΕΕ, ασφαλώς και θα καταδίκαζε «επίσημα» οιαδήποτε «εκτροπή» από τις παραπάνω Αρχές, αν και με χαρακτηριστική δυσκολία το κατόρθωσε αυτό συνεπεία της εμφανούς αδυναμίας τους (αν όχι και της συμφωνίας τους) προς τα κελεύσματα του Βερολίνου, όμως, θα άφηναν τον ρόλο του «κακού» στο ΔΝΤ, ένα ΔΝΤ που γενικώς, με βάση την μακροχρόνια ιστορία του σε ζητήματα «διάσωσης» Χωρών (με αφορμή οικονομικά τους προβλήματα) έχει αποδείξει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να «επωμιστεί» τέτοιου είδους «αρές», και συνεπώς, πίσω από αυτόν το κυνισμό βολεύτηκαν όλοι.
Επομένως, την πολιτική ανάγκη δημιουργίας αυτού του «άλλοθι», ας το έχουμε πάντα κατά νου.
ΙΙ
Κι ερχόμαστε τώρα στην τρέχουσα ειδησεογραφία, η οποία αναβίωσε το ζήτημα, της αναμενόμενης εξόφλησης του εξ 1,8 δις ευρώ (τελευταίου) υπολοίπου του (Μνημονιακού) δανείου του ΔΝΤ, πράγμα που θα οδηγήσει το ΔΝΤ εκτός της χορείας των Δανειστών της Ελλάδας, με τίτλους που φαντάζουν «λυτρωτικοί», σαν κάτι δηλαδή το «κακό» επιτέλους να αποτινάσσεται από τους ώμους της Ελλάδας.
Όσοι ομιλούν περί «αποχώρησης» του ΔΝΤ από την Ελλάδα, πολύ δε περισσότερο, περί «τέλους εποχής», τίτλοι τους οποίους διαβάζω εδώ κι εκεί, σε διάφορα ρεπορτάζ, πολύ θα ήθελα να συμφωνήσω μαζί τους, αν τα πράγματα ήταν έτσι.
Διότι ναι μεν τα ανωτέρω ισχύουν, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ, δεν ήρθε για να μείνει στην Ελλάδα (όπως οι άλλοι δανειστές και «εταίροι» μας), αλλά ούτε είχε έρθει αποκλειστικώς ή κυρίως για την Ελλάδα όπως ήδη παραπάνω σημειώσαμε. Αφήνοντας πρόσκαιρα παράμερα αυτό το τελευταίο, ότι δηλαδή δεν είχε έρθει αποκλειστικώς ή κυρίως για την Ελλάδα, πράγματι, το ΔΝΤ, φεύγει διότι ολοκλήρωσε επιτυχώς την αποστολή του.
Και ποια ήταν αυτή;
Ήταν να εγκαθιδρύσει ένα Μόνιμο Μνημονιακό Καθεστώς, με τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά του που γνωρίζουμε, και ακολούθως, αφού βεβαιωθούν όλοι οι (Ευρωπαίοι «εταίροι» και) δανειστές και το ΔΝΤ, και ιδίως το Βερολίνο, πως τέθηκαν τα σωστά θεμέλια κατά τρόπο στερεό, ώστε να αντέξουν για τον επόμενο μισό τουλάχιστον αιώνα, τότε, όντως, το ΔΝΤ αποχωρεί μεν ως φυσική παρουσία από τον «όμιλο» των δανειστών μας, όμως, ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ οι πολιτικές που επέβαλε, κι αυτό είναι που αποτελεί την κρίσιμη «λεπτομέρεια».
Το σωστό λοιπόν είναι πώς ναι μεν το ΔΝΤ δεν θα αποτελεί πλέον μέλος της «χορείας» των (ξένων) δανειστών μας, όμως, μας αφήνει ως «παρακαταθήκη» τα νομοθετημένα δεσμά που με τόση επιμονή αλλά και αποτελεσματικότητα χάλκευσε την προηγούμενη δεκαετία, με την ιδιότητα του δανειστή εκείνου που διέθετε την απαραίτητη «τεχνογνωσία» στο ζήτημα αυτό, την οποία οι «αθώοι» και «άπειροι» Ευρωπαίοι «αγνοούσαν», γι’ αυτό άλλωστε και είχε κληθεί : λόγω της «τεχνογνωσίας» του! Δεν πρέπει επομένως σε καμιά περίπτωση, την «φυσική αποχώρηση» του ΔΝΤ να την εκλαμβάνουμε και ως «τέλος εποχής» του Μνημονιακού Καθεστώτος για την Ελλάδα. Μάλιστα δε για να ακριβολογούμε, αυτή η «παρακαταθήκη», τυπικά μονάχα χρεώνεται στο ΔΝΤ, διότι είναι ουσιαστικά μια «παρακαταθήκη» που οφείλεται αποκλειστικά στο Βερολίνο : εκεί σχεδιάστηκε, εκεί έλαβε «σάρκα και οστά», και απλώς, επιβλήθηκε μέσω του ΔΝΤ.
Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πω μια ιδιαίτερη και εξαιρετικά κρίσιμη πτυχή της «παρακαταθήκης» που μας κληροδότησε, είναι η «κουλτούρα» των μέτρων και των συνεπειών που κάποιος θα υποστεί (ξανά στο μέλλον εφόσον ήδη υπάρχει το «δεδικασμένο»), μια κουλτούρα, πως κανένας φραγμός κανενός Κράτους Δικαίου, κανενός Συντάγματος, κανενός θεσμοθετημένου Δικαιώματος δεν πρόκειται να αποτελέσει εμπόδιο, όταν τα μέτρα αυτά πρόκειται να εφαρμοστούν σε «δημοσιονομικά απείθαρχους» Λαούς και των Χωρών τους, αναδεικνύοντας έτσι, αυτό που και ιδεολογικά αποτελεί την «Ψυχή» της Νεοφιλελεύθερης Αθλιότητας, δηλαδή, την υπεροχή του «Οικονομικού» και «Αγοραίου» έναντι της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Αρχών των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων (και των Πολιτών), τα οποία και θα μπορούν να αναστέλλονται όσο διαρκεί τουλάχιστον η περίοδος «επανεγκαθίδρυσης» της διασαλευθείσης «δημοσιονομικής πειθαρχίας».
Και με το δεδομένο ότι το ΔΝΤ δεν ήρθε μόνο για την Ελλάδα όπως είπαμε, (κι αν το πρόβλημα ήταν μόνο η Ελλάδα, ίσως και να μην του επιτρέπονταν να εισέλθει στην Ευρωζώνη ουδέν καν ως «τουρίστας»!), το ΔΝΤ άφησε την ίδια «παρακαταθήκη» (κι αυτή «γερμανικής ιδιοκτησίας») σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, προς «γνώση και συμμόρφωση» κάθε «άλλου» που μπορεί να «ονειρεύεται» πράγματα, έξω και πέρα από όσα η Γερμανία επιχειρεί να επιβάλλει ως Modus Vivendi και ως ModusOperandi στην Ευρωπαϊκή της Επικράτεια. Διότι δεν αρκεί να υπάρχει μια «δημοσιονομική πειθαρχία», πρέπει και να έχει νεοφιλελεύθερο πρόσημο, αρέσει δεν αρέσει στους λαούς της Ευρώπης, τουλάχιστον σε όσους εξ αυτών τυχαίνει το μοντέλο αυτό, ακόμα και στη αυστηρή τεχνοκρατική οικονομική του διάσταση, να μην είναι το πρακτικώς πιο κατάλληλο για τις ιδιαιτερότητες των οικονομιών τους..
Όμως, πρέπει ίσως να εξηγήσω κάπως παραπάνω αυτό το «…αν το πρόβλημα ήταν μόνο η Ελλάδα, ίσως και να μην του επιτρέπονταν να εισέλθει στην Ευρωζώνη ουδέν καν ως «τουρίστας»!» που σημείωσα παραπάνω.
ΙΙΙ
Ασφαλώς, όταν ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου σε ομιλία του το 2014 στο LondonSchool of Economics, δήλωνε «Όχι εγώ, η Μέρκελ έφερε το ΔΝΤ στην Ελλάδα», (βλέπε «Όχι εγώ, η Μέρκελ έφερε το ΔΝΤ στην Ελλάδα», 4/2/2014, εις https://www.newsit.gr/, https://www.iefimerida.gr και αλλαχού), έλεγε κάτι που όχι μόνο ήταν αληθές, αλλά, ήταν και «αυτονοήτως» προφανές. Εξάλλου, σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξη του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη μέσω Ελλάδας τον Μάιο του 2010, η Γερμανία ήταν πάλι που επέμενε φορτικά να συμμετάσχει και το ΔΝΤ στον τότε συγκροτούμενο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, όπερ και εγένετο, παραχωρώντας έτσι στο ΔΝΤ και ένα είδος θεσμικής συμμετοχής σε ζητήματα που είχαν να κάνουν με κρίσιμες οικονομικές, δημοσιονομικές και νομισματικές διεργασίες στην Ευρωζώνη.
Η Ελλάδα, και όχι μόνο η Ελλάδα, μα όλες οι Χώρες – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην Γερμανίας, δεν ήταν και δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν την οποιαδήποτε ΕΘΝΙΚΗ απόφαση για το οποιοδήποτε θέμα που να αφορά ΚΑΙ την ζώνη του Ευρώ, χωρίς την προηγούμενη γνώση και κυρίως έγκριση του Βερολίνου. Το αντίθετο ακριβώς ισχύει για το Βερολίνο.
Και το να καταφθάσει το ΔΝΤ ως δανειστής μιας χώρας – μέλους της Ευρωζώνης, της Ελλάδας εν προκειμένω, θέτοντας τους γνωστούς του όρους που παγίως θέτει όπου και αν πάει, μεταξύ των οποίων, είναι και όροι που έχουν να κάνουν με την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της Χώρας – αποδέκτη της «βοήθειάς» της, αυτό, πολύ απλά, στη Ζώνη του Ευρώ, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό, διότι πολύ απλά, θα έθετε υπό διακινδύνευση το κύρος του ίδιου του ευρώ και της Ζώνης του Ευρώ.
Έτσι, ό,τι και να συνέβαινε, έπρεπε η «βοήθεια» προς την Ελλάδα, να γίνονταν με τρόπο ως εάν επρόκειτο για Χώρα εκτός της Ευρωζώνης. Το «ευρώ» δεν έπρεπε με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο να συνδεθεί με την Ελλάδα, δηλαδή, με μια χώρα – μέλος της Ευρωζώνης, δηλαδή, μια χώρα που έχει ως επίσημο και μοναδικό νόμισμα το ευρώ! Φαίνεται παράλογο, όμως αυτό συνέβη ως απολύτως φυσιολογικό. Είναι ως εάν π.χ., η ελληνική Εθνική Οικονομία ΩΣ ΣΥΝΟΛΟ, όταν είχε δικό της εθνικό νόμισμα, τη δραχμή, να αντιμετώπιζε ένα οξύτατο δημοσιονομικό πρόβλημα που ως τέτοιο να είχε τις αιτίες σε μια Περιφέρεια της Χώρας, π.χ., την Θεσσαλία, και η Ελλάδα, να έκανε ό,τι είναι δυνατό, ώστε, προκειμένου να διασφαλίσει την δραχμή από κλυδωνισμούς, να αντιμετώπιζε την Θεσσαλία, ως μια Περιφέρεια που δεν είχε καμία σχέση με τη δραχμή και επομένως, θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να απομονωθεί δημοσιονομικά και να της επιβληθούν τοπικής εμβέλειας δημοσιονομικές πολιτικές, και να υποστηριχθεί ως «ξένο σώμα» από τις άλλες Περιφέρειες της Χώρας μέσω δανείων τους προς αυτή!
Είναι όμως το παραπάνω παράδειγμα συμβατό με το πώς αντιμετωπίστηκε η Ελλάδα από την «υπόλοιπη» Ευρωζώνη; Ασφαλώς και δεν είναι, υπό την προϋπόθεση όμως, πως θα δεχτούμε επιτέλους, πως «Εταίροι» και «Ενιαία (Πολιτικά) Ευρώπη» είναι πράγματα ασύμβατα εν τοις πράγμασι. Η «Ένωση» είναι μια Ένωση Αγοραία και Οικονομική, ψυχή τε και σώματι. Και δεχόμενοι αυτή την «ασυμβατότητα», θα πρέπει επίσης να δεχτούμε και άλλες κρίσιμες ασυμβατότητες, όπως π.χ., τα περί «κοινών ευρωπαϊκών συνόρων», τα περί «κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας», τα περί «κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος» (σε όλες του τις εκφάνσεις : πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, κ.λπ.). Επειδή όμως οι προϋποθέσεις αυτές δεν ισχύουν, τότε, ναι, το παράδειγμα είναι συμβατό.
Έτσι, π.χ., η περιβόητη εσωτερική υποτίμηση, ένα μέτρο από μόνο του πρωτοφανές για αναπτυγμένη Χώρα, (και ακόμα πιο πρωτοφανές για Χώρα – Μέλος της Ευρωζώνης που ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ αποτελείται από Μέλη με κύριο χαρακτηριστικό τους ότι δεν μπορούν να συγκριθούν με Οικονομίες του Τρίτου Κόσμου -αν και αυτή η ταξινόμηση «Τρίτος Κόσμος» είναι ίσως προβληματική σήμερα), ουσιαστικά, δεν ήταν παρά η παραδοχή, πως η Ελλάδα αντιμετωπίζονταν Μέσω των Μνημονιακών πολιτικών, ως Χώρα όχι απλά ΧΩΡΙΣ δικό της νόμισμα και ΧΩΡΙΣ τη δυνατότητα άσκησης της οποιασδήποτε πολιτικής επ’ αυτού όταν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει επείγοντα οικονομικά, δημοσιονομικά και νομισματικά προβλήματα, αλλά, ως μία Χώρα που έπρεπε να «ξεχάσει» πως έχει «δικό της» νόμισμα, κι αυτό είναι το ευρώ, ανεξάρτητα από το καθεστώς «κοινοκτημοσύνης» που το χαρακτηρίζει. Ουσιαστικά τα Μνημόνια αντιμετώπισαν την Ελλάδα ως Χώρα ΕΚΤΟΣ της Ευρωζώνης. Φυσικά, αν το ευρώ, ΔΕΝ πρόκειται να παίξει ΚΑΝΕΝΑ ρόλο στα πλαίσια των ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΩΝ της κάθε Χώρας – Μέλους, τότε το ερώτημα είναι, τότε, γιατί χρειάζεται και ποια είναι η αποστολή του για τις ΕΘΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ των Χωρών – Μελών που το έχουν ως «Εθνικό» τους νόμισμα.
Όμως απάντηση υπάρχει και βρίσκεται στο ότι το ευρώ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΔΕΝ παίζει τον ρόλο ενός (ενιαίου) «Εθνικού» νομίσματος, ελλείψει ενιαίας Εθνικής Κρατικής Οντότητας, σε σχέση με την οποία και μόνο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «Εθνικό» νόμισμα ΟΛΩΝ των «Εταίρων» που το συγκροτούν και που συμβαίνει όμως οι «Εταίροι» αυτοί να είναι ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΟΝΤΌΤΗΤΕΣ! Ασφαλώς και το ευρώ ΤΥΠΙΚΑ συμβάλλει εκεί όπου απαιτείται στο καθόλου οικονομικό γίγνεσθαι της Ευρωζώνης, όμως αυτό θα γίνει, με βάση ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ και το πρόβλημα που πλέον ανακύπτει, είναι πως αυτό το ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ προσδιορίζεται.
IV
Κι εδώ βρίσκεται ο γόρδιος δεσμός : πώς συγκροτείται αυτό το ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ;
Μα, θα απαντήσουν, βεβαίως από τα ΕΘΝΙΚΆ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ της.
Μονάχα που εδώ, αυτά τα «ΕΘΝΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ», παρ’ ό,τι δεν έχουν όλα ούτε το ίδιο «ειδικό βάρος» στο «κοινό» ευρωπαϊκό νόμισμα, ούτε όμως και το ίδιο περιεχόμενο και προσανατολισμό, και επομένως, τούτο το «ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ», εν τούτοις συγκροτείται στη πράξη στην απλοϊκή βάση στη βάση των «ποσοστώσεων» τη συμβολής και των συνεπειών της κάθε ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ στη συνολική Ευρωπαϊκή Οικονομία. Και φυσικά, δεν υπάρχει ανάγκη να «αποδείξουμε με αριθμούς», ποια είναι η ΕΘΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ με το συντριπτικό ποσοστό «ειδικού βάρους» στο ευρώ, και επομένως, που ουσιαστικά τείνει να ταυτίσει το ΕΘΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝ με το ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ, και επομένως, το «κοινό» νόμισμα, που ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ δεν λειτουργεί παρά στη βάση του ΓΕΝΙΚΟΎ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ, να καταλήγει να υπηρετεί το ταυτόσημό του ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ με ό,τι αυτό συνεπάγεται!
Συνεπώς, εδώ πρέπει κανείς να αναζητήσει τον λόγο για τον οποίο η Γερμανία ΕΠΡΕΠΕ να «βάλει στο παιχνίδι» της αντιμετώπισης της Κρίσης το ΔΝΤ.
Και ο λόγος αυτός, ΔΕΝ ήταν η Ελλάδα, διότι αν αυτός ήταν ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ λόγος, τότε, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά για την Βερολίνο.
Το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ πρόβλημα, ήταν ΟΛΟΣ Ο ΝΟΤΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, και το χειρότερο, μέσα σ’ αυτόν, έπρεπε να ενταχθεί και η Γαλλία, η οποία, ανάλογα από ποια πλευρά του ορίζοντα την βλέπεις στο χάρτη, ανήκει τόσο στον (Μεσογειακό) Νότο, όσο και στον Βορρά της Ευρώπης. Κι εδώ, όταν μιλάμε για ευρωπαϊκές Χώρες – Μέλη των G-7 (εκτός από τη Γερμανία και την Γαλλία είναι η Ιταλία), ή οικονομίες με μεγάλο ειδικό βάρος στην Ευρωζώνη, όπως π.χ., η Ισπανία, τα πράγματα αρχίζουν όχι μονάχα να γίνονται σοβαρά, μα και επικίνδυνα. Διότι αυτές οι οικονομίες αυτών των Χωρών, αποτελούν σημαντικές «δεξαμενές» απορρόφησης των εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας, «δεξαμενές» τόσο κρίσιμες, ώστε να επιβάλλεται να βρίσκονται υπό διαρκή ουσιαστική επιτήρηση και κυρίως δυνατότητα παρέμβασης εκ μέρους της Γερμανίας, όταν οι «εξ ορισμού» «απείθαρχοι» και «σπάταλοι» Λαοί του Ευρωπαϊκού Νότου, θα έθεταν σε κίνδυνο την απρόσκοπτη ροή αυτών των πλεονασμάτων, ανεξάρτητα αν αυτό σημαίνει μια διαιώνιση των αντίστοιχων ελλειμμάτων των Χωρών αυτών, ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΑΘΜΟ ακριβώς διότι ουσιαστικά το ευρώ ΔΕΝ λειτουργεί ως νόμισμα διάχυσης των όποιων του θετικών συνεπειών στη λειτουργία της Ευρωζώνης σε όλα τα Μέλη της.
Εδώ το Βερολίνο, δεν μπορούσε (ιδίως στη περίπτωση της Γαλλίας) με τόση ευκολία όσο στη περίπτωση της Ελλάδας να ασκήσει πιέσεις τόσο κυνικές και απροκάλυπτες όπως στη περίπτωση της Χώρας μας. Επειδή ουσιαστικά, ό,τι ζητούσε από την Ελλάδα ζητούσε και από τις παραπάνω Χώρες, δηλαδή δημοσιονομική πειθαρχία και λιτότητα, αυτό το μήνυμα που έπρεπε να μετατραπεί και σε μέτρα πολιτικής, ήταν ανάγκη ένας «τρίτος, μη ευρωπαϊκός» διεθνής οργανισμός να το επιβάλλει, κι αυτός ήταν το ΔΝΤ. Το ότι επιλέχτηκε η Ελλάδα ως «πρότυπο» εφαρμογής των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν, αυτό οφείλεται ασφαλώς στο ότι, ως φαίνεται, εδώ εντοπίστηκε η πλέον πρόθυμη Πολιτική Εξουσία που θα πείθονταν να συνεργαστεί.
Όμως, το «παιχνίδι» της εμπλοκής του ΔΝΤ, δεν σταματά εδώ. Βεβαίως και το Βερολίνο γνώριζε άριστα, πως οι παραπάνω πολιτικές μα και ο (βίαιος) τρόπος που σχεδίαζε να τις επιβάλλει, όχι μόνο θα προκαλούσαν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, αυτό από μόνο του, ίσως να το απασχολούσε λιγότερο, μα θα έπρεπε να επιβληθούν εναντίον ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΏΝ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ, ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΕΚΤΗΜΕΝΩΝ της ίδιας της Ευρώπης, με άλλα λόγια, οι σχεδιαζόμενες πολιτικές, θα έπρεπε να έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με τα άνω Κεκτημένα, και επομένως, εκτός της ανεύρεσης μιας «πρόθυμης» Κυβέρνησης να επιβάλλει αυτά τα μέτρα, θα έπρεπε να ήταν «πρόθυμη» να τα επιβάλλει ακόμα και αν τα μέτρα αυτά, θα έπρεπε «αντικειμενικά», ή άλλως, θα εκλαμβάνονταν ως μέτρα, που θα έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με τα άνω Κεκτημένα παραβιάζοντάς τα.
Φαίνεται, ότι η «τιμή της επιλογής» της Ελλάδας, ως του «πρόθυμου πειραματόζωου», μια «προθυμία» που ονομάστηκε «θυσίες εν ονόματι του ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ» (της Ελλάδας, αν και ορισμένες φορές κάποιες φωνές δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν, υπογραμμίζοντας ότι με αυτές τις θυσίες «σώθηκε» και το ευρώ), που θα «εισήγαγε» τις πλέον σκληρές πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας εν καιρώ ειρήνης, με αποτελέσματα όμως που τα συναντάς εν καιρώ (ενόπλων) πολέμων, επιβεβαιώνει πως πληρούνταν κι αυτός ο όρος.
Σε ό,τι με αφορά, η μη οικονομική εκδοχή της «αφίξεως» του ΔΝΤ στην Ευρώπη -εκεί όπου τελικώς πήγε-, αποτελεί την πιο κρίσιμη παρακαταθήκη της παρουσίας του στην Ευρωζώνη και ασφαλώς σε ό,τι μας αφορά, εδώ στην Ελλάδα.