«Κατ’ αρχήν θέλω να αναγνωρίσω στην ελληνική αστυνομία τα αντανακλαστικά της στον εντοπισμό και στη σύλληψη των υπόπτων για την τέλεση της άνανδρης και αποτρόπαιας δολοφονίας του 19χρονου Άλκη. Τον λόγο έχει πλέον η ελληνική δικαιοσύνη ώστε να τιμωρηθούν οι εγκληματίες όπως τους αρμόζει.
Σε ό,τι με αφορά, επέλεξα το τελευταίο διάστημα να σιωπήσω, γιατί πεποίθησή μου είναι πως ο πρώτος λόγος ανήκει στις έρευνες των αρχών και όχι στις ηχηρές δηλώσεις. Δεν απάντησα ούτε κι όταν η οικογένεια μου και εγώ δεχθήκαμε και εξακολουθούμε να δεχόμαστε, ακραίες και πέρα από κάθε λογική και ανθρώπινη ηθική, προσωπικές επιθέσεις. Αδυνατώ να αντιληφθώ τι και ποιους εξυπηρετούν και ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι εκείνων που τις εξαπολύουν. Προσωπικά, πιστεύω ότι δεν είναι η ώρα για αντεγκλήσεις, συγκρούσεις και σχόλια. Είναι η ώρα να ενωθούμε όλοι όσοι δεν αδιαφορούν για το μέλλον των παιδιών μας: αρχές, αθλητικοί σύλλογοι, παράγοντες, αθλητές, προκειμένου να βάλουμε όλοι μαζί ένα οριστικό τέλος στη βία μεταξύ οπαδών.
Η βία, άλλωστε, δεν έχει χρώμα, δεν έχει ομάδα, δεν έχει πόλη. Είναι καταδικαστέα από οπουδήποτε κι αν προέρχεται και μόνο ενωμένοι μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε. Είναι σαφές ότι οι δολοφόνοι του Άλκη, δεν είχαν και ποτέ δεν μπορούσαν να έχουν καμία σχέση με τον ΠΑΟΚ, την ιστορία του, το παρόν και το μέλλον του. Είναι στυγνοί εγκληματίες κι έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Θα συνεχίσω να εργάζομαι ακόμα πιο εντατικά, σε συνεργασία με την πολιτεία, προκειμένου τα φαινόμενα της οπαδικής βίας να εκλείψουν.
Θέλω να ελπίζω ότι οι ιδιοκτήτες και οι πρόεδροι όλων των ΠΑΕ θα πράξουν το ίδιο, για το καλό του ποδοσφαίρου, του αθλητισμού και της ελληνικής κοινωνίας. Ξέρω ότι αυτό δεν θα φέρει τον Άλκη πίσω, δεν θα απαλύνει τον πόνο των γονιών του, αλλά θα αποτελέσει τον καλύτερο φόρο τιμής στην μνήμη του».