Εγώ σκαλίζω την πληγή μου για να την γιατρέψω.
Του Πασχάλη Τσολάκη
Μια ζωή γράφω ποιήματα. Φτιάχνω πρόχειρες φωλιές για τα ερημοπούλια. Κι ύστερα άγριος βοριάς τις παίρνει, τις σκορπάει, ώσπου να ξαναγίνουνε φωλιές στα σύννεφα, για να έχουν κάπου να κουρνιάσουν τα όνειρα.
Ο άνθρωπος, είπε ο μεγάλος δάσκαλος Λιαντίνης, στη βάση του είναι σφάλμα, στην κορύφωσή του είναι εξαγνισμός. Η επιστήμη όμως του εξαγνισμού σήμερα δεν διδάσκεται. Πέθαναν οι σοφοί της αρχαιότητας, όχι μέσα στον χρόνο, αλλά μέσα στην σκέψη των ανθρώπων.
Η πολιτεία προχθές εμβολίασε αστέγους. Τι μεγαλείο! Τι καλοσύνη! Τι μεγαλοδωρία!! Χωρίς διαφήμιση, χωρίς δημοσιότητα, χωρίς ιδιοτέλεια. Τα κανάλια κατέγραφαν για να ενημερωθούν οι πολίτες! Τα υπέροχα λόγια ήταν των εκφωνητών, όχι της πολιτείας!
Η πολιτεία ήταν πάντα κοντά στους άστεγους και τους απόκληρους. Τόσο κοντά που χρόνια τώρα οι άστεγοι έχουν για σκέπασμα τη στέγη του ουρανού!
Σπουργίτια του κόσμου που ψάχνουν ψίχουλα ζωής, να υπάρξουν τουλάχιστον στην ημέρα. Αύριο έχει ο θεός του κόσμου, γιατί η πολιτεία ποτέ δεν έχει… (έχει κύμβαλα αλαλάζοντα).
Οι άστεγοι, οι απόκληροι, οι πονεμένοι, οι μεροκαματιάρηδες, σαν τα πουλιά που δεν βρίσκουν ούτε ένα κλαδί δένδρου για να τραγουδήσουν το θλιμμένο τραγούδι τους.
Οι άνθρωποι έτσι κι αλλιώς δεν ακούν. Δέχονται μόνο εντολές. Κάθε πρωί βλέπουν στο δέρμα τους τα τατού των εντολών των αρχόντων.
Δέχτηκαν αυτήν την πράξη, θαρρείς και είναι ερπετά που μπορούν να αλλάξουν το δέρμα τους αύριο, μεθαύριο…
Δεν ακούν τις αέναες φωνές από το παρελθόν που κουβαλούν μηνύματα με τους ανέμους, δεν ακούν τα μπουμπουνητά των καιρών και τα σημάδια για να προβλέπουν τις καταιγίδες και τις καταστροφές.
Οι άρχοντες τους κλέψανε το δικαίωμα να σκέπτονται. Δεν κατάλαβαν ακόμα, ότι όταν η ζωή σε φτάνει στα όρια, το κάνει για να τα ξεπεράσεις.
Η ζωή δεν είναι μια κυρία που την συστήνουν για να την γνωρίσει κάποιος. Η ζωή δεν μαθαίνεται από δεύτερο χέρι. Θέλει τα ρίσκα της. Δεν είναι στατική. Δεν είναι αναβλητική, ούτε αναστρέψιμη Μα οι άνθρωποι δεν ακούν. Δεν αφουγκράζονται. Δεν αμφισβητούν.
Πνιγμένοι κάθε φορά, μέσα από τις κατασκευασμένες ανάγκες, σκάβουν διαρκώς με νύχια και με δόντια τον λάκκο και περιμένουν κάποιον να τους σπρώξει μέσα για να του φορτώσουν την ευθύνη.
Η ζωή είναι μια ζωγραφιά, κι αν θέλει ο άνθρωπος να είναι όμορφη, πρέπει ο ίδιος να διαλέξει το τοπίο. Οι πολιτικοί διαφεντεύουν σαν τα κύματα. Οδηγούν την κοινωνία εκεί που θέλουν να την ξεβράσουν.
Οι καιροί ου μενετοί αλλά ποιος να το εξηγήσει. Χαλεποί καιροί….
Νόμοι, νόμοι κι ύστερα μέσα από τους νόμους, η νομή των κόπων και του ιδρώτα της κοινωνίας από τους άρχοντες.
Υπομονή, υπομονή μέχρι το 2025, το 2030, το 2040 κι η κοινωνία ζαρωμένη, πνίγοντας το λυγμό της κλαψουρίζει…
Φοβάμαι μαμά….γερνάω μαμά….