του Χρυσόστομου Τσιρίδη
Ένα ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, απλά και σύντομα, όσο γίνεται.
.
“πληρόω-ω” σήμαινε (και σημαίνει) μεστώ, γεμίζω
Τα αρχικά παράγωγα ήταν “πλήρωσις” / “πλήρωμα” (χρόνου) κλπ
.
και τα ρηματικά: “πληρώσω”, “πληρωθεί”
(λ.χ το ρηθέν), “πε-πληρωμένος”, “ο (τα πάντα) πληρών” …
.
Από όπου οι μετέπειτα ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΕΣ “πλήρωση θέσεων”/ “πλήρωμα” /
“συμπλήρωση” / πληρότητα /αναπλήρωση…..
.
ΟΜΩΣ:
ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ στην εξέλιξη μιας λέξης ήταν και είναι η
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ, με…. συνεργό την “συνυποδήλωση”
.
Πληρώ(νω)= Είμαι επαρκής / δεν έχω κενά, εκκρεμότητες /είμαι εντάξει /
ανταποκρίνομαι κλπ
(ΣΥΝΥΠΟΔΗΛΩΣΕΙΣ που οδηγούν σε ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ- ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ
εκφράσεις πλέον)
.
Από το “πληρωμή-πληρωμές”= καταβολή, κατάθεση χρημάτων, αμοιβή κλπ
ΕΩΣ:
“το πλήρωσε”= τιμωρήθηκε
“Τον πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα”= Τον εκδικήθηκε.
“Είναι πληρωμένος…..”= δωροδοκημένος, εξαγορασμένος κ.α
.
Κάπως έτσι η (ΚΑΘΕ) “λέξη” μπαίνει στα ΠΟΛΥΔΑΙΔΑΛΑ μονοπάτια
της “ΓΛΩΣΣΑΣ”, πολύ μακριά από το αρχικό ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΟ νόημα
(πληρό-ω= γεμίζω).
.
Σχεδόν δεν αναγνωρίζεται ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ μεν…
.
….ΑΛΛΑ (ας το προσέξουμε αυτό) ΚΑΤΑΝΟΕΙΤΑΙ απολύτως
επικοινωνιακά (!).
.
Η ΔΥΝΑΜΗ, το θείο ΔΩΡΟ της ΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗΣ (!!!) γλώσσας.
.
Ενδεικτικά. Τί σημαίνουν:
“πληρωμένη απάντηση”
“δεν θα πληρώσω εγώ την νύφη”
“πληρώνεις την τσόχα ή τα ραφτικά;”