Ο Προκόπης Παυλόπουλος απαντά στον εθνομηδενισμό του Σκάι

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η σημερινή «Δημοκρατία» έχει αφιερώσει το πρωτοσέλιδό της στο ότι σ’ ένα ντοκιμαντέρ του Σκάϊ – συνηθισμένη η τακτική του για την Επανάσταση του 1821 από την εποχή Βερέμη – όπου ο κ. Στάθης Καλύβας εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι το Ελληνικό κράτος δημιούργησε το Έθνος μας! Η τοποθέτηση αυτή συνιστά τον ορισμό του εθνομηδενισμού. Διότι απλούστατα μηδενίζει την ιστορία του ελληνικού έθνους, η οποία φυσικά μετρά  πολλές χιλιετίες. Και όχι 200 χρόνια του νέου ελληνικού κράτους, όπως η εθνομηδενιστές προσπαθούν να επιβάλουν ως κυρίαρχη άποψη.

Από τον μινωικό πολιτισμό, την κλασική αρχαιότητα, το μεγαλείο της μακεδονικής αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο έως και τα σύγχρονα έπη και τις τραγωδίες του ελληνισμού, το έθνος έχει αδιάλειπτη ιστορία. Αυτή ακριβώς την ιστορία υπερασπίστηκε ο τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος στο εκπληκτικό του βιβλίο για την εθνεγερσία.

72B666F5 74FD 44B6 9B0F D6A4BEF6E6F3
Το εκπληκτικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Δημοκρατία

Στην συνέχεια παραθέτουμε ένα εκτενές απόσπασμα από το νέο βιβλίο του τ. ΠτΔΠροκόπη Παυλόπουλου, στο οποίο αποδομεί στην κυριολεξία αυτές τις ανιστόρητες θέσεις, αποδεικνύοντας την μακραίωνη πορεία του Ελληνικού Έθνους με «μάρτυρες» τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη («Ανάλεκτα για την Εθνεγερσία του 1821», έκδ.Σιδέρη, 2021, σελ.26 επ.)

730A0CEB D0F2 4A15 ADFD D5FF85B84A2C
Το εξώφυλλο του εκπληκτικού βιβλίου του Προκόπη Παυλόπουλου για την Εθνεγερσία

«Ι. Έθνος και Γλώσσα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτή την κορυφαία συγκυρία αναδύεται, ως αυτονόητη θεμελιώδης προτεραιότητα, η ανάγκη διευκρίνισης των προϋποθέσεων γέννησης και της μετέπειτα πορείας του Ελληνικού Έθνους.  Και γιατί ο όρος «Εθνεγερσία του 1821» σηματοδοτεί, επίσης αυτονοήτως, την αυταπόδεικτη πραγματικότητα της Επανάστασης, μέσω της οποίας ένα από αιώνων προϋπάρχονΈθνος αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό, ύστερα από τετρακόσια χρόνια αιματοβαμμένης σκλαβιάς -ας θυμηθούμε τους συμβολισμούς της «αλυσόδετης πατρίδας του σκλάβου», μέσ’ από τον στίχο του Ιωάννη Πολέμη στο «Κρυφό Σχολειό»- γεγονός το οποίο την διαφοροποιεί, ευθέως και αναντιρρήτως, από άλλες επαναστατικές διεργασίες της εποχής, όπως η «Ένδοξη Επανάσταση» του 1688 στην Αγγλία, η Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και η Γαλλική Επανάσταση του 1789.  Αλλά και γιατί έχουν διατυπωθεί εντελώς πρόχειρες -και ως εκ τούτου ιστορικώς ατεκμηρίωτες και αντιστοίχως εσφαλμένες- θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η γέννηση του Ελληνικού Έθνους δήθεν «συμπίπτει», αδιακρίτως, με την Εθνεγερσία του 1821 και την μετέπειτα ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.

Α. Μια ανιστόρητη σύγχυση.

Είναι φανερό ότι οι υποστηρικτές τέτοιων θέσεων συγχέουν και, εν τέλει, ταυτίζουν δύο, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, δεδομένα.  Και, συγκεκριμένα, από την μια πλευρά την υπό ιστορικούς και, lato sensu κοινωνιολογικούς, όρους -και για μεγαλύτερη ακρίβεια εθνολογικούς όρους- γέννηση ενός Έθνους.  Και, από την άλλη πλευρά, την θεσμική και πολιτική διεργασία μετατροπής ενός προϋπάρχοντος, υπό την κατά τ’ ανωτέρω έννοια, Έθνους σε Έθνος-Κράτος.  Ιδίως δε Έθνος-Κράτος το οποίο, σύμφωνα με την ορολογία της επικρατήσασας στην Δύση και στην Ευρώπη θεσμικής και πολιτικής «νεωτερικότητας», εδράζεται στις αντηρίδες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας με ιεραρχημένη και δημοκρατικώς νομιμοποιημένη Έννομη Τάξη, η οποία, ακριβώς λόγω της ιεράρχησής της, έχει ως «θεμέλιο» αλλά και «κορυφή» το Σύνταγμα.

1. Το φαινόμενο της μετά την Εθνεγερσία του 1821 δημιουργίας του Νεότερου Ελληνικού Έθνους-Κράτους.

Κατ’ ιστορική και θεσμικοπολιτική λοιπόν ακρίβεια, η Εθνεγερσία του 1821 υπήρξε η αφετηρία της μετέπειτα δημιουργίας -οριστικώς με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830- του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, υπό την μορφή Έθνους-Κράτους που οργανώθηκε με βάση τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

α) Προπομποί αυτής της εξέλιξης υπήρξαν τα Τοπικά Πολιτεύματα του 1821 -σε Σάμο, Κρήτη, Άμφισσα, Μεσολόγγι και Άργος- και τα προσωρινά Συντάγματα της Επιδαύρου, το 1822 και του Άστρους, το 1823.  Κατάληξή τους δε υπήρξε το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο ψηφίσθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα, το 1827.  Και το οποίο ναι μεν ελάχιστα εφαρμόσθηκε, λόγω των συνθηκών της εποχής, πλην όμως αποτέλεσε τον πρώτο οριστικό Καταστατικό Χάρτη της ακόμη αγωνιζόμενης Ελλάδας.

β) Κατά συνέπεια, η υπό τα ως άνω δεδομένα δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, υπό την μορφή Έθνους-Κράτους, καταδεικνύει ευχερώς ότι, από αμιγώς εθνολογική άποψη, το Ελληνικό Έθνος είναι πολύ προγενέστερο της Εθνεγερσίας του 1821.  Και τούτο γιατί ήταν αυτό το  Έθνος το οποίο, μέσω της Επανάστασης του 1821, αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό και άνοιξε έτσι τον δρόμο για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους -ύστερα από δεκαετή, σχεδόν, αιματηρό αγώνα- με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, όπως προεκτέθηκε.  Ας μην ξεχνάμε ότι η «Ιερά Συμμαχία», με «καθοδηγητή» τον Κλέμενς φον Μέττερνιχ, ιδίως ύστερα από το Συνέδριο της Βιέννης μεταξύ 1814-1815, ήταν ο κυριότερος αντίπαλος στην δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ως το πρώτο στην Ευρώπη Έθνος-Κράτος -όπως και υπήρξε εν τέλει- «έθετε σε κίνδυνο» την εδραίωση του «παλαιού καθεστώτος» («ancient regime») των αριστοκρατικών φεουδαρχικών προνομίων.  Και το ερώτημα εγείρεται αυτοθρόως: Αν η δημιουργία του Ελληνικού Έθνους συμπίπτει, γενικώς, με την Εθνεγερσία του 1821, ποιο ήταν εκείνο το Έθνος, το οποίο η Ιερά Συμμαχία και ο Μέττερνιχ αναγνώριζαν αλλά δεν ήθελαν, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να εξελιχθεί σε αυτόνομο Έθνος-Κράτος;

2. Η Ελληνική Γλώσσα ως «όχημα» εξελικτικής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους.

Αντιστοίχως, κατ’ ιστορική και κοινωνιολογική -επομένως κατ’ εθνολογική- ακρίβεια, είναι εντελώς διαφορετική η κατεύθυνση, η οποία πρέπει να υιοθετηθεί για την αποκάλυψη των καταβολών και των ριζών του Ελληνικού Έθνους.  Και κατά την επικρατέστερη -αλλά και εθνολογικώς επαρκώς τεκμηριωμένη- άποψη, η γλώσσα είναι εκείνη, η οποία αποτελεί, τουλάχιστον κατά κανόνα, το «όχημα» εξελικτικής δημιουργίας ενός Έθνους.  Επομένως, η Ελληνική Γλώσσα -η οποία γράφεται και ομιλείται ουσιαστικώς αδιαλείπτως πάνω από τρεις χιλιετίες, «προνόμιο» που ουδεμία άλλη γλώσσα στην ιστορία της Ανθρωπότητας μπορεί να διεκδικήσει- είναι εκείνη, η οποία υπήρξε το «όχημα» της εξελικτικής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους.  Επέκεινα δε και του Ελληνικού Πολιτισμού, μιάς και η πορεία του τελευταίου είναι εντελώς παράλληλη μ’ εκείνη του Ελληνικού Έθνους.  Ίσως δε ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να εκφράσει πληρέστερα αυτή την μεγάλη αλήθεια από πολλούς ιστορικούς.  Τούτο αναδεικνύεται, με μοναδικό τρόπο, μέσ’ από τους στίχους -πραγματικό «ιωνικό κιονόκρανο» όχι μόνον της Ελληνικής αλλά και της Παγκόσμιας Ποίησης- του Οδυσσέα Ελύτη, στο «Άξιον Εστί» (Τα Πάθη, Ψαλμός Β΄):

«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».

α) Η άρρηκτη σύνδεση του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Πολιτισμού με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει από το ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός υπήρξε, εξ’ υπαρχής, Πολιτισμός ιδίως του γραπτού λόγου. Με την έννοια ότι είναι το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και ιδίως των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων.  Ο γραπτός λόγος όμως είναι το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα.  Άρα στην βάση του γραπτού λόγου βρίσκεται η γλώσσα.  Έτσι, η Ελληνική Γλώσσα κατέστη όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα, αλλά και το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την μέχρι σήμερα εξέλιξή του.  Και όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο συμπέρασμα, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα.

β) Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική Διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, στενά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων.  Θεωρώ τον μέγιστο Ιστορικό Θουκυδίδη ως τον πιο κατάλληλο για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια.  Πραγματικά ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή των «Ιστοριών» του (Α΄, 2-5), καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου.  Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μιαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε ιωνική βάση.

Β. Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός: Η παγκόσμια διαχρονική καταξίωση του Ελληνικού Έθνους.

Μέσ’ απ’ αυτήν την μακραίωνη εξέλιξή της η Ελληνική Γλώσσα, εκτός από «όχημα» σταδιακής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους,  υπήρξε και δημιουργός της Ελληνικής Παιδείας, ήτοι του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, και συνιστά πάντα την βάση του Ελληνικού Πολιτισμού.

1. Η Ελληνική Γλώσσα και το Ελληνικό Πνεύμα.

Επιπλέον, αποτελεί αδιαμφισβήτητο ιστορικό κεκτημένο ότι η Ελληνική Παιδεία και ο Ελληνικός Πολιτισμός έχουν ως κορωνίδα την Ελευθερία της Σκέψης και Διανόησης.

α) Κατά τον André Malraux, στην μνημειώδη ομιλία του της 28ης Μαΐου 1959 για την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης, ο Ελληνικός Πολιτισμός ήταν ο πρώτος Πολιτισμός χωρίς «ιερό βιβλίο», όπου η λέξη ευφυΐα σημαίνει να θέτεις ερωτήματα.  Και ήταν, πρωτίστως, αυτή η Ελευθερία της Σκέψης και της Διανόησης που επέτρεψε στο Ελληνικό Πνεύμα να μετατρέψει την πληροφορία και την εμπειρία σε Γνώση και την Γνώση σε Σοφία, ήτοι Επιστήμη.  Γεγονός, το οποίο του άνοιξε το δρόμο για να κυριαρχήσει πολύ ενωρίς στις Επιστήμες,  από τις Θετικές ως τις Ανθρωπιστικές, με κολοφώνα την Φιλοσοφία, ιδίως κατά την Κλασική και την Ελληνιστική εποχή.

β) Μεσ’ απ’ αυτήν την, οιονεί «προμηθεϊκή», πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία, υπό τις διευκρινίσεις που δόθηκαν αμέσως πιο πάνω.  Την τελευταία δε με την μορφή της κορύφωσης αλλά και του επικέντρου της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους «εργαλείου» αναζήτησης και επεξεργασίας της γνώσης, που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση ως την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της.

β1) Η «δοξαστική» σύλληψη και κυοφορία της Επιστήμης –που συνιστά το ισοδύναμο του «big–bang» στο πεδίο μορφοποίησης του «σύμπαντος» της ανθρώπινης δημιουργίας, καθώς ο Άνθρωπος πλάθει το δικό του Σύμπαν για να κατανοήσει εκείνο του Δημιουργού του- είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, έργο των Προσωκρατικών φιλοσόφων καθώς και των Σοφιστών, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από αυτούς, με κυριότερους τους Πρωταγόρα και Ιππία, φυσικά σύμφωνα με τα υπάρχοντα, δυστυχώς άκρως ελλιπή, ιστορικά τεκμήρια.  Και τούτο διότι ήταν ορισμένοι από τους μεταγενέστερους Προσωκρατικούς, οι οποίοι πρώτοι ένοιωσαν την ανάγκη ν’ απαλλάξουν την ανθρώπινη διανόηση από τα «προπατορικά» δεσμά του μύθου και να την οδηγήσουν, σταδιακώς, προς την κατανόηση και εξήγηση του κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις.

β2) Ταυτοχρόνως, αυτή η ριζοσπαστική δημιουργική παρακαταθήκη των Προσωκρατικών υπήρξε, στην μετέπειτα πορεία του Πνεύματος, ένα σημαντικό -υπό την έννοια του πρωτοπόρου- όπλο για την αντιμετώπιση των εμποδίων του κάθε είδους δογματισμού που έκανε, κατά καιρούς, την εμφάνισή του.   Πόσο αργότερα, άραγε, ο Μαξ Βέμπερ, στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», «ανακάλυψε» ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου», την «απομάγευση του κόσμου» («die Entzauberung der Welt»), ήτοι την απαλλαγή της σκέψης κατά την έρευνα του κόσμου τούτου από τα «μάγια» του κάθε είδους μύθου!

2. Η «οικουμενικότητα» της Ελληνικής Γλώσσας και η διαλεκτική της σχέση με τον Ελληνικό Πολιτισμό.

Γι’ αυτό η Ελληνική Γλώσσα είναι και θα είναι πανταχού παρούσα στις Επιστήμες, από τα Μαθηματικά, την Φυσική, την Ιατρική, την Οικονομία ως την Φιλοσοφία σε όλο τον Κόσμο, ακόμη δε και στην Λογοτεχνία και στην Τέχνη.

α) Βεβαίως στην εξάπλωση αυτή έχουν συμβάλει -σύμφωνα με μια ορισμένη άποψη- οι ινδοευρωπαϊκές ρίζες της Ελληνικής Γλώσσας, κυρίως όμως έχει συμβάλει η ουσία του Ελληνικού Πολιτισμού, με βάση την Γλώσσα μας.   Γι’ αυτό και ο Ελληνικός Πολιτισμός, ως δημιουργός Επιστήμης και Σοφίας, είναι κραταιός πυλώνας του Ευρωπαϊκού και του Δυτικού Πολιτισμού, εξ ού και η προαναφερόμενη απαστράπτουσα, μέσω των λαμπρών ψηφίδων της,  παρουσία της Ελληνικής Γλώσσας σε όλες τις Γλώσσες της Ευρώπης και της υπόλοιπης Δύσης, και όχι μόνο.

β) Η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής Γλώσσας αποδεικνύει, επιπλέον, ότι η σχέση της με τον Ελληνικό Πολιτισμό ήταν και παραμένει διαλεκτική.  Με την έννοια ότι βεβαίως όσο μια γλώσσα είναι σε θέση να εκφράσει και να διατυπώσει, άρα και ν’ αποτυπώσει, μεγάλα νοήματα και να συμβάλει στην αναζήτηση της Επιστημονικής Αλήθειας και στην  στερέωση της «Σοφίας» -φυσικά πρωτίστως ως Φιλοσοφίας- τόσο πιο σημαντικός είναι ο Πολιτισμός που στηρίζεται σε αυτή.  Και, e contrario αλλά συνακόλουθα, όσο πιο σημαντικός, προς την ως άνω κατεύθυνση, γίνεται ένας Πολιτισμός, τόσο περισσότερο και η γλώσσα καταξιώνεται ως μέσο διαμόρφωσης και έκφρασής του.»

ΔΗΜΟΦΙΛΗ