Οι τρεις συμβάσεις προμήθειας οπλικών συστημάτων, για τις οποίες ενημερώθηκε πρόσφατα η Ειδική Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων της Βουλής, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δύο λόγους.
Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Πρώτον, γιατί αφορούν κρίσιμα οπλικά συστήματα για την ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) και της Πολεμικής Αεροπορίας και δεύτερον, γιατί αποτελούν τυπικά παραδείγματα της ιδιάζουσας μεθοδολογίας που η παρούσα κυβέρνηση ακολουθεί στην υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων: επιλογή χωρίς τυπική διαγωνιστική διαδικασία, μετατροπή της σύμβασης σε νόμο (πρακτικά «παροπλίζει» τον ισχύοντα νόμο για τις αμυντικές προμήθειες, που η ίδια τροποποίησε ώστε να καταστεί λειτουργικότερος) και σχεδόν μηδενική εγχώρια συμμετοχή στην παραγωγή.
Η πρώτη σύμβαση αφορά την προμήθεια επιπλέον έξι μαχητικών Rafale, που θα προστεθούν στα αρχικά 18 (έξι νέας κατασκευής και 12 μεταχειρισμένα από τα αποθέματα της αεροπορίας της Γαλλίας), των οποίων η ύψους 2,49 δισ. ευρώ προμήθεια έγινε με τον νόμο 4766 της 15ης Ιανουαρίου 2021, που όμως δεν περιελάμβανε δικαίωμα προαίρεσης (option) για επιπλέον μαχητικά.
Στην πράξη, η νέα σύμβαση αποτελεί ισάριθμες τροποποιήσεις των τριών αρχικών συμβάσεων και υλοποιεί την πρωθυπουργική εξαγγελία κατά τη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ύψος της ανέρχεται σε 1,1 δισ. ευρώ και εκτός των έξι μαχητικών, περιλαμβάνει την εν συνεχεία υποστήριξή (FOS: Follow-On-Support) τους, καθώς και την προμήθεια όπλων (κατευθυνόμενα βλήματα αέρος – αέρος Meteor).
Όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος στην πρόσφατη συζήτηση του Προϋπολογισμού στη Βουλή, τα πρώτα έξι (μεταχειρισμένα) Rafale αναμένονται στην Τανάγρα στις 19 Ιανουαρίου. Η δεύτερη εξάδα θα παραδοθεί μέσα στο 2022 και η τρίτη το 2023. Ο υπουργός ανέφερε ότι ο αντικειμενικός σκοπός είναι «να φτάσει ο συνολικός αριθμός σε μια πλήρη μοίρα (24 τον αριθμό), υποστηριζόμενα όμως από τα όπλα που πρέπει να φέρουν, τα ανταλλακτικά με τα οποία πρέπει να εφοδιάζονται, δηλαδή, μαζί με τη σύμβαση, εν συνεχεία υποστήριξη και ασφαλώς τις σχετικές υποδομές» και ότι το πρόγραμμα εκπαίδευσης του ιπτάμενου και του τεχνικού προσωπικού της Πολεμικής Αεροπορίας εξελίσσεται σύμφωνα με τον προγραμματισμό.
Η δεύτερη σύμβαση αφορά την προμήθεια 44 τορπιλών βαρέως τύπου (διαμετρήματος 21 ιντσών – 533 χλστ.) SeaHake mod. 4 (εξαγωγική ονομασία της DM2 A4, που ήδη διαθέτουν οι Γερμανία, Ισπανία, Πακιστάν και Τουρκία. Ανάδοχος είναι η γερμανική ATLAS Elektronik GmbH και το ύψος της σύμβασης, που περιλαμβάνει την προμήθεια των τορπιλών, την εκπαίδευση, τη δημιουργία συνεργείου για την υποστήριξη και συντήρησή τους, αναλώσιμα και τορπίλες γυμνασίων) και ανέρχεται σε περίπου 112.000.000 ευρώ.
Η σύμβαση αποτελεί την ευτυχή κατάληξη ενός σίριαλ που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μετά την υπογραφή και ενεργοποίηση των αρχικών συμβάσεων υποβρυχίων, καθώς οι επιτελείς του ΠΝ είχαν συμπεριλάβει στον προγραμματισμό τους το αυτονόητο, δηλαδή τον εξοπλισμό τους με τορπίλες νέας τεχνολογίας και υψηλότερων επιδόσεων.
Το 2003 επιλέχθηκε υποψήφιος ανάδοχος, αλλά στις 30 Ιουλίου 2004 η διαδικασία ακυρώθηκε. Χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια ώστε να δρομολογηθεί η υλοποίηση του προγράμματος και να είναι ορατή η ανάθεση της σύμβασης. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των 18 παλαιότερης τεχνολογίας τορπιλών SUT (ακόμη και σήμερα αποτελούν το μοναδικό όπλο των ελληνικών υποβρυχίων), που είχε αποφασιστεί το 2019, εγκαταλείφθηκε ώστε να συμπιεσθεί το κόστος. Πάντως, σε αντίθεση με τα Rafale και τις νέες φρεγάτες, το πρόγραμμα των νέων τορπιλών πιθανότατα θα περιλαμβάνει εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή στην παραγωγή τους.
Η τρίτη σύμβαση αφορά την προμήθεια τριών νέων φρεγατών τύπου FDI-HN (Belh@rra) από τη Γαλλία, με εκτιμώμενο κόστος περί τα 3,05 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των όπλων τους και της εν συνεχεία λογιστικής υποστήριξης (FOS). Ας σημειωθεί ότι η πρόσφατη επίσκεψη Ελλήνων δημοσιογράφων στις εγκαταστάσεις της Naval Group στο Λοριάν, με την ευκαιρία τοποθέτησης της τρόπιδας της πρώτης φρεγάτας για το ναυτικό της Γαλλίας, υπήρξε αρκετά διαφωτιστική για κάποια σημεία της σύμβασης. Σύμφωνα λοιπόν με τη θέση που επίσημα εξέφρασε η Naval Group, το ΠΝ κατά τις διαπραγματεύσεις δεν αιτήθηκε την τοποθέτηση του ναυτικού πυροβόλου STRALES, σε αντίθεση με τις πληροφορίες που υπήρχαν. Η δημόσια γαλλική τοποθέτηση επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις ότι η οροφή των 3 δισ. ευρώ είναι απολύτως ανελαστική (στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διαφορά στο κόστος των πυροβόλων εκτιμάται σε μερικά εκατομμύρια ευρώ).
Επίσης, έγινε γνωστό ότι οι τρεις ελληνικές φρεγάτες θα διαθέτουν όλη την αναγκαία υποδομή (βάσεις εγκατάστασης, καλωδιώσεις, συστήματα τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια και ψύξης) για την εγκατάσταση συστήματος ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM: Electronic Counter Measures) και ότι στη συνέχεια το ΠΝ μπορεί να εγκαταστήσει οποιοδήποτε σύστημα επιθυμεί. Φυσικά, όταν συμβεί αυτό θα προκύψουν κάποια κόστη διασύνδεσης και ολοκλήρωσης του συστήματος ECM στο κατασκευής Naval Group Σύστημα Διαχείρισης Μάχης (CMS) SETIS των πλοίων. Ας σημειωθεί εδώ ότι σε γαλλική υπηρεσία τα πλοία του τύπου δεν προβλέπεται να εξοπλιστούν με σύστημα ECM.
Σε ό,τι αφορά τα συστήματα κάθετης εκτόξευσης, όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι τελικά δεν θα επιλεγεί η εγκατάσταση τουλάχιστον ενός κάθετου συστήματος εκτόξευσης Sylver A70 με οκτώ κελιά, που έχει δυνατότητα εκτός των κατευθυνόμενων βλημάτων επιφανείας – αέρος της οικογενείας Aster να βάλει και βλήματα πλεύσης με ικανότητα προσβολής στόχων ξηράς Missile de Croisière Naval (MdCN / SCALP Naval). Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας κατά την πρόσφατη συζήτηση του Προϋπολογισμού στη Βουλή, προβλέπεται ότι «δυο φρεγάτες θα παραδοθούν το 2025, άντε η δεύτερη αρχές του ’26, και η επόμενη εντός του 2026».
Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας επιβεβαίωσε ότι διεξάγονται διαπραγματεύσεις για την προμήθεια τεσσάρων νέων κορβετών και τον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής των τεσσάρων φρεγατών τύπου MEKO-200HN, που «θα συμπληρώσουν τελικά το πρόγραμμα των 5 δισ. για το Πολεμικό Ναυτικό μας». Σημείωσε δε με έμφαση ότι «αυτή είναι η οροφή και θα την πιάσουμε στο απόλυτο».
Λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα στοιχεία, διαφαίνεται ότι η υπουργική εξαγγελία δεν είναι και τόσο εύκολη στην υλοποίησή της. Για τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων MEKO-200HN έχει ανακοινωθεί προϋπολογισμός περί τα 400.000.000 ευρώ, ενώ σε ό,τι αφορά τις κορβέτες πληροφορίες αναφέρουν ότι η αρχική ενδεικτική τιμή της Naval Group για κάθε κορβέτα τύπου Gowind ήταν 375.000.000 ευρώ (1,5 δισ. για τα τέσσερα πλοία), αλλά μαζί με την εν συνεχεία υποστήριξη το κόστος έχει αυξηθεί στο επίπεδο των 1,7 δισ. ευρώ.
Στην ήδη δύσκολη εξίσωση θα πρέπει να προστεθεί και ένας ακόμη παράγοντας, η προμήθεια μεταχειρισμένων πλοίων από το ναυτικό της Ολλανδίας (δύο φρεγάτες τύπου M με τιμή μονάδας περί τα 80.000.000 ευρώ και έξι ναρκοθηρευτικών τύπου Alkmaar).