Της Ασπασίας Κόκκινου
Όταν ακόμα στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν με λατρευτική αυτοτέλεια, χωρίς να ανακατεύονται με τα γενικότερα έθιμα του νέου έτους, ο Αϊ-Βασίλης ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος.
Ο πραγματικός ιεράρχης της Καισάρειας ,σύμβολο του Ελληνισμού που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας και έφτανε από τον Πόντο ως τα Επτάνησα και από την Ήπειρο ως την Κύπρο. Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος αμέσως μετά τα Χριστούγεννα με το ραβδί στο χέρι. Δεν κρατούσε σακί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν η ιερατική του ευλογία για το <<καλό>> ξεκίνημα της νέας χρονιάς. Η φιλόπτωχη δράση του αγίου μπορεί να συνδεθεί με τα δώρα που γίνονται στα παιδιά και τους εργαζόμενους (τουλάχιστον στο παρελθόν) για το Νέο Έτος.
Τα ελληνικά κάλαντα μας δίνουν με επιγραμματικούς στίχους τη μορφή και την παρουσία του δικού μας Αϊ-Βασίλη. Ωστόσο σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό Santa Claus δεν υπάρχει μια μελετημένη σύνθεση (πέρα των αγιογραφιών) που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν σύμβολο της Ελληνικής Πρωτοχρονιάς και που θα ήταν συγκινητική για την αλήθεια της παράδοσής μας. Τα βυζαντινά κάλαντα, σαν πιο θρησκευτικά, επαινούσαν τον Άγιο Βασίλειο σαν ιεράρχη, εξιστορώντας την αντίστασή του στις αξιώσεις του παραβάτη Ιουλιανού. Αξίζει να αναφερθούμε στο εξής περιστατικό. Ο Ιουλιανός σε επιστολή του εκαυχάτο ότι είχε συνειδητά απορρίψει τον χριστιανισμό και παίζοντας με τις λέξεις, έγραφε: «Ανέγνων, έγνων, κατέγνων» (Ανέγνωσα, κατανόησα, απέρριψα). Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε σε αυτόν τον κομπασμό του: «Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως- ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως» (Ανέγνωσες, αλλά δεν κατανόησες- γιατί, αν είχες κατανοήσει, δεν θα είχες απορρίψει). Ύστερα τα κάλαντα πέρασαν στη γνωστή σκηνή του γραμματισμένου Αϊ-Βασίλη που έρχεται <<από την Καισαρεία και βαστάει πέννα και χαρτί ,χαρτί και καλαμάρι>>.
Παρατηρείται λοιπόν μια συμφωνία με τη βιογραφία του Αγίου και στις σπουδές του. (γεωμετρία ,αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική ,ρητορική και γραμματική). Έτσι ήταν η εμφάνιση του πρωτοχρονιάτικου Ελληνικού Αγίου Βασιλείου. Δεν έφερνε δώρα παρά μόνο την ευλογία του. Την οποία μοίραζαν οι γονείς και οι συγγενείς με τη μορφή δώρων και χρημάτων σε παιδιά και απόρους, Αλλά ήρθαν οι ξένες επιδράσεις με την πρωτοβουλία των αστικών τάξεων. Ήρθε λοιπόν από την Ευρώπη ο Santa Claus με τα κόκκινα βασιλικά του ρούχα, τις δερμάτινες καλογυαλισμένες μπότες του, ξαπλωμένος σε έλκηθρο, με το σακί του γεμάτο δώρα, με χιόνια και κάτασπρα γένια. Τον πήραμε εμείς ,χωρίς να του αλλάξουμε μορφή και τον ονομάσαμε <<Αϊ-Βασίλη>>. Τον πήραν και τα καταστήματα πολύ πριν φτάσουν τα Χριστούγεννα, τον σχεδιάζουν σκιτσογράφοι ,τον εμπορεύονται οι μικροπωλητές και εμείς τον βλέπουμε και φωνάζουμε <<ο Άγιος Βασίλης>> ,ένα πρωτοχρονιάτικο ον που αντιπροσωπεύει τον Καινούριο Χρόνο.
Ο Άγιος της Χριστιανοσύνης, Ο Μέγας Βασίλειος της Καισάρειας είναι όμως ο λαϊκός άγιος του Ελληνισμού. Αν σκεφτόμασταν να τον σχεδιάσουμε θα δίναμε τη συμπαθητική μορφή του να πορεύεται μέσα από τους αιώνες της δύσκολης ελληνικής ζωής, να φτάνει κάθε Πρωτοχρονιά κοντά μας και να μας ευλογεί. Δε θα ήταν χοντομάγουλος και παχύς αλλά ψηλός, ασκητικός ,καλόβουλος και γελαστός. Θα ήταν ντυμένος λιτά και απέριττα σα βυζαντινός πεζοπόρος ,στη ζωή του θα είχε το χαρτί και το καλαμάρι του.
Ο Άγιος Βασίλειος δεν είναι καλικάτζαρος να μπαίνει στα σπίτια απ’ τις καμινάδες. Είναι Άνθρωπος της ελληνικής ιστορίας, στρατοκόπος που χτυπά τις πόρτες μας για να φιλοξενηθεί και να μας ευλογήσει. Δεν έχει καμία σχέση με τον κόκκινο τύπο που πίνει coca-cola δείχνοντας στα παιδιά την πεζή απομυθοποίησή του. Είναι Μέγας._