Παραμονή Χριστουγέννων και δεν έχω ώρα που έχω ξυπνήσει.
Με μια κούπα καφέ στο χέρι απολαμβάνω ένα από τα ελάχιστα πρωινά χωρίς δουλειά κουλουριασμένος στον καναπέ χαζεύοντας τον κόσμο από το παράθυρο με…
την συντροφιά του Bruce στο Streets of Philadelphia.
Ο καιρός έχει μπει και αυτός για τα καλά στο πνεύμα των ημερών με το κρύο να είναι τόσο όσο χρειάζεται για να προκαλέσει αυτό το θάμπωμα στα τζάμια, αυτό που σου προξενεί την αίσθηση της θαλπωρής από το ζεστό περιβάλλον του σπιτιού.
Από την κρεβατοκάμαρα, ακούω τα βήματα της και το βλέμμα μου καρφωμένο στην πόρτα του σαλονιού περιμένει να την υποδεχτεί.
-Καλημέρα.
Με μια καλημέρα και ένα φιλί μου μεταφέρει όλα όσα εκείνη κρύβει μέσα της για μένα, όλα όσα εγώ χρειάζομαι πλέον για να έχω μια υπέροχη μέρα.
-Καλημέρα. Καφέ; ρωτάω προσπαθώντας να σώσω τον δικό μου, τον οποίο έχει ήδη πάρει στα χέρια της χαρίζοντας μου ένα πονηρό χαμόγελο.
-Όχι ευχαριστώ, έχω! και με τον καφέ μου στα χέρια της έρχεται και βρίσκει την θέση της δίπλα μου στον καναπέ.
Για λίγες στιγμές αφηνόμαστε και οι δύο στο ταξίδι στης μουσικής και εγώ χαμένος μες στα μάτια της, προσπαθώ να σκεφτώ τρόπους να αναπληρώσω όλα εκείνα που στερούμε καθημερινά τις ώρες που είμαι μακριά της.
-Τι θέλεις να κάνουμε σήμερα;
Αφού το σκέφτεται λίγα λεπτά γεμάτη λαχτάρα μου απαντάει
-Πάμε βόλτα στην Ερμού; Θα είναι όμορφα τώρα, θα έχει κόσμο, οι βιτρίνες των μαγαζιών θα είναι στολισμένες χριστουγεννιάτικα, να δούμε και την Αθήνα στολισμένη…
-Πάμε…
Ντυνόμαστε ζεστά και σε είκοσι λεπτά βρισκόμασταν στον σταθμό του τρένου για το Μοναστηράκι.
Ο καιρός ζηλεύοντας την βόλτα μας μας έστειλε για συντροφιά πέρα από το τσουχτερό κρύο και αυτό το ψιλόβροχο, που θέλαμε για να πιαστούμε αγκαλιά κάτω από την ομπρέλα.
Το τρένο δεν αργεί να έρθει και έτσι σε λίγο κατεβαίναμε στο Μοναστηράκι, για να περπατήσουμε την Ερμού από εκεί ως το Σύνταγμα.
Ευτυχώς η βροχή μας έκανε την χάρη και δεν δυνάμωσε, βοηθώντας μας έτσι και αυτή να πραγματοποιήσουμε κάτι απλό, που φαντάζει όμως σαν όνειρο μέσα στην σκληρή πραγματικότητα, μια βόλτα πιασμένοι από το χέρι χωρίς καμία σκέψη, χωρίς κανένα άγχος.
Στην πλατεία πλήθος κόσμου, πραγματοποιούσε το ίδιο όνειρο με το δικό μας δίνοντας μια εικόνα ζωής στην πόλη, που αυτή την χρονιά υποδεχόταν τους καλεσμένους της με μια φορεσιά λιγότερη φανταχτερή, που σου έδινε όμως την εντύπωση, πως της την φορέσανε άνθρωποι χωρίς καμία φαντασία απλά γιατί έτσι έπρεπε .
Δεν μας πτόησε όμως, άλλωστε οι μουσικές που ακούγονταν από παντού, οι χαμογελαστοί άνθρωποι, οι υπάλληλοι των καταστημάτων, που έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για να εξυπηρετήσουν τον κάθε ένα πελάτη, αλλά προπάντων η δική μας διάθεση για να χαρούμε την στιγμή δεν μας επέτρεπαν να μελαγχολήσουμε από την γκρίζα εικόνα της πόλης.
Πλησιάζοντας στην Καπνικαρέα, οι μουσικές από τους πλανόδιους μουσικούς μπερδεύονταν στα αυτιά σου, αλλά όσο πλησίαζες ο ήχος από ένα ακορντεόν ξεχώριζε ανάμεσα σε όλους τους άλλους και παρασυρμένοι λες από αυτόν, τον ακολουθήσαμε.
Φθάνοντας όμως εκεί παγώσαμε, αντικρίζοντας μια εικόνα από αυτές που μένουν για πάντα χαραγμένες στην μνήμη σου.
Μουσική δεν έπαιζε κάποιος βιρτουόζος καλλιτέχνης, ο οποίος μη έχοντας άλλο τρόπο να επικοινωνήσει την τέχνη του, αποφάσισε να την χαρίσει σαν δώρο στον κόσμο.
Μουσική έπαιζε ένα παιδί, ένα μελαμψό παιδί, που συνόδευε την μαγευτική του μουσική με ένα γοερό κλάμα, που πρόδιδε άδηλα ότι βρίσκεται εκεί παρά την θέλησή του.
Τα κουρελιασμένα ρούχα του, μάταια προσπαθούσαν να το προφυλάξουν από το κρύο, αλλά ούτε αυτό, ούτε ακόμα και το κλάμα του στάθηκαν ικανά να τραβήξουν την προσοχή του περισσότερου κόσμου, που συνέχιζε να περνά δίπλα του αδιάφορα.
Οι καρδιές μας σφίχτηκαν τόσο που το πιάσιμο στα χέρια μας έγινε ασυναίσθητα πιο δυνατό και στα μάτια μας καθρεφτίστηκε η ίδια απορία.
Μια απορία που την εξέφρασε με πραγματική αίσθηση αγωνίας ένας παππούς, ο μόνος άνθρωπος που έσκυψε δίπλα στο παιδί και τον ρώτησε
-Γιατί κλαις παιδάκι μου…;
Μα απάντηση δεν έλαβε καμία, πέρα από το συνεχιζόμενο σπαρακτικό κλάμα του παιδιού.
Εκεί ακριβώς η βόλτα μας τελείωσε, εκεί ακριβώς η χριστουγεννιάτικη διάθεση μας χάθηκε, εκεί ακριβώς νιώσαμε τόσο μικροί μην μπορώντας να κάνουμε κάτι για να βοηθήσουμε αυτό το παιδί, το οποίο δεν σταμάτησε στιγμή να παίζει τον ίδιο μελαγχολικό σκοπό, το οποίο δεν σταμάτησε στιγμή να κλαίει.
Ένιωσα απίστευτες ενοχές να πλημμυρίζουν την ψυχή μου καθώς την ίδια στιγμή, που εγώ κρατούσα όλο τον κόσμο στο χέρι μου, την ίδια αυτή στιγμή αυτό το παιδί έχει προλάβει να νιώσει από τα τρυφερά του χρόνια κιόλας το άγριο πρόσωπο της ζωής…
Ξανακοιταχτήκαμε και στα βουρκωμένα μάτια της διάβαζα την δική μου ευχή, μακάρι να έρθει η στιγμή που κανένα παιδί δεν θα κλαίει…
Επειδή όμως οι ευχές για να πραγματοποιηθούν χρειάζονται και την δική μας συμμετοχή, ας βρούμε την δύναμη, όσοι περισσότεροι μπορούμε, να βοηθήσουμε όσα παιδιά μας έχουν ανάγκη.
Στο χέρι μας είναι η επόμενη χρονιά να μας βρει με περισσότερα ευτυχισμένα παιδιά!
Καλά Χριστούγεννα!