Μετά τις σαφείς αιχμές για τη μελέτη που άφησαν, μόλις χθες-Πέμπτη, η υφυπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα και ο Γκίκας Μαγιορκίνης, ο Θεόδωρος Λύτρας με μία σειρά από αναρτήσεις στο Twitter υπογραμμίζει πως όποιος αμφισβητεί την έρευνα που έκανε με τον Σωτήρη Τσιόδρα πρέπει να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία…
Όπως επισημαίνει στην έρευνα που έκανε με τον Σωτήρη Τσιόδρα δεν έκρυψαν το παραμικρό και ενημέρωσαν αυτούς που έπρεπε και τονίζει: «Απευθείας σε δημοσίευση σε αξιόλογο peer-reviewed περιοδικό, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, κι έχοντας πρώτα ενημερώσει αυτούς που έπρεπε. Δηλαδή δε κρύψαμε το παραμικρό, και δράσαμε με επιστημονικά υπεύθυνο και ηθικό τρόπο».
Μάλιστα, απαντώντας σε όσους επιχειρούν να απαξιώσουν τη μελέτη τους, τονίσει: «Μάλιστα η επιστημονική κριτική δε γίνεται στο καφενείο ή τα τηλεπαράθυρα, αλλά έχει διαδικασίες: Όποιος θεωρεί πως υπάρχουν αδυναμίες σε μια δημοσιευμένη μελέτη οι οποίες την “ακυρώνουν”, στέλνει letter στο περιοδικό, ο editor ελέγχει τη βασιμότητα, και το δημοσιεύει μαζί».
Όσον αφορά την απάντηση του ίδιου αλλά και του Σωτήρη Τσιόδρα, τονίζει: «ΕΤΣΙ γίνεται στην επιστήμη, και με τον Σωτήρη Τσιόδρα καλοσωρίζουμε και είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε σε κάθε δομημένη κριτική. Σε μπερδεμένα μισόλογα κι αποσπάσματα, δε μπορούμε να απαντήσουμε κάτι. Έχουμε επίσης κατανόηση — όπως κατανοεί κι ο κόσμος».
Αναλυτικά οι αναρτήσεις του:
«Επειδή η προσωπική και επιστημονική μου αξιοπιστία δε μπορεί να γίνεται αντικείμενο κομματικής αντιπαράθεσης,
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ αυτό που είπα προχθές κ δεν είναι διαψεύσιμο, ξεκαθαρίζοντας οτι δε πρόκειται να εμπλακώ σε παιχνίδια λεκτικών διατυπώσεων.Η ανάλυση αυτή έγινε τέλος Μαϊου, κι ως οφείλαμε σαν λειτουργοί της Δημόσιας Υγείας τη γνωστοποιήσαμε άμεσα κ επανειλημμένα σε όλους όσους λαμβάνουν τις αποπάσεις στο ανώτατο επίπεδο.
Τώρα, μετά από το peer review, έφτασε η ώρα της δημοσίευσης για να τη διαβάσουν όλοι.
Θέλω όμως να το εξηγήσω λίγο καλύτερα.
Η ανάλυση που κάναμε εμείς (και που άλλοι έπρεπε πρώτοι να έχουν κάνει…) έδειξε ευρήματα κρίσιμα για τη Δημόσια Υγεία, με πιο σημαντικά τις χαμηλές αντοχές του ΕΣΥ, κ την υγειονομική ανισότητα Αθήνας – περιφέρειας.
Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ξεκάθαρα την ανάγκη ενίσχυσης του συστήματος υγείας με κάθε πρόσφορο τρόπο, προκειμένου να σωθούν ζωές.
Ελάτε λίγο στη θέση μας κ σκεφτείτε αν δύο **ιατροί** που ανακαλύπτουν αυτά, είναι ποτέ δυνατό να μη κάνουν ΚΑΤΙ γι’αυτό.
Και δεδομένου οτι ούτε εγώ ούτε ο κ. Τσιόδρας έχουμε κανενός είδους εξουσία, οφείλαμε να ενημερώσουμε εκείνους που την έχουν και μπορούν να δράσουν.
Παρεμπιπτόντως, το “data for action” είναι βασική αρχή στη Δημόσια Υγεία και την επιδημιολογική επιτήρηση. Εάν ΔΕΝ είχαμε το “αυτί” εκείνων που λαμβάνουν τις αποφάσεις, αυτονοήτως θα κάναμε ΠΡΟ-δημοσίευση (pre-print) της μελέτης μας, ώστε να γίνει αμέσως κοινό κτήμα όλων, με την ελπίδα κάποιος να τη δει και να την αξιοποιήσει.
Όμως το “αυτί” τους το έχουμε, όπως όλοι αντιλαμβάνονται. Συνεπώς, αφού ενημερώσαμε άμεσα και επανειλημμένα όσους μπορούσαν να κάνουν κάτι για το ΕΣΥ, οφείλαμε ακολούθως να ενημερώσουμε και τον κόσμο.
Αυτό γίνεται μέσα από τη δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό. Σαν διαδικασία είναι χρονοβόρα καθώς μεσολαβεί το λεγόμενο “peer review”, (=αξιολόγηση από τρίτους, ανεξάρτητους επιστήμονες) που όμως εξασφαλίζει μεγαλύτερη εγκυρότητα/βαρύτητα στη μελέτη έναντι ενός απλού pre-print που μπορεί να γράψει κάθε σχετικός ή άσχετος (κ του οποίου μόνο πλεονέκτημα είναι η ταχύτητα).
Επιλέξαμε λοιπόν να μη πάμε σε pre-print, αλλά απευθείας σε δημοσίευση σε αξιόλογο peer-reviewed περιοδικό, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, κι έχοντας πρώτα ενημερώσει αυτούς που έπρεπε.
Δηλαδή δε κρύψαμε το παραμικρό, και δράσαμε με επιστημονικά υπεύθυνο και ηθικό τρόπο (πράγμα που ήδη μας έχει αναγνωριστεί…). Σε καμία περίπτωση δε θέλαμε να εμπλακούμε σε κομματικές αντιπαραθέσεις που απεχθανόμαστε — κι αυτό ήταν το κεντρικό νόημα της ανακοίνωσης του Σωτήρη Τσιόδρα: η καταλαγή των παθών κ εστίαση στην ουσία της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Κακώς κάποιοι στέκονται στη λέξη “παλαιότερη” Αντιθέτως **και οι δυό μας χαιρόμαστε** που η μελέτη μας ανέδειξε στη δημόσια συζήτηση την ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ. Η οποία ουδόλως αντιμάχεται ή υποκαθιστά τον εμβολιασμό».