Η κυβέρνηση παρακολουθεί απαθής την εκτίναξη των τιμών πάνω από 30% για αγορά ή μίσθωση κατοικίας
Η ΑΝΟΔΟΣ 30% στα ενοίκια, απειλεί να αφήσει τους Έλληνες δίχως σπίτι! Στα ύψη και οι τιμές πώλησης των ακινήτων που ακολουθούν τη ζήτηση προς νέο ρεκόρ.
ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ: Για μια φλούδα γης. Το τελευταίο ταμπούρι του Έλληνα, το τελευταίο όρυγμα είναι το ιδιόκτητο σπιτάκι του.
Απροστάτευτοι νοικοκυριά και επιχειρήσεις απέναντι στο κύμα της ακρίβειας, την ώρα που η κυβέρνηση παρακολουθεί απαθής τις εξελίξεις. Ούτε κουβέντα από τα αρμόδια υπουργεία για κίνητρα ή βοηθήματα στις οικογένειες που αναζητούν στέγη. Στο κόκκινο και χιλιάδες επιχειρήσεις που πανδημία και ακρίβεια τις βάζουν στο φάσμα της έξωσης. Από το 2018 και μετά, οι μέσες αξίες έχουν αυξηθεί έως και 25%, ενώ εκρηκτική είναι και η άνοδος στα ενοίκια που έχουν γίνει απαγορευτικά για τους περισσότερους Έλληνες. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Eurostat που φαίνεται πως μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-27 το κόστος στέγασης για τους ενοικιαστές με ενοίκιο σε τιμές αγοράς το 2018 ήταν το υψηλότερο στην Ελλάδα, όπου το 83,1 % των ενοικιαστών δαπάνησε πάνω από το 40 % του εισοδήματός τους για στέγαση, όταν στην ΕΕ-27 δεν ξεπερνά το 25,1%. Σήμερα σε πολλές περιπτώσεις οι ενοικιαστές δαπανούν ακόμη και έναν ολόκληρο μισθό για στέγαση!
Η ζήτηση
Η άμεση ανάγκη για στέγαση, η ζήτηση, και η μη ύπαρξη νέων οικοδομών προς μίσθωση, σε συνάρτηση με τους σημερινούς μισθούς και αύξηση των εξόδων για τον οικογενειακό προϋπολογισμό με αύξηση των φόρων, οδήγησαν στη σημερινή εικόνα της κτηματαγοράς όσον αφορά τις μισθώσεις.
Η ζήτηση για ενοικίαση είναι καθημερινά αυξανόμενη, με τους ενδιαφερόμενους να προβαίνουν σε πολύ καλή αναζήτηση κατοικίας στοχεύοντας στην ευκαιρία, είτε στον ιδιοκτήτη που θα διαπραγματευτεί το ζητούμενο μηνιαίο μίσθωμα όταν οι ενδιαφερόμενοι ενοικιαστές είναι φερέγγυοι και δεν κινδυνεύει να χάσει ενοίκια.
Η Ελλάδα είναι πλέον αρνητική «πρωταθλήτρια» στις χώρες της Ευρώπης. Οι ενοικιαστές δαπανούν άνω του 50% του εισοδήματός τους για το κόστος στέγασης. Στην Πορτογαλία, τη Γερμανία και την Γαλλία, οι ενοικιαστές που δαπάνησαν άνω του 50% του διαθέσιμου εισοδήματος τους για το κόστος στέγασης, είναι 14,5%, 10% και 8,6%, την ώρα που στην Ελλάδα το ίδιο ποσοστό είναι 62,1%, απαγορευτικό για τον μέσο εργαζόμενο.
Σε αυτή τη «μαύρη» για τη χώρα μας σύγκριση, η στατιστική υπηρεσία, έχει βάλει μόνο τα στοιχεία που αφορούν το 2019. Αν συνυπολογιστούν και οι αυξήσεις των ενοικίων το 2020 και το 2021, τότε το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο και σε πολλές περιπτώσεις οι ενοικιαστές δαπανούν ακόμη και έναν ολόκληρο μισθό για στέγαση αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία…
Ασχολήθηκε και το ΔΝΤ
Με την εξωφρενική αύξηση των ενοικίων στη χώρα μας, ασχολήθηκε ακόμα και το ΔΝΤ! Στη φετινή θερινή του έκθεση ανέφερε ότι σε 14 από τις 17 αναπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι περισσότεροι από τους μισούς ενοικιαστές με χαμηλό εισόδημα πλήρωναν ως μίσθωμα ποσό που ήταν πολύ κοντά στο όριο του 40% του εισοδήματός τους, η χώρα μας συγκαταλέγεται στις χώρες που ποσοστό είναι οριακά άνω του 40%.
Ωστόσο, η έρευνα του Ταμείου κατέδειξε πως αυτή η επιβάρυνση ήταν σημαντικά μικρότερη για τα νοικοκυριά με υψηλότερο εισόδημα. Επιβεβαιώνοντας τον κανόνα, ότι όλες οι κρίσεις είναι για τους φτωχότερους… Στο κομμάτι της αγοράς ακινήτου, η κατάσταση είναι δυσκολότερη για τους Έλληνες.
Η ζήτηση είναι μεγάλη, αλλά τα νεόδμητα ή τα ποιοτικά παλαιότερα είναι λίγα και την καλύπτουν. Οι περιοχές ενδιαφέροντος είναι συγκεκριμένες και όλο και περισσότεροι μπορούν να πάρουν στεγαστικό, καθώς υπάρχει μία ολόκληρη γενιά 30άρηδων που λόγω των μνημονίων, έχουν μείνει εκτός τραπεζικού συστήματος και θεωρούνται «καθαροί» δανειολήπτες. Μετά το πέρας της δεκαετούς ύφεσης στην αγορά των ακινήτων, καταγράφεται ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων, ιδιαίτερα τα τελευταία 3 χρόνια, με ρυθμό αύξησης που σε ετήσια βάση προσεγγίζει το 40%.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων που αφορούν στην αγορά των ακινήτων το 2017 ήταν €350 εκατ., το 2020 έφτασαν τα €600 εκατ. ενώ το 2021 εκτιμάται ότι θα κινηθούν ανάμεσα στα €850-900 εκατομμύρια. Η στροφή προς την αγορά ακινήτου μέσω δανειοδότησης έναντι της αυξητικής πορείας των ενοικίων ενίσχυσε την ανοδική τάση, η οποία είναι απόρροια μιας σειράς παραγόντων.
Πανδημική κρίση
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την πρόσφατη πανδημική κρίση, η ελληνική οικονομία εισήλθε γρήγορα σε ανοδικό, αναπτυξιακό κύκλο, η αγορά της στεγαστικής πίστης αναθερμάνθηκε ταχύτατα…
Παράλληλα, η οριστικοποίηση των αντικειμενικών αξιών, η γενική προσδοκία για άνοδο στις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων, το έντονο ενδιαφέρον που καταγράφεται από το εξωτερικό για αγορά τουριστικών ακινήτων για ιδιοκατοίκηση ή/και για επένδυση, η επανεκκίνηση της οικοδομικής δραστηριότητας με μεγάλα οικιστικά / επαγγελματικά projects, όπως το Ελληνικό και η ψηφιοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου η οποία αμβλύνει γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι επικείμενες φορολογικές ελαφρύνσεις στον ΕΝΦΙΑ, σε συνδυασμό με το ότι οι τράπεζες είναι σε θέση και επιδιώκουν να προσφέρουν σταθερά στεγαστικά δάνεια με χαμηλό και συμφέρον επιτόκιο, συνέβαλαν σημαντικά στην αυξημένη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια μετά από πολλά χρόνια.
Ειδικότερα, βασιζόμενοι στα στοιχεία δανειοδότησης των Τραπεζών, εκτιμάται ότι για το 2022 μπορούμε να αναμένουμε μεγαλύτερη αύξηση που θα προσεγγίσει το ποσοστό του 50%.
Σταθερή δόση
Πλέον, η συντριπτική πλειονότητα των δανειοληπτών στις συστημικές τράπεζες, περίπου το 90%, επιλέγει πρόγραμμα σταθερού επιτοκίου για όλη τη διάρκεια του δανείου ή για μία αρχική μακροχρόνια σταθερή περίοδο (π.χ. 15 ή 20 έτη), εξασφαλίζοντας σταθερή δόση σε βάθος χρόνου, επιδιώκοντας να περιορίσει τις εκπλήξεις στον οικογενειακό προγραμματισμό.
Επίσης, δεδομένου ότι πλέον και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες προσφέρουν στεγαστικά δάνεια με σταθερά επιτόκια, εκτιμούμε ότι πάνω από το 70% των δανειοληπτών του συνόλου της αγοράς επιλέγει αυτόν τον τύπο επιτοκίου.