Ο Michael Rubin του American Enterprise Institute, γκρεμίζει τον μύθο της «μετά Ερντογάν εποχής»
Υπάρχει διαφορά μεταξύ της πεποίθησης ότι «ο Ερντογάν δεν είναι η Τουρκία» και της άρνησης ότι «ο Ερντογάν έχει αναδιαμορφώσει τη χώρα σε κάτι που δεν θα είναι ποτέ ξανά εταίρος όπως ήταν κάποτε».
Με αυτά τα λόγια, ο Michael Rubin του American Enterprise Institute, ο οποίος μάλιστα είναι επίσημος συνεργάτης του Πενταγώνου, επιμορφώνοντας τους αμερικανούς πεζοναύτες και άνδρες του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ σε θέματα μέσης Ανατολής και Αφρικής, γκρεμίζει την αυταπάτη που καλλιεργείται τεχνηέντως από φιλοτουρκικούς κύκλους στην Δύση, ότι μετά την πτώση του Ερντογάν η Τουρκία θα ξαναγίνει ένας καλός σύμμαχος.
Το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο The National Interest
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυβερνά την Τουρκία για σχεδόν δύο δεκαετίες. Καθώς η Τουρκία πλησιάζει τα εκατό χρόνια της σύγχρονης μορφής της, έχει γίνει ο πιο συνεπής ηγεμόνας της μετά τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας. Την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Ερντογάν, πολλοί δυτικοί αξιωματούχοι αρνούνταν να αναγνωρίσουν ή να παραδεχτούν την αλλαγή στην Τουρκία υπό τη διαχείριση του Ερντογάν. Και οι δύο Πρόεδροι Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα, για παράδειγμα, επαίνεσαν τη «δημοκρατία της Τουρκίας» ακόμα και αφότου έπαψε να είναι «δημοκρατία».
Ενώ ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν αντιμετώπισε τον Ερντογάν με σκληρότητα, τόσο ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο όσο και οι ηγέτες του Κογκρέσου κινήθηκαν για να ζητήσουν από τον Τούρκο πρόεδρο να λογοδοτήσει. Προς τιμήν του, ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν προσέγγισε τον Ερντογάν με την ίδια «θέρμη» με τους προκατόχους του.
Σήμερα, οι περισσότεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι η Τουρκία δεν είναι σύμμαχος. Μερικές δεκάδες νομοθέτες του Κογκρέσου είναι πλέον μέλη του Caucus της Τουρκίας, ενώ μόλις πριν από μια δεκαετία, ήταν περισσότεροι από 200!
Η συναναστροφή της Άγκυρας με τη Μόσχα υπογραμμίζει πόσο αναξιόπιστη θα μπορούσε να είναι η Τουρκία ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ σε οποιαδήποτε μελλοντική κρίση. Τόσο η υποστήριξη του Ερντογάν στο Ισλαμικό Κράτος και οι θυγατρικές της Αλ Κάιντα και ο επαναχαρακτηρισμός των επικριτών του ως «τρομοκράτες» καταδεικνύουν ότι η Τουρκία δεν είναι σύμμαχος στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, μια παραδοχή που ενισχύθηκε από την πρόσφατη απόφαση της διακυβερνητικής Ομάδας Εξωτερικής Δράσης να χαρακτηρίσει την Τουρκία ως «χώρα που διευκολύνει ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» και να την τοποθετήσει στη γκρίζα λίστα για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ούτε οι «πολιτικοί ρεαλιστές» μπορούν να επικαλεστούν την αξία της Τουρκίας ως «προπύργιο» ενάντια στις ιρανικές φιλοδοξίες αφού η Τουρκία ενημέρωσε το Ιράν για την ισραηλινή κατασκοπεία αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Ο Ερντογάν δεν είναι πλέον δημοφιλής. Και λοιπόν;
Τούρκοι που πέφτουν θύματα του Ερντογάν, Τούρκοι με δυτικό προσανατολισμό και πολλοί μετανάστες επισημαίνουν ότι ο Ερντογάν και η Τουρκία δεν είναι συνώνυμα. Σημειώνουν την ολοένα αυξανόμενη αντιδημοφιλία του Ερντογάν εντός της Τουρκίας. Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας κατά 80% σε μια δεκαετία – αποτελεί απόδειξη της οικονομικής κακοδιαχείρισης του Ερντογάν. Τη στιγμή που ο Ερντογάν καυχιέται για τα μεγάλα έργα υποδομής, πολλά από αυτά φαίνεται να είναι εξόφθαλμες προσπάθειες πλουτισμού των συγγενών του, με συμβάσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ακόμη και Τούρκοι πιστοί στον Ερντογάν αναγνωρίζουν τα διαβρωτικά αποτελέσματα που είχε η διακυβέρνησή του στη χώρα. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είναι η πόλη που ήταν κάποτε» είναι το πιο κοινό παράπονο μεταξύ εκείνων που κάποτε ήταν πρόθυμοι να αγνοήσουν τον θρησκευτικό συντηρητισμό του Ερντογάν με αντάλλαγμα πολιτικές φιλικές προς τις επιχειρήσεις. Πάρα πολλοί Τούρκοι αισθάνονται ασφυκτικά από τις περιοριστικές συμπεριφορές και τις αυταρχικές τάσεις του Ερντογάν. Οι Τούρκοι που είναι πιο μορφωμένοι και κοσμοπολίτες αγανακτούν για την ανοησία του και τη συνωμοτική συμπεριφορά.
Αυτό δημιουργεί δύο ερωτήματα. Πρώτον, εάν μια τέτοια αντιδημοφιλία θα μπορούσε να οδηγήσει στην πολιτική του πτώση και, δεύτερον, εάν η Τουρκία μπορεί να επιστρέψει στον πιο μετριοπαθή, κοσμικό δρόμο που χάραξε πριν από το 2002.
Μπορεί ο Ερντογάν να χάσει τις εκλογές;
Η απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα είναι όχι. Το να υποθέσει κανείς ότι ο Ερντογάν θα υποτάξει τον εαυτό του στο εκλογικό αποτέλεσμα, είναι ευσεβής πόθος. Είναι αλήθεια ότι το 2019, ένας υποψήφιος της αντιπολίτευσης (Ιμάμογλου) κέρδισε την Κωνσταντινούπολη, παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν διέταξε επανάληψη των εκλογών για ανύπαρκτους λόγους.
Αν και αυτό μπορεί να δώσει την ελπίδα ότι ένας υποψήφιος – ίσως ακόμη και ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Ekrem İmamoğlu – μπορεί να ανατρέψει τον πρόεδρο Ερντογάν, ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ότι το μάθημα που πήρε ο Ερντογάν είναι ότι πρέπει να σέβεται την κάλπη. Αντίθετα, το ιστορικό του Ερντογάν υποδηλώνει ότι θα επιχειρήσει με κάθε τρόπο να αλλοιώσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι ελάχιστοι Τούρκοι βγήκαν στους δρόμους – και το κεντροαριστερό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, το κόμμα στο οποίο ανήκει ο İmamoğlu, μόλις και μετά βίας ύψωσε τη φωνή του όταν ο Ερντογάν συνέλαβε τον αρχηγό του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών, Salettin Demirtaş, απλώς ενθαρρύνει τον Ερντογάν.
Η Τουρκία έχει επίσης ένα πλούσιο ιστορικό πολιτικών δολοφονιών. Παραστρατιωτικοί όπως το SADAT μπορεί να χρησιμοποίησαν ελεύθερους σκοπευτές για να σκοτώσουν Τούρκους κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος. Η ομάδα τώρα διαφημίζει την «εκπαίδευση» που έχει λάβει για να δολοφονεί. Εάν ο Ερντογάν αντιμετωπίσει έναν χαρισματικό αντίπαλο, τότε μπορεί να πετύχει «με ένα σμπάρο δύο τριγόνια» , ρίχνοντας νεκρό τον αντίπαλό του ενώ ταυτόχρονα θα φορτώνει τον φόνο σε έναν άλλον, μια τακτική που τελειοποίησε στον ανταγωνισμό του με τον πρώην σύμμαχό του Φετουλάχ Γκιουλέν. Καθώς πλησιάζει η εκλογική περίοδος, ο İmamoğlu θα μπορούσε να γίνει ένας ζωντανός – νεκρός αντίπαλος του Ερντογάν.
Ορισμένοι Τούρκοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα γηρατειά και η κακή υγεία μπορεί να οδηγήσουν τον Ερντογάν να συνταξιοδοτηθεί υπέρ κάποιου όπως ο Χουλουσί Ακάρ, ο σημερινός υπουργός Άμυνας της Τουρκίας. Εάν ο Ακάρ χάσει τις εκλογές, τότε ο Ερντογάν μπορεί να τον κατηγορήσει, αλλά ο ίδιος να παραμείνει «αμόλυντος» από το στίγμα της ήττας. Και αυτό όμως είναι ευσεβής πόθος.
Πρώτον, η εντύπωση ότι ο Ακάρ, ο οποίος πέρασε μεγάλο μέρος της καριέρας του δουλεύοντας στη Δύση ή για λογαριασμό της, είναι «φιλελεύθερος» προκαλεί θυμηδία. Στην καλύτερη περίπτωση, ο Akar είναι ένας καιροσκόπος— κάποιος που δεν μπορεί ποτέ να εμπιστευθείς ότι θα τηρήσει μία συμφωνία. Το να πιστεύει κανείς ότι ο Ακάρ θα γέρνει προς τη Δύση, ωστόσο, αγνοεί τη σημαντική δημογραφική αλλαγή στην Τουρκία τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Με απλά λόγια, το Ντιγιαρμπακίρ και το Καϊσέρι είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα της Τουρκίας το 2021 σε σύγκριση με τις «ευρωπαϊκές» γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, την Προύσα και την Αλικαρνασσό.
Ο Ερντογάν είναι επίσης απίθανο να περάσει τον δαχτυλίδι στον Ακάρ για άλλο λόγο. Ως ηγέτης της Τουρκίας, ο Ερντογάν επικαλέσθηκε ξανά το παρελθόν του, για να φυλακίσει συνταξιούχους ηγέτες. Δεδομένου του αριθμού εκείνων που φυλακίστηκαν, κακοποιήθηκαν ή δολοφονήθηκαν από τον Ερντογάν, η πιο λαϊκίστικη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε μελλοντικός ηγέτης θα ήταν να συλλάβει τον Ερντογάν και να τον αφήσει να περάσει τα χρόνια της συνταξιοδότησής του στη φυλακή.
Μπορεί η Τουρκία να ανακάμψει από τον Ερντογάν;
Πολλοί από τους εξόριστους διανοούμενους και δημοσιογράφους της Τουρκίας μοιάζουν όλο και περισσότερο με τους Ιρανούς ομολόγους τους που επιμένουν ότι το Ιράν δεν είναι η Ισλαμική Δημοκρατία και επιμένουν ότι η θετική αλλαγή είναι προ των πυλών. Η πραγματικότητα είναι, ωστόσο, ότι όσοι εναποθέτουν την ελπίδα τους στον ιρανικό ρεφορμισμό ή πιστεύουν ότι τα σαράντα χρόνια της Ισλαμικής Δημοκρατίας δεν έχουν αλλάξει την κοινωνία έχουν γίνει αυταπάτες.
Για περισσότερα από δεκαοκτώ χρόνια, ο Ερντογάν όχι μόνο αναμόρφωσε ολόκληρο τον στρατό ώστε να είναι η κινητήρια δύναμη για τον ισλαμισμό παρά μια δύναμη για την υπεράσπιση του κοσμικού κράτους, αλλά έχει επίσης αναδιαμορφώσει την εκπαίδευση. Πάνω από 30 εκατομμύρια Τούρκοι έχουν λάβει την εκπαίδευσή τους υπό τον Ερντογάν. Ο έλεγχός του στα μέσα ενημέρωσης ενίσχυσε την μετάλλαξη που επιχείρησε. Εάν η διακυβέρνηση του Ερντογάν λήξει αύριο, θα χρειαστούν δεκαετίες συντονισμένης προσπάθειας -και μια πλήρως επανασχεδιασμένη, αν όχι εκκαθαρισμένη γραφειοκρατία- για να βγάλει το δηλητήριό του Ερντογάν από το σύστημα.
Πολλοί Τούρκοι που παραμερίστηκαν από τον Ερντογάν βλέπουν τώρα την προ του 2001 εποχή ως τη χρυσή εποχή. Συμβουλεύουν την Ουάσιγκτον να αποφύγει να κόψει τις γέφυρες με Τούρκους που θεωρούν τον Ερντογάν μάστιγα. Δίκαιο. Αλλά υπάρχει διαφορά μεταξύ της αναγνώρισης ότι ο Ερντογάν δεν είναι η Τουρκία και της άρνησης ότι έχει αναδιαμορφώσει τη χώρα σε κάτι που δεν θα είναι ποτέ ξανά εταίρος όπως ήταν κάποτε.
Έλληνες, Αρμένιοι, Άραβες, Κούρδοι και άλλοι δεν θέλουν τίποτα περισσότερο από το να είναι η Τουρκία μια κανονική χώρα, να έχει ειρήνη με τον εαυτό της και τους γείτονές της. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό θα χρειαστούν πολλά περισσότερα από τον ευσεβή πόθο των Τούρκων εξόριστων και πρώην διπλωματών. Αντίθετα, εάν ο καρκίνος νικήσει τον Ερντογάν αύριο, η Τουρκία θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει μια μακρά, σκληρή καθυστέρηση μέχρι την επάνοδο της στην κανονικότητα, που θα μετρηθεί όχι σε μήνες αλλά σε δεκαετίες.