Γράφει ο Χρήστος Μαγγούτας
Μήπως όλοι εμείς που γράφουμε ή σχολιάζουμε είτε σε μπλογκ, είτε σε μικρές ιστοσελίδες στο Ιντερνέτ, είτε σε επαρχιακές εφημερίδες ή σε εφημερίδες της ομογένειας δεν είμαστε τελικά «εντελώς» φωνές βοώντων εν τη ερήμω; Μήπως όσο μικρή κι αν είναι η επιρροή καθενός μας, όταν γινόμαστε δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες, τελικά ασκούμε κάποια επιρροή; Μήπως, αν δεν ήμαστε εμείς τα αργυρώνητα ΜΜΕ θα περνούσαν αβρόχοις ποσί την προπαγάνδα τους; Μήπως έστω με τις μικρές, αλλά χιλιάδες φωνές μας αποτελούμε τα τριβόλια που δυσκολεύουν την «αρμονική» γραμμή που έχει δοθεί απ’ έξω και από μέσα και δυσκολεύουμε κάμποσο τη ζωή τους;
Όλοι εμείς έχουμε κατά καιρούς θέσει στον εαυτό μας το ερώτημα: γιατί να χαλάω το χρόνο μου παλεύοντας απέναντι στους δυνατούς ή σε ένα λαό που σε μεγάλο βαθμό δε νοιάζεται για τη μοίρα του και πολύ περισσότερο δε θέλει να ακούει πικρές αλήθειες; Ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος που έχω περάσει από αυτό το στάδιο, ούτε ο μόνος που κάποια στιγμή ένοιωσα την ματαιότητα των ματαιοτήτων και αποφάσισα να μην ξαναγράψω. Κι όπως και πολλοί άλλοι δεν κράτησα την υπόσχεσή μου και μετά από λίγο ή περισσότερο καιρό ξαναμπήκα στην πάλη.
Και κάποιος άλλος είχε πει πριν από 2000 χρόνια το «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» και τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν μια πανίσχυρη δύναμη που κατέκτησε τον κόσμο.
Ας φανταστούμε ότι δεν ήμασταν εμείς, οι φωνές βοώντων εν τη ερήμω: μια χαρά θα περνούσε τα σχέδιά της η Τρόικα, υποτάσσοντας με το σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω, την πολιτική της. Κάπου της χαλάσαμε στη συνταγή. Τώρα τρέχει και δε φτάνει να βρει συμμάχους, να κάνει συνεργασίες ανάμεσα σε ανόμοια κόμματα, όπου σε μια μέρα οι φανατικοί αντιμνημονιακοί μεταμορφώνονται σε ακόμα πιο φανατικούς μνημονιακούς. Κι αν τα δυο κόμματα δεν αποκτήσουν τους 151 για να σχηματίσουν κυβέρνηση, θα ξαναδούμε σε ρετρό τις αποστασίες του 1965 και θα πηγαινοέρχονται τα αργύρια σε βουλευτές μικρότερων κομμάτων για να αποκτηθεί η περιβόητη πλειοψηφία. Παζάρι θα ξαναγίνει το ελληνικό Κοινοβούλιο και οι συνειδήσεις θα γίνουν λάστιχα.
Εδώ εμείς οι μικρές φωνές εν τη ερήμω μπορεί να τους χαλάσαμε το παιχνίδι. Γιατί ο αποστάτης αποκτά ρετσινιά και τον ακολουθεί εφ’ όρου ζωής, αυτόν και την κόρη του.
Όχι ο αγώνας μας δεν πήγε χαμένος όλος. Ο πιο πολύς μπορεί. Αλλά η μαγιά έμεινε. Κι αυτήν τη μαγιά φοβούνται και τρέμουν οι μεγάλοι. Γιατί, όπως στο ποίημα του Βαλαωρίτη «Ο Βράχος και το Κύμα», είμαστε τα μικρά, αλλά ορμητικά κυματάκια που αργά αλλά σταθερά κατατρώγουν το Βράχο που θέλει να υποδουλώσει την Ελλάδα. Μ’ όλες τις αντιθέσεις που μπορεί να έχουμε μεταξύ μας, δεν παίρνουμε ούτε ένα ευρώ για το γράψιμό μας, δεν αναζητούμε εξουσία, απλά αγαπάμε την Ελλάδα.
Δε λέω ότι δε θάχει καθένας μας κάποιες κρίσεις πάλι στο μέλλον για τη ματαιότητα του αγώνα μας. Και μπορεί να αποσυρθούμε πάλι για κάμποσο καιρό. Αλλά έχουμε κάτι που δεν το έχουν οι πολιτικοί μας: την αγάπη για την Ελλάδα, που δε θα μας αφήσει να ησυχάσουμε για καιρό. Εμείς αντί για φιλί του Ιούδα, δίνουμε το φιλί της αγάπης στην κοιμισμένη πριγκίπισσά μας, την Ελλάδα.
Και ελπίζουμε ότι κάποτε θα την ξυπνήσουμε. Γιατί τίποτα δεν πάει χαμένο, ούτε οι φωνές των βοώντων εν τη ερήμω, όσο καιρό κι αν πάρουν..
Κοντολογίς στην κλασική ερώτηση: «Εμείς θα σώσουμε το ρωμαίικο»; Ναι, εμείς. Γιατί αν δεν το κάνουμε εμείς, ποιος άλλος θα το κάνει;
[email protected]