Ο βρώμικος ρόλος του German Marshall Fund, του σκοτεινού Think Tank που ιδρύθηκε από το γερμανικό κράτος και αποκαλύφθηκε ότι δέχεται τεράστιες χορηγίες από τουρκικά συμφέροντα!
Η δράση των τούρκων πρακτόρων που μοιράζουν χρήμα σε δεξαμενές σκέψης για να παράγουν έκθεσης υπέρ της Τουρκίας.
Για να γίνει κατανοητή η τουρκική επέλαση εντός αμερικανικού εδάφους, η οποία γίνεται με άφθονο χρήμα καταλύοντας κάθε δημοκρατική, ανθρωπιστική αξία αλλά και το ίδιο το Διεθνές δίκαιο, αρκεί να αναγνώσουμε το κάτωθι απόσπασμα μίας δήλωσης του εκπροσώπου της τουρκικής κυβέρνησης:
«Δεν είναι εύκολο να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ των ζητημάτων δημοκρατίας, της ελευθερίας του λόγου και της δημοσιογραφίας, με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (!!)», δήλωνε προκλητικά ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, İbrahim Kalın, σε μια διαδικτυακή εκδήλωση τον Δεκέμβριο του 2020. Η προκλητική δήλωση του ήρθε μόλις λίγες ημέρες πριν από τη δημοσίευση έκθεσης της Επιτροπής Προστασίας των Δημοσιογράφων, η οποία διαπίστωσε ότι η Τουρκία βρισκόταν στη δίνη μιας βίαιης καταστολής της ελευθερίας του λόγου και ότι, εκτός από την Κίνα, η Τουρκία είχε φυλακίσει περισσότερους δημοσιογράφους από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο!
Ο Καλίν υποβάθμισε επίσης τον αυξανόμενο αυταρχισμό εντός της Τουρκίας, καθώς και την εξωτερική στρατιωτική επίθεση της χώρας στη Συρία, το Ιράκ, το Κατάρ, τη Σομαλία, το Αφγανιστάν και αλλού, προσθέτοντας: «Δεν είναι προς το συμφέρον κανενός να δει την Τουρκία και την ΕΕ να έχουν τέτοιου είδους εντάσεις. [sic] ή αντιπαράθεση για το θέμα των ερευνητικών δραστηριοτήτων στην ανατολική Μεσόγειο». Εν τω μεταξύ, αυτές οι «δραστηριότητες εξερεύνησης» ήταν μέρος μιας επιθετικής στρατιωτικής επέκτασης, που η Τουρκία αναμφισβήτητα δεν διεξήγαγε από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Παρά την αυταρχική και κατακτητική στροφή της Τουρκίας, στον Καλίν δόθηκε αυτό το βήμα για να ξεπλύνει τη φήμη της Τουρκίας όχι σε μια συγκέντρωση στην Άγκυρα με κύριο ομιλητή τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ερντογάν ή στην τουρκική τηλεόραση, αλλά από ένα από τα πιο εξέχοντα think tank στην Ουάσιγκτον — το German Marshall Fund των Ηνωμένων Πολιτειών — το οποίο είχε λάβει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια από τουρκικά συμφέροντα τα προηγούμενα τρία χρόνια.!
Το GMF δεν είναι σίγουρα το μόνο think tank που παίρνει χρήματα από την Τουρκία. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση της Τουρκίας και άλλοι τουρκικοί οργανισμοί έχουν «δωρίσει» εκατομμύρια σε «δεξαμενές σκέψης» που εδρεύουν στην Ουάσινγκτον τα τελευταία χρόνια. Αυτές οι «δεξαμενές σκέψης», με τη σειρά τους, συνεργάστηκαν απευθείας με τους εγγεγραμμένους ξένους πράκτορες της χώρας, ενώ φιλοξενούσαν εκδηλώσεις και παρήγαγαν έρευνες που υπηρετούσαν σαφώς τα συμφέροντα των χρηματοδοτών τους: Των Τούρκων!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Turkey Project» του Ινστιτούτου Brookings που είναι μια συνεργασία με τον Τουρκικό Σύνδεσμο Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων, ή TÜSİAD, ο οποίος έχει πληρώσει τουλάχιστον 900.000 $ στο Brookings από το 2016 εώς σήμερα. Ο TÜSİAD είναι ο δήθεν «φιλοδυτικός» επιχειρηματικός οργανισμός της Τουρκίας (ο αντίστοιχος του «αντιδυτικός» είναι ο μουσουλμανικός MÜSİAD), ο οποίος επωφελείται από τις προσπάθειες υποβάθμισης του αυξανόμενου αυταρχισμού του Ergodan, ενώ παράλληλα προωθεί τους «αυξημένους δεσμούς» των ΗΠΑ με την Τουρκία. Και, αυτό ακριβώς προσφέρουν πολλές εκθέσεις του ισχυρότατου Ινστιτούτου Brookings, με συστάσεις πολιτικής που περιλαμβάνουν την επανεξέταση των αμερικανικών δασμών, τη διατήρηση της ιδιότητας μέλους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (ακόμη και με την αμφισβητούμενη τουρκική αγορά του ρωσικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας S-400) και την οριστικοποίηση της συμφωνίας της Τουρκίας για ένταξη της στην ΕΕ. Εκθέσεις δηλαδή πληρωμένες από την Τουρκία, που προωθούν τα τούρκικα συμφέροντα εντός των ΗΠΑ.
Εκτός από την παροχή δημόσιου βήματος σε Τούρκους αξιωματούχους και την παραγωγή ευνοϊκών εκθέσεων πληρωμένων από τους Τούρκους χορηγούς, πολλά από τα think tank που λαμβάνουν χρηματοδότηση από τουρκικές πηγές συνεργάζονται επίσης με εγγεγραμμένους ξένους πράκτορες της Τουρκίας.
Μια νέα έκθεση από το Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής αποκαλύπτει ότι λομπίστες που εργάζονται για Τούρκους πραγματοποίησαν 83 επαφές με δεξαμενές σκέψης των ΗΠΑ μόνο το 2020. Για παράδειγμα, το 2020, το προσωπικό του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών είχε τρεις συναντήσεις με Τούρκους κυβερνητικούς αξιωματούχους και έλαβε οικονομικές συνεισφορές μεταξύ 100.000-499.999 δολαρίων από την κυβέρνηση της Τουρκίας μόνο για το 2019. Το CSIS δεν γνωστοποιεί (!!!) τους προηγούμενους δωρητές του στον ιστότοπό του, καθιστώντας αδύνατο να ερευνήσει κανείς πόση πρόσθετη χρηματοδότηση έχει λάβει αυτή η εξέχουσα δεξαμενή σκέψης από την Τουρκία.
Επιπλέον, ορισμένοι μελετητές σε δεξαμενές σκέψης με χρηματοδότηση από την Τουρκία αρνήθηκαν να αποκαλύψουν αυτή τη χρηματοδότηση όταν κατέθεσαν ενώπιον του Κογκρέσου. Όταν ένας ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο Αμερικανικής Προόδου κατέθεσε ενώπιον της Υποεπιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής για την αξιολόγηση των προτεραιοτήτων πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, «παρέλειψε» να αναφέρει τη χρηματοδότηση της CAP από την Τουρκία ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Αντίθετα, αυτός και πολλοί άλλοι υπεύθυνοι «δεξαμενών σκέψης», επιλέγουν να εκμεταλλευτούν ένα κενό στους νόμους του Κογκρέσου που επιτρέπει στους μάρτυρες να μην αναφέρουν κανέναν από τους χρηματοδότες του οργανισμού τους!
Δεδομένης της τεράστιας επιρροής των «δεξαμενών σκέψης» στη δόμηση της αμερικάνικης πολιτικής, είναι επιτακτική ανάγκη τα Think Tanks να υποχρεωθούν να είναι διάφανα αναφορικά με τη χρηματοδότησή τους και τυχόν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων. Ωστόσο, εκτός από την άρνηση να αποκαλύψουν την χρηματοδότηση από την Τουρκία όταν καταθέτουν στο Κογκρέσο, τα think tank συχνά παρέχουν ελάχιστες, έως μηδενικές πληροφορίες σχετικά με τους δεσμούς τους με τουρκικά συμφέροντα ειδικά όταν συντάσσουν εκθέσεις και αναφορές που σχετίζονται με την Τουρκία. Ενώ ορισμένες «Δεξαμενές σκέψης» διαθέτουν αυτές τις πληροφορίες χρηματοδότησης στους ιστοτόπους τους, όπως η GMF και το Brookings, τις κρύβουν τόσο καλά ώστε ένας ερευνητής να χρειάζεται ώρες ολόκληρες μελέτης της ιστοσελίδας για να τις βρει.
Για παράδειγμα, ένας εκπρόσωπος του Γερμανικού GMF σημείωσε ότι η έκθεση που προαναφέραμε έγινε σε «συνεργασία» με έναν τουρκικό οργανισμό, αλλά σε κανένα σημείο της εκδήλωσης δεν σημειώνεται ότι αυτή η «συνεργασία» περιελάμβανε αρκετά χρόνια οικονομικών συνεισφορών από τον τουρκικό οργανισμό στο GMF!
Η θέσπιση αυστηρής νομοθεσίας αναφορικά με την υποχρεωτική αποκάλυψη των χρηματοδοτών όλων των δεξαμενών σκέψεων που λειτουργούν εντός Ηνωμένων Πολιτειών, είναι πλέον επιτακτική, όσο κι αν ενοχλεί αυτά τα ισχυρά συμφέροντα που επηρεάζουν άμεσα την πολιτική της Ουάσινγκτον. Ακόμα και οι New York Times καθιστούν επιτακτική την υποχρέωση όσον αμείβονται από τρίτες χώρες η συμφέροντα που συνδέονται με άλλες χώρες όπως η Τουρκία, να το ανακοινώνουν δημόσια, ειδικά όταν συντάσσουν εκθέσεις και δημοσιεύουν έρευνες που σχετίζονται με την προώθηση συμφερόντων των χρηματοδοτών τους.
Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, μια δημοσκόπηση του 2018 που βρήκε ότι μόνο το 20% των Αμερικανών «εμπιστεύονται όσα έχουν να πουν τα think tanks». Δεδομένης αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης και των «δεξαμενών σκέψης» θα πρέπει να λάβουν μέτρα για να ενισχύσουν την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα των ευρημάτων τους. Όπως εξηγεί μια έκθεση του Quincy Institute, με τίτλο «Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τομέα των Think Tanks», θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημοσίευση περιεκτικών οικονομικών γνωστοποιήσεων του παρελθόντος και του παρόντος, την παροχή δηλώσεων διαφάνειας για την ξένη χρηματοδότηση και την προληπτική αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων. Με απλά λόγια δεν θα μπορεί μία «δεξαμενή σκέψης» που χρηματοδοτείται από την Τουρκία, να συντάσσει έκθεσης και έρευνες που προωθούν έμμεσα ή άμεσα τα τούρκικα συμφέροντα.
Η αποτυχία λήψης αυτών των απλών μέτρων θα μειώσει περαιτέρω την αξιοπιστία των Think Tanks στα μάτια του κοινού, σημειώνει με σαφήνεια και παρρησία ο Sky Berry-Weiss, ερευνητής στο Center for International Policy: Αν τα think tanks θέλουν να μιλήσουν για την Τουρκία —ή οποιαδήποτε χώρα— πρέπει ταυτόχρονα να μιλούν τη γλώσσα της διαφάνειας.