Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος μίλησε, σ’ εκδήλωση του Δήμου Πηνειού για τα 200 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821, με θέμα «Το “Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος” και η συμβολή του Γεωργίου Σισίνη στην κατάρτισή του». Στην ομιλία του ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Ήδη από την 18η Απριλίου 1823, η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους που ψήφισε -κατ’ αναθεώρηση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» του 1822- τον «Νόμον της Επιδαύρου», είχε προαναγγείλει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Και τούτο διότι τότε αποφασίσθηκε «να προσδιορισθή Εθνική Συνέλευσις εις ανάκρισιν του Πολιτεύματος μετά διετίαν». Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συγκλήθηκε για την 25η Σεπτεμβρίου 1825. Όμως, μετά από πολλές καθυστερήσεις εξαιτίας της κακής τροπής του Απελευθερωτικού Αγώνα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συνήλθε, την 6η Απριλίου 1826, στην Πιάδα.
Α. Τον Αύγουστο του 1826 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση διασπάσθηκε, εξαιτίας της ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ «αγγλόφιλων» και «γαλλόφιλων». Και η μεν «αγγλόφιλη» τάση του συνήλθε στην Αίγινα, ενώ η «γαλλόφιλη» -στην οποία προστέθηκε η νεοσύστατη «ρωσόφιλη» τάση- συνήλθε στην Ερμιόνη. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη ολοκληρώθηκαν την 17η Μαρτίου 1827 και οι Πληρεξούσιοι, με πνεύμα πραγματικής εθνικής συμφιλίωσης, συνήλθαν στην Τροιζήνα, όπου την 1η Μαΐου 1827 ψηφίσθηκε το οριστικό «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Τις «συντακτικές» εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης «σημάδεψε», με άκρως χαρακτηριστικό τρόπο, η προσωπικότητα του Γεωργίου Σισίνη, ο οποίος μετείχε σε αυτή ως Πληρεξούσιος Γαστούνης. Διαθέτοντας, για τα δεδομένα της εποχής, αξιόλογη γενικότερη παιδεία και εξίσου αξιόλογη πολιτική και κοινοβουλευτική πείρα, ο Γεώργιος Σισίνης εξελέγη αρχικώς προσωρινός Πρόεδρος και ύστερα οριστικός Πρόεδρος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, κατά την τελευταία προκαταρκτική συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 1827. Διηύθυνε, με καθοριστική ουσιαστική συμβολή, τις συνεδριάσεις της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη, μεταξύ της 11ης Φεβρουαρίου και της 16ης Μαρτίου 1827. Συνέχισε δε να προεδρεύει και μετά την «συνένωση» της Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα, κατά τις συνεδριάσεις της μεταξύ 19ης Μαρτίου και 5ης Μαΐου 1827. Οπότε και η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ολοκλήρωσε τις εργασίες κατάρτισης του τελικού κειμένου του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» του 1827.
Β. Το Σύνταγμα αυτό φέρει, σε αξιοπρόσεκτο βαθμό, την «σφραγίδα» του Γεωργίου Σισίνη σε ό,τι αφορά τα κοινοβουλευτικά του χαρακτηριστικά. Και μάλιστα χαρακτηριστικά, τα οποία ανάγουν την τότε Βουλή ως «θεσμικό αντίβαρο» στις εξουσίες του Κυβερνήτη, που προέβλεπε το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Επιπλέον, ο Γεώργιος Σισίνης διακρίθηκε για την προσπάθειά του να διασφαλίσει την ενότητα των Ελλήνων, σε μιαν εποχή όπου οι διχασμοί έθεταν σε κίνδυνο την πορεία της Εθνεγερσίας προς την ευόδωσή της. Το πνεύμα Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Σισίνη προκύπτει σαφώς και μέσ’ από το κείμενο της εμβληματικής Προκήρυξης, την οποία συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος, ως Πρόεδρος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη, την 11η Φεβρουαρίου 1827. Πέραν των άλλων, από το κείμενο της εν λόγω Προκήρυξης προκύπτει σαφής επιρροή των «Ηθικών Νικομαχείων» και των «Πολιτικών» του Αριστοτέλους, γεγονός ενδεικτικό της παιδείας του Γεωργίου Σισίνη, στην οποία έγινε αναφορά προηγουμένως.
Γ. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», διακρίνεται εντόνως και σαφώς για την προσήλωσή του στις προωθημένες φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και όσον αφορά τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι ακόλουθες ρυθμίσεις του είναι άκρως ενδεικτικές εν προκειμένω:
1. Στο Α΄ Κεφάλαιο, και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 1, καθιερώνεται μεν ως επικρατούσα θρησκεία εκείνη της «Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού», όμως εξίσου καθιερώνεται ρητώς, ως θεμελιώδες δικαίωμα, η Θρησκευτική Ελευθερία.
2. Στο Γ΄ Κεφάλαιο, και υπό τον τίτλο «Δημόσιον δίκαιον των Ελλήνων», εισάγεται, με εξαιρετικά προοδευτικό πνεύμα, σειρά ρυθμίσεων περί βασικών γενικών αρχών με συνταγματική ισχύ καθώς και περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως π.χ.:
α) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 αρχής της Ισότητας.
β) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 προσωπικής ελευθερίας.
γ) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 δικαιώματος στην ιδιοκτησία, με παράλληλη μάλιστα εισαγωγή εγγυήσεων όταν πρόκειται να γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση.
δ) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 αρχής της μη αναδρομικότητας του νόμου.
ε) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 δικαιώματος του αναφέρεσθαι.
στ) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 ελευθερίας του Τύπου.
Δ. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως πρώτος Κυβερνήτης, κλήθηκε να εφαρμόσει, ως επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, το ισχύον τότε Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827. Όμως η κατάσταση που αντιμετώπισε, ευθύς εξ αρχής, ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν, κατά την επιεικέστερη έκφραση, δραματική όπως προκύπτει από τα «Απόλογα του Καποδίστρια» του Γ. Τερτσέτη, όπου καταγράφεται συνομιλία του Κυβερνήτη με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη. Ουδείς, λοιπόν, μπορεί ν’ αμφισβητήσει, με τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ν’ αντιμετωπίσει μια κατάσταση πραγματικής «έκτακτης ανάγκης», μέσα στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε να πάρει, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσεις στοιχειώδους ανάταξης της Ελλάδας, προκειμένου να συνεχίσει τον Αγώνα της Απελευθέρωσης και να επιδιώξει την ανακούφιση του δεινώς χειμαζόμενου πληθυσμού. Μια λύση θα ήταν η κατά περίπτωση εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», κάτι όμως το οποίο αφενός δεν συνάδει προς την ίδια την φύση κάθε σύγχρονου Συντάγματος -αυθαίρετη εφαρμογή του Συντάγματος à la carte ισοδυναμεί με υποβάθμιση και, εν τέλει, αναίρεσή του στην πράξη- και, αφετέρου, ήταν εντελώς αντίθετη προς την νοοτροπία του Ιωάννη Καποδίστρια. Στην νοοτροπία του πρώτου «Κυβερνήτη της Ελλάδος», με βάση και τον ασυμβίβαστο -όπως είχε φανεί καθαρά σε όλη την πολιτική διαδρομή του- χαρακτήρα του, ταίριαζε το «salus populi suprema lex esto».
Ε. Μ’ επιδέξιους αποφασιστικούς χειρισμούς, ο Ιωάννης Καποδίστριας έπεισε την Βουλή για την «κρισιμότητα των καιρών». Και έτσι, με το Ψήφισμα ΝΗ΄ της 18ης Ιανουαρίου 1828, η Βουλή αποδέχθηκε και ενέκρινε την εισήγηση του Κυβερνήτη για «σχέδιον μεταβολής διοικήσεως προσωρινής», με το ακόλουθο αιτιολογικό: «Επειδή ο παρά του Ελληνικού Έθνους εμπεπιστευμένος τας ηνίας της Κυβερνήσεως Κύριος Ιωάννης Α. Καποδίστριας έφθασεν εις την Ελλάδα΄ Επειδή αι δειναί της Πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν, ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν του εν Τροιζήνι επικυρωθέντος και εκδοθέντος Πολιτικού Συντάγματος καθ’ όλην αυτού την έκτασιν΄ Επειδή η σωτηρία του Έθνους είναι ο υπέρτατος πάντων των Νόμων΄ και Επειδή η Βουλή ανεδέχθη παρά των Λαών την πρόνοιαν της εαυτών σωτηρίας΄ Η Βουλή μόνον σκοπόν έχουσα το να σωθή η Ελλάς, και ως ιερώτερόν της χρέος θεωρούσα τούτο, και την ευδαιμονίαν του Ελληνικού Έθνους του οποίου ενεπιστεύθη την φροντίδα΄ Και επειδή ο Κυβερνήτης επρόβαλε σχέδιον μεταβολής Διοικήσεως προσωρινώς΄».
Υπό τις συνθήκες αυτές ανεστάλη η εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Η Βουλή ουσιαστικώς αυτοκαταργήθηκε –«αποτίθεται η Βουλή, το οποίον ανέλαβε χρέος της νομοδοτικής εξουσίας»- και οργανώθηκε «προσωρινή Διοίκησης της Επικρατείας». Η νομοθετική εξουσία περιήλθε στον Κυβερνήτη και ιδρύθηκε συμβουλευτικό συλλογικό όργανο, το «Πανελλήνιον». Το όργανο αυτό αποτελούσαν 27 μέλη που διόριζε ο Κυβερνήτης και διαιρείτο σε τρία τμήματα, με ειδικότερα για καθένα αντικείμενα τις γνωμοδοτήσεις προς τον Κυβερνήτη επί οικονομικών θεμάτων, θεμάτων περί τα εσωτερικά ζητήματα και περί τα ζητήματα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, πριν από την λήψη εκ μέρους του των τελικών αποφάσεων με την μορφή «ψηφισμάτων».