Του Πέτρου Αγρέβη – Χασάπη
Παλιότερα και ειδικά μετά την εμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος, πάντα στα πλαίσια του εσωτερικού των εθνικών κρατών, ήταν απόλυτα γνωστό τι ακριβώς πρέσβευαν η Δεξιά και η Αριστερά.
Η Δεξιά πρέσβευε όσο το δυνατόν λιγότερο κράτος και πολύ περισσότερη ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ η Αριστερά πρέσβευε όσο το δυνατόν περισσότερο κράτος και ελάχιστη ή καθόλου ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στην πορεία, μέρος της Δεξιάς εισήγαγε στοιχεία περισσότερου κρατικού παρεμβατισμού στην κοινωνία, ενώ μέρος της Αριστεράςεισήγαγε αρκετά στοιχεία ιδιωτικής πρωτοβουλίας μαζί με ισχυρό κοινωνικό κράτος. Έτσι εκκινώντας από αντίθετες κατευθύνσεις συνέκλιναν σταδιακά προς ένα πολιτικό κέντρο, φτάνοντας στο σημείο να μιλάμε για Κεντροδεξιά ή Κεντροαριστερά και ομαλή εναλλαγή τους στην εξουσία.
Σε ότι δε αφορά τις εξωτερικές σχέσεις, η μεν Δεξιά ήταν πιο πατριωτική, με την έννοια ότι πρότασσε την πατρίδα, ενώ η Αριστερά ήταν περισσότερο διεθνιστική.
Αυτό, πάνω κάτω ήταν χονδρικά το μοντέλο που επικράτησε στην πλειοψηφία των εθνικών κρατών. Στην πορεία όμως τα πράγματα άλλαξαν με την εμφάνιση της επιθετικής παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή της προσπάθειας της διεθνούς οικονομικής ολιγαρχίας για ανεξέλεγκτη διακίνηση παγκοσμίως κεφαλαίων, εμπορευμάτων και μεταναστών.
Οι εξελίξεις αυτές και μάλιστα από τη στιγμή που οι ισχυρές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης επιδιώκουν στην ουσία την κατάργηση των εθνικών συνόρων, με την έννοια της ανεξέλεγκτης από τις εθνικές κυβερνήσεις και εθνικές νομοθεσίες, διακίνησης των διεθνών οικονομικών τους συμφερόντων, ήταν επόμενο να επηρεάσουν δραματικά και το παραδοσιακό εθνικό πολιτικό σχήμα Δεξιά – Αριστερά.
Σήμερα λοιπόν και εξ αιτίας της πίεσης που ασκούν οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, στο εσωτερικό των εθνικών κρατώναναπτύσσονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές σχολές σκέψης και δράσης. Η μία είναι αυτή που θέτει ως προτεραιότητα την προάσπιση της αυτονομίας και ελευθερίας των εθνικών κρατών και των εθνικών κοινωνιών (πρώτα το εθνικό κράτος, πρώτα οι πολίτες του είναι το σύνθημα) απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και η άλλη, αυτή που βλέπει την παγκοσμιοποίηση όχι ως εχθρό, αλλά ως σύμμαχο για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας και μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης, εναντίον προφανώς του παραδοσιακού έθνους κράτους. Το αποτέλεσμα, στη δεύτερη περίπτωση, είναι να επιτρέπουν στα διεθνή οικονομικά συμφέροντα να δρουν ανεξέλεγκτα εντός της εθνικής επικράτειας.
Έτσι στις μέρες μας, αν και το δίπολο Δεξιά – Αριστερά υπάρχει ακόμα λόγω αδράνειας ως ένα αδρανές πολιτικό σύστημα (με βάση το οποίο εξακολουθούν όμως να εντάσσονται οι μάζες στην πολιτική), εντούτοις στη βάση της κοινωνίας, όλων των κρατών, αναπτύσσονται πολιτικά αντισώματα εναντίον της άνευ όρων υποταγής στη διεθνή οικονομική ολιγαρχία. Τα δε παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, τόσο τα κεντροδεξιά όσο και τα κεντροαριστερά, τα οποία έχουν συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία του «τέρατος» της παγκοσμιοποίησης, τάσσονται από κοινού προς την πλευρά της.
Με λίγα λόγια, τα παλιά κόμματα εξουσίας (δεξιά και αριστερά) που κυβέρνησαν και που τα ίδια συνέβαλαν στην ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης, σήμερα τάσσονται στην ίδια πλευρά, είτε με την νέα διεθνή νεοφιλελεύθερη αφήγησή τους είτε με τη νέα εθνομηδενιστική τους αφήγηση, κτυπώντας μαζί τις νέες εσωτερικές πολιτικές αντιστάσεις που τάσσονται υπέρ της αυτονομίας και ελευθερίας των εθνικών κρατών και των λαών τους.