Γράφει ο Γιώργος Βενετσάνος
Οι γερμανοτουρκικές γεωπολιτικές και γεωοικονομικές σχέσεις ξεκινούν ακόμη από την εποχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της αντίστοιχης Οθωμανικής (κυρίως από το τέλος του 19ου αιώνα), και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι σχέσεις τους είναι πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές. Οι δύο αυτοκρατορίες συμβίωναν εκείνη την περίοδο με βάση τη στρατηγική τους συμπληρωματικότητα, αλλά με προοπτικές διαφορετικές.
Η νέα Γερμανική Αυτοκρατορία του Γουλιέλμου ως αυξανόμενη δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη, προσπαθούσε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία. Την ίδια στιγμή μια άλλη αυτοκρατορία, «η ασθενής της Ευρώπης» Οθωμανική αυτοκρατορία) προσπαθούσε να αποφύγει την κατάρρευση της που ήδη είχε αρχίσει να φαίνεται. Το 1896 ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος ΙΙ εγκαινιάζει μια νέα αποικιακή πολιτική της Γερμανίας (είχε προηγηθεί η αποπομπή του καγκελαρίου Μπίσμαρκ), έτσι ώστε η αυτοκρατορία του «να βρει μια θέση στον ήλιο».
Η Τουρκία τώρα εμφανίζεται να έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα μάτια του Βερολίνου. Η Γερμανίαχρειάζονταν την υποστήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Οριάν Εξπρές συνέδεε τη Δυτική Ευρώπη, μέσω των Βαλκανίων, με την Κωνσταντινούπολη από το 1889. Ο αυτοκράτοραςΓουλιέλμος ΙΙ καταθέτει αίτημα προς τον Καίσαρα των Ρωμαίων, Υπηρέτη των δύο Ιερών Προσκυνημάτων,Διοικητή των πιστών τον Αμπντούλ Χαμίτ Β, (και σφαγέα 20.000 Αρμένιων) προκειμένου να επεκταθεί οσιδηρόδρομος μέχρι τη Βαγδάτη και με τελικό σκοπό να φθάσει στον Περσικό Κόλπο, προκειμένου να διευκολύνει την ύπαρξη ναυτικής βάσης του γερμανικού στόλου.
Η Γερμανία λοιπόν με αυτό το σκεπτικό κάνει το άνοιγμα της στην Τουρκία και γίνεται ο πρώτος οικονομικός εταίρος στην Ευρώπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνεργασία αυτή δεν παραμένει μόνοστον οικονομικό τομέα αλλά μετατρέπεται και σε στενήαμυντική συμφωνία. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία συμμετείχε στο πλευρό των ΚεντρικώνΔυνάμεων, μετά τη μυστική συμφωνία με τη Γερμανία που υπογράφτηκε τις 2 Αυγούστου 1914.
Εδώ να σημειώσουμε ότι η Γερμανία είχε ένα σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του οθωμανικού στρατού, (μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που οι Έλληνες οπλίτες βρέθηκαν απέναντι από οχηρά κατασκευασμένα από Γερμανούς στρατιωτικούς) και γενικότερα στα αιτήματα εκσυγχρονισμού που προέβαλαν οι ανερχόμενες κοινωνικές κατηγορίες που είχαν αστικό και εθνικιστικό προσανατολισμό. Με την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα που ακολούθησε, οι δύο αυτοκρατορίες μετεξελίχθηκαν σε δημοκρατίες με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το 1939 ξέσπα ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, η Ευρώπη συνασπισμένη αγωνίζεται κατά των δυνάμεων του Άξονα, η Τουρκία όμως υπογράφει σύμφωνο φιλίας μετη Γερμανία τον Ιούλιο του1941. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το διάστημα εκείνο, και παρά τις περί «ουδετερότητας» διακηρύξεις της, η Τουρκία διαπραγματευόταν την έξοδό της στον πόλεμο στο πλευρό των Ναζί βάζοντας στο τραπέζι εδαφικά ανταλλάγματα. Οι Τούρκοι έκαναν αυτό που γνωρίζουνάριστα, ανατολίτικο παζάρι και απαιτούσαν εδάφη από: Θράκη, Κριμαία, Υπερκαυκασία.
Προσέξτε και τις τρεις ονομασίες για να παρατηρήσετε ότι ποτέ δεν παραιτήθηκε από αυτές τις αξιώσεις της. Στην Θράκη το βιώσαμε εμείς με την υβριδική επίθεση εναντίων μας, στην Κριμαία δεν την αναγνωρίζει ως ρωσικό έδαφος και στην Υπερκακαυσία στρατεύθηκε μαζί με τους Αζέρους εναντίων των Αρμενίων. Παράλληλα απαιτούσε και δικαιώματα με το αναχρονιστικό σύστημα των εντολών στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο και στην Αλβανία και εδώ δεν έχει παραιτηθεί από τίποτα και προσπαθεί να επιβληθεί μέσω της «Μουσουλμανικής αδελφότητας» την οποία χρηματοδότη και ελέγχει. Ερχόμαστε στην τελευταία απαίτηση που αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα των διεκδικήσεων της και είναι ο διακαής και διαχρονικός της πόθος.
Ζήτησαν να αποκτήσουν περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες, όπως τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και επιπλέον το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και όλα αυτά την ώρα που ο το έθνος των Ελλήνων και οι στρατιωτικές τους δυνάμεις έδιναν τον «υπέρ πάντων»αγώνα εναντίων των χιτλερικών δυνάμεων. Τέσσερις ημέρες πριν γίνει η μεγάλη επίθεση των Γερμανών κατά της ΕΣΣΔ υπογράφεται, μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην τουρκική κυβέρνηση και στον Φον Πάπεν, στις 18 Ιουνίου 1941 η γερμανοτουρκικήσυμφωνία «μη επιθέσεως».
Αυτή η συμφωνία στέλνειστον κάλαθο των αχρηστών την αγγλοτουρκική συνθήκη του1939, και εξασφαλίζει την νοτιοανατολική πτέρυγα της Γερμανίας, παράλληλα στις 9 Οκτωβρίου 1941, υπογράφεται και το εμπορικό σύμφωνο με το οποίο η Τουρκία πλέον γίνεται η άμεση πηγή σε προμήθειαπρώτων υλών για την πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να εφοδιάσει την Ναζιστική Γερμανία με δεκάδες χιλιάδες τόνους χρωμίου και μερικές άλλες πρώτες ύλες την περίοδο 1943-44.
Ακολουθώντας πιστά φιλογερμανική πολιτική κατά το μεγαλύτερο μέρος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία και σε αντίθεση με τη Συνθήκη του Μοντρέ για το καθεστώς των Δαρδανελίων, που υπογράφτηκε στις 30 Ιουλίου 1935 και απαγορεύει την διέλευση από τα Στενά πλοίων των εμπολέμων χωρών, αφήνει ελευθέρα τα γερμανικά πολεμικά σκάφη να μπαίνουν στην Μαύρη Θάλασσα.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942, η τουρκική κυβέρνηση κάτω από την επίδραση της γερμανικής επίθεσης στον Καύκασο, δίνει τηνσυγκατάθεση της στην πρόταση του Φον Πάπεν να συγκεντρώσει τουρκικά στρατεύματα στα νότια σύνορα της Ρωσίας «Καμία πίεση από την πλευρά των Αγγλοαμερικανών δεν θα είναι σε θέση να υποκινήσει την Τουρκία να κάνει ακόμη και το πιο ασήμαντο βήμα προς ζημία των Γερμανικών συμφερόντων», διαβεβαιώνει επίσημα ο πρόεδρος Ινονού τον Φον Πάπεν.
Χαρακτηριστική η δήλωση στις 4 Φεβρουαρίου 1944 του βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ που αποδημεί την τουρκική ηγεσία δηλώνοντας: «Διακόψαμε τη βοήθεια αφού δώσαμε 20 εκατ. λίρες στερλίνες σε αγγλικά και αμερικανικά όπλα μόνο για το έτος 1943. Δεν ενθαρρύνουμε πλέον την Τουρκία να βρίσκεται παρά τω πλευρώ των νικηφόρων εθνών».
Τελικά η Τουρκία θα εγκαταλείψει τη γερμανόφιλη «ουδετερότητα» και με κουτοπόνηρο τρόπο, θα προχώρηση σε κήρυξη πόλεμου στα χαρτιά κατά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μόλις στις 23 Φεβρουαρίου 1945, όταν πλέον οι δυνάμεις του άξονα αποδυναμωμένες από την νικηφόρα επίθεση των συμμάχων είναι στα τελευταία τους, σε μια προσπάθεια να φανούν ότι κάτι έκαναν.
Είναι χαρακτηριστική ηδήλωση μετά το τέλος του πολέμου, του τούρκου πρωθυπουργός Σουκρού Σαράτσογλου ο οποίος λέει τα εξής υποτίθεται σοβαρά: «η Τουρκική Δημοκρατία από τις πρώτες στιγμές, με τις δηλώσεις της, τα όπλα της και την καρδιά της, ήταν στο πλευρό των δημοκρατικών εθνών». Και η απάντηση σε αυτά τα λεγόμενα κοροϊδίας, έρχεται από μέσα από την ίδια την Τουρκία, όταν ο γνωστός εκδότης και συγγραφέας Καμουράν Μπεκίρ Χαρπουτλού λέει ότι: «Αν φασισμός ήταν νικητής, είναι φανερό ότι ίδια φράση θα είχε λεχθεί υπέρ αυτού».
Μετά τη λήξη του Β΄ ΠΠ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της κοινωνίας και της οικονομίας της, στράφηκε πάλι προς την Τουρκία απορροφώντας εργατικό δυναμικό από αυτήν. Μέχρι το 1969 περίπου 1.000.000 Τούρκοι εργάτες απασχολούνταν στις γερμανικές βιομηχανίες, ενώ σήμερα υπολογίζεται ότι βρίσκονται στο έδαφος τηςπερί τα 4.000.000, οι οποίοι από το έτος 2001 ευνοούνται από την μεταρρύθμιση της κυβέρνησηςSchröder που άλλαξε το νόμο για τους μετανάστες, αποτέλεσμα να λάβουν υπηκοότητα και το δικαίωμα ψήφου δίνοντας τους μεγαλύτερο πολιτικό βάρος, που βεβαίως οι Γερμανοί πολιτικοί δεν το αγνοούν.
Η Γερμανία αποτελεί τον σπουδαιότερο προορισμό των Τουρκικών εξαγωγών (2017) 17,4 δισ. δολάρια. για την Τουρκία, η Γερμανία αποτελεί την πρώτη χώρα για τις εξαγωγές της, για τη Γερμανία αντίστοιχα η Τουρκία βρίσκεται στη16η θέση. Ο όγκος των γερμανικών εξαγωγών (2018) ανήλθε στα 22,8 δισ. δολάρια. Υπάρχει δηλαδή μια ασυμμετρία στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών σαφέστατα υπέρ της Γερμανίας. Επίσης αυτή η ασυμμετρία φαίνεται και στον όγκο των ΑΞΕ (Άμεσων Ξένων Επενδύσεων) μεταξύ των δύο χωρών.
Η Γερμανία, την περίοδο 2002-2018, έχει τοποθετήσει ΑΞΕ στην Τουρκία ύψους 9,469 δισ. δολαρίων, ενώ η Τουρκία, αντίστοιχα, ΑΞΕ ύψους 2,443 δισ. δολαρίων (στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας). Πίσω από αυτές τις επενδύσεις υπάρχουν περίπου 80.000τουρκογερμανικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε Γερμανικό έδαφος, με ετήσιο τζίρο περίπου 52 δισ. ευρώ και απασχολούν περίπου 500.000 άτομα σε 50διαφορετικούς οικονομικούς τομείς. Από την άλλη μεριά, περίπου 7.500 Γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην τουρκική επικράτεια
Ο όγκος του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών ανήλθε περίπου στα 40 δισ. δολάρια, (2017) αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1,5% του γερμανικού διεθνούς εμπορίου και το 10% του αντίστοιχου τουρκικού. Οι συνολικές εξαγωγές της Γερμανίας (2017) ανήλθαν σε περίπου 1,4 τρισ. δολάρια, ενώ οι Τουρκικές εξαγωγές, αντίστοιχα, σε 156 δισ. δολάρια.
Παράλληλα με αυτά, η Γερμανία με το αυτοκρατορικό της απωθημένο δεν έπαψε ποτέ να βλέπει προς τις «ζέστες θάλασσες», παρατηρεί λοιπόν ότι η Ανατολική Μεσόγειος έχει αρχίσει να ανασυγκροτείται γεωπολιτικά. Οι Γερμανοί βλέπουν ότι σε αυτό το σχεδιασμό αποκλείονται από τις εξελίξεις στη Μεσόγειο, παρατηρούν ότι το Παρίσι προσπαθεί να γίνει η ευρωπαϊκή δύναμη της Μεσογείου.
Τι κάνουν λοιπόν; Προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως όχημα για την υλοποίηση των επιδιώξεών τους. Για να κάμψει την όποια αντίδραση Ιταλίας και της Γαλλίας, η Γερμανία επιστρατεύει παζάρια που αφορούν την ΕΖ (ευρωζώνη) και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η Γερμανία, με άλλα λόγια, προσπαθεί να παρέμβει στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των γνωστών «ειρηνικών πρωτοβουλιών». Να θυμόμαστε ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία δεν ξεκίνησε με τις γερμανικές ευλογίες, καταδικάστηκε από το Βερολίνο. Μην ξεχνάμε πως η Γερμανία, εκτός από έλλειψη φυσικών πόρων, έχει και έλλειψη μεγάλης ακτογραμμής. Επομένως, η παρουσία της στη Μεσόγειο αποτελεί προτεραιότητα.
Σε όλο αυτό τον σχεδιασμό της βάζει μέσα την Τουρκία, που στα μάτια της Γερμανίας, αποτελεί παίκτη με τον οποίο μπορεί να συνεργασθεί. Παράλληλα κοιτάζει και προς την Ρωσία, (μέσω και του διαύλου της Τουρκίας) προκειμένου να εξασφαλίσει και από αυτό τον διάδρομο τους απαραίτητους ενεργειακούς πόρους, παρά τις γνωστές θέσεις των ΗΠΑ για απεξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές πηγές ενέργειας (φυσικό αέριο και πετρέλαιο).
Υπό το φως της ιστορίας, φαίνεται ότι οι δυο χώρες η μια της Ανατολής και η άλλη του ευρωπαϊκού βορά έχουν σφυρηλατήσει στενές σχέσεις μεταξύ τους, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα. Μάλιστα, θα διακινδύνευα να πω ότι και οι δύο χώρες θα επιθυμούσαν οι σχέσεις τους να επανέλθουν στο επίπεδο που βρίσκονταν στις αρχές του 20ου αιώνα. Ευελπιστώ η νέα κυβέρνηση «φανάρι» (Σοσιαλιστές, πράσινοί , φιλελεύθεροι) της Γερμανίας, να ανοιγοκλείνει προς όλες τις κατευθύνσεις.