Βασίλης Δημ Χασιώτης
Ι
Τούτες τις μέρες, βρισκόμαστε προ μιας ακόμα ενδιαφέρουσας εξέλιξης στα ευρωενωσιακά μας πράγματα, που προκλήθηκε από απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, (με πλειοψηφία 10 έναντι 2), με την οποία, όπως διαβάζω στα σχετικά ρεπορτάζ, αμφισβητείται η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου, έτσι όπως αυτό ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έναντι των Συνταγματικών προνοιών της Χώρας αυτής.
Ασφαλώς, δεν είναι η πρώτη φορά που η αμφισβήτηση της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι των Συνταγματικών Χαρτών των Κρατών – Μελών της ΕΕ λαμβάνει χώρα, (πρόσφατο προηγούμενο προέρχεται από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, σε σχέση με τη νομιμότητα αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράζει κρατικά ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές, που προκάλεσε πολλές και έντονες νομικές μα και πολιτικές συζητήσεις). Πάντως, στη βάση των «συγκρούσεων» αυτών, που είναι στη βάση τους ιδεολογικοπολιτικές, υποβόσκει το ερώτημα ποιο θεωρείται «υπερέχον» συμφέρον, το κοινοτικό ή το εθνικό και ποιο το περιεχόμενο της «υπεροχής».
Και όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, αναδύονται και οι βαθιές διαφορές εκείνων που υπερασπίζονται την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου, και εκείνων, που υπερασπίζονται την υπεροχή των Συνταγματικών τους Χαρτών (με ή χωρίς προϋποθέσεις και στις δυο περιπτώσεις). Όπως αναπαράγεται από όλα σχεδόν τα ρεπορτάζ, η αντιπαράθεση Πολωνίας με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ξεκίνησε από μια νομοθετική μεταρρύθμιση όπως την αποκαλεί η Κυβέρνηση της Πολωνίας στον τομέα της Δικαιοσύνης, προκειμένου να γίνει πιο «αποτελεσματική», ενώ η αντιπολίτευση (μα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αλλά και οι Βρυξέλλες), ισχυρίζονται ότι θίγεται η ανεξαρτησία της και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. (Βλέπε ενδεικτικά «Μετά το Brexit και η Πολωνία εκτός ΕΕ;», εις https://www.dw.com «Ανταρσία της Πολωνίας εναντίον της ΕΕ: «Εθεσε εαυτόν στον δρόμο προς το Polexit», εις : https://www.protagon.gr). Η αφορμή εδώ δόθηκε όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, προηγούμενα, έκρινε ως παράνομη την απομάκρυνση Πολωνού δικαστή που είχε επικρίνει την κυβέρνησή του (δες https://www.protagon.gr ανωτέρω). Αν και θα το σχολίαζα λίγο παρακάτω, εν τούτοις, δεν μπορώ να μην σχολιάσω σ’ αυτό το σημείο, αυτό το «..θίγεται η ανεξαρτησία της και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών». Το ότι η «ανεξαρτησία» της Δικαιοσύνης και η «διάκριση των εξουσιών», είναι δύο ζητήματα η ύπαρξη των οποίων αναζητείται καθημερινά, ιδίως δε αυτή που αναφέρεται στη «διάκριση των εξουσιών», αυτό τώρα μαθαίνω ότι αποτελεί «πολωνικό πρόβλημα» (ίσως και της Ουγγαρίας, για εύλογους λόγους συνειρμικού συσχετισμού των κυβερνήσεων Πολωνίας και Ουγγαρίας), και ότι δεν αποτελεί θεμελιώδες πλέον πρόβλημα του Δυτικού Πολιτικού Συστήματος, και άρα και της Δυτικού τύπο Δημοκρατίας.
Η κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε αναφερόμενη στην άνω απόφαση του πολωνικού Δικαστηρίου, πως «…Η ΕΕ είναι μια κοινότητα αξιών και νόμων. Αυτό είναι που ενώνει την Ένωσή μας και την κάνει ισχυρή. Θα τηρήσουμε τις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της Ένωσης… Οι Συνθήκες μας είναι πολύ σαφείς… Το δίκαιο της ΕΕ υπερισχύει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών διατάξεων». (δες https://www. protagon.gr ανωτέρω).
Δεν θα μείνω στο συμβάν που προκάλεσε την «ρήξη» Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (και Κομισιόν) με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας (και την Κυβέρνηση αυτής της χώρας). Άλλωστε, δεν πιστεύω πως θα συμβεί ένα POLEXIT. Και ίσως-ἰσως μάλιστα να μην στερείται κάποιας βάσης ο ισχυρισμός πως πιθανώς, πίσω από όλα αυτά να υπάρχει ένα είδος πίεσης προς τις Βρυξέλλες να ξεπαγώσουν 57 δις ευρώ του Σχεδίου Ανάκαμψης (δες : Κώστας Αναγνωστόπουλος : Ένα βήμα προς το POLEXIT;… εις : https://www.lifo.gr/stiles/ ti-diavazoume-simera/ena-bima-pros-polexit). Ούτε θα μείνω στις λεπτές νομικές διαφορές που κατά κανόνα κυριαρχούν στον νομικό διάλογο, ως προς το αν η «κυριαρχία» του Κοινοτικού Δικαίου είναι δεδομένη ή υπό ποίους όρους, κατανοητές σε μεγάλο βαθμό μονάχα από τους νομικούς, αν και όχι για όλους, ακόμα και μεταξύ αυτών, διότι κι εδώ, δεσπόζει η εξειδικευμένη γνώμη και κρίση των συνταγματολόγων.
Θα μείνω συνεπώς, στο «μεγάλο ερώτημα», κατ΄ αρχήν και κατά βάση πολιτικό, αν πρέπει ή όχι το Κοινοτικό Δίκαιο να υπερισχύει του Συνταγματικού Χάρτη της κάθε Χώρας – Μέλους της ΕΕ, και αν πρέπει, υπό ποιες προϋποθέσεις. Όχι στο τι προβλέπεται : διότι για τις Βρυξέλες και τα όργανά της, η απάντηση είναι ότι πρέπει το Κοινοτικό Δίκαιο να «υπερέχει» (και μέσω αυτού να «υπερέχουν» και οι ίδιοι) των Συνταγματικών Χαρτών των «εθνικών» Κυβερνήσεων των Κρατών – Μελών της ΕΕ, με τη (τρεχόντως) συντριπτική πλειοψηφία των Κυβερνήσεων αυτών, να συντάσσεται με τις Βρυξέλλες.
Σε ό,τι ακολουθεί, θα εκθέσω κάποιες σκέψεις αναφορικά με το γιατί θα έπρεπε ίσως να σκεφτούμε πολύ σοβαρά το ζήτημα αυτό της «υπεροχής» του Κοινοτικού Δικαίου.
ΙΙ
Ας ξεκινήσω λοιπόν, υπενθυμίζοντας ότι σε σχετικά πρόσφατο άρθρο μου στον φιλόξενο ιστότοπο «olympia», είχα παρουσιάσει ένα περίγραμμα σκέψεων αναφορικά με την κακοποίηση του γενικού συμφέροντος της χώρας μας, στα πλαίσια της εγκαθίδρυσης του Μνημονικού Καθεστώτος. (Βλέπε το άρθρο μου : Ο Ακρωτηριασμός του Υπέρτερου Γενικού Συμφέροντος κατά την Μνημονιακή Περίοδο και οι Συνέπειές του – Από τη σκοπιά του απλού πολίτη).
Έτσι, αν και την αφορμή για τούτο το άρθρο την έδωσαν τα ρεπορτάζ για την πιθανότητα ενός POLEXIT, εν τούτοις, ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω από τη Χώρα μας, που κι αυτή είχε αντιμετωπίσει την απειλή ενός GREXIT, αν δεν δέχονταν τα Μνημόνια, μάλιστα δε, μπορούμε να πούμε χωρίς κομπασμό, πως η απειλή του POLEXIT, ωχριά μπροστά στη διεθνή και παγκόσμια διάσταση που είχε πάρει το δικό μας GREXIT!!! Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η εστίασή μας θα είναι το ζήτημα του Κοινοτικού Δικαίου και της υπεροχής του έναντι των εθνικών νομοθεσιών.
Έτσι, βρισκόμαστε τώρα στο σημείο εκείνο, που επιβάλλεται οι σκέψεις οι σχετικές με το εθνικό συμφέρον και το (εθνικό) Δίκαιο που το στηρίζει και υποστηρίζει, να αποκτήσουν ένα ούτως ειπείν ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίχθηκε το παιχνίδι της Μνημονιακής Αθλιότητας και του «γενικότερου συμφέροντος» που επικαλούνταν (όπως γι’ αυτό το θέμα τοποθετούμαστε στο παραπάνω άρθρο μας). Πρέπει στο κάδρο να μπει και ο παράγων εκείνος, για τον οποίο ουσιαστικά τα Μνημόνια όχι μόνο έλαβαν το συγκεκριμένο καταστροφικό και για την οικονομία και την κοινωνία περιεχόμενο, αλλά, και επέβαλαν συγκεκριμένες διαδικασίες επιβολής των που πόρρω απέχουν απ’ την επιδίωξη επίτευξης των (ολέθριων) οικονομικών στόχων που αυτά έθεταν, αφού, ταυτοχρόνως, επεδίωξαν και πέτυχαν την εξευτελιστική άλωση της ίδιας της Ελληνικής Δημοκρατίας και των Θεσμών της, τόσο ως προς το περιεχόμενό της, μέσω της κατάλυσης των πλέον θεμελιωδών προνοιών του Συντάγματος, όσο και ως προς τις ίδιες τις διαδικασίες λειτουργίας των Πολιτειακών Θεσμών, με κορωνίδα αυτών των παρεμβάσεων, τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και της Κυβέρνησης.
Κι αυτό το πλαίσιο, ήταν η παράλληλη επίκληση του συμφέροντος κάποιων ευρωπαϊκών συνθηκών που έχουν σχέση με τις προϋποθέσεις συμμετοχής μιας Χώρας – Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ζώνη του Ευρώ και στην ίδια την Ένωση. Άλλωστε όλες σχεδόν οι απειλές που εκτοξεύονταν κατά της Ελλάδας αν δεν δέχονταν τα Μνημόνια, ήταν η απειλή αποβολής της απ’ το ευρώ και η άτακτη χρεοκοπία αν αυτό συνέβαινε, που πάντως, αυτή η τελευταία απειλή θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και εντός ευρώ, αν δεν δεχόμασταν τα Μνημόνια, χωρίς καν τη δυνατότητα να έχουμε άποψη επ’ αυτών, στη λογική του take it or leave it.
Επομένως, αυτό που συνέβη είναι ότι το γενικότερο συμφέρον της Χώρας, σύμφωνα με τους υποστηρικτές των Μνημονίων, ήταν πως αυτό που το εξέφραζε, ήταν η πάση θυσία αποφυγή εξόδου μας απ’ τη Ζώνη του ευρώ, μάλιστα δε, η επαπειλούμενη εθνική ζημία από μια τέτοια εξέλιξη, και η συνεπαγόμενη άτακτη χρεοκοπία, θα ήταν τέτοια, ώστε, κάθε θυσία πτυχών του γενικότερου συμφέροντος της Χώρας, περιλαμβανομένης και της κατάλυσης του Κοινωνικού Κράτους, του Κράτους Δικαίου και της ίδιας της Δημοκρατίας, (φυσικά αυτά δεν λέγονταν πάντα, όμως γίνονταν), να δικαιολογούν αυτόν τον υπέρτατο στόχο της μη επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Αυτό το «σύμφωνα με τους υποστηρικτές των Μνημονίων» περιλαμβάνει ΚΑΙ, αν όχι ΚΥΡΙΩΣ, την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ή καλύτερα της Γερμανίας, που ομιλεί για το εθνικό της συμφέρον ενδύοντάς το με το ρούχο του ευρωπαϊκού συμφέροντος, αφού είναι το μόνο εθνικό συμφέρον (το γερμανικό) που ουσιαστικά έχει ταυτίσει μαζί του το ευρωπαϊκό συμφέρον με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται), αυτή την ηγεσία στην οποία ουσιαστικά εκχωρήθηκε η ελληνική εθνική κυριαρχία, αναγνωρίζοντας έτσι στις Βρυξέλλες και τις πολιτικές της, την «υπεροχή» έναντι του εθνικού μας συμφέροντος, το οποίο ταύτισαν ακριβώς με τις έξωθεν επιβαλλόμενες (Μνημονιακές) πολιτικές και τα συμφέροντα που εκπροσωπούσαν.
Αν έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα, όχι μονάχα ένας νομισματικός (παραμονή μας στο ευρώ) και δημοσιονομικός στόχος (ελλείμματα και δημόσιο χρέος), ακόμα κι αν ως Χώρα ουσιαστικά έχουμε μηδενική επιρροή σε σημαντικότατες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στο Eurogroup, μπορούν να δικαιολογήσουν την ουσιαστική υπαγωγή του καθόλου Εθνικού μας Συμφέροντος στο συμφέρον που συνεπάγεται η συμμετοχή μας στο ευρώ, μα, πλέον, η νομισματική και δημοσιονομική ευρωπαϊκή πολιτική θα αποτελεί πλέον το κυρίαρχο πλαίσιο εντός του οποίου θα οφείλει να εκδηλώνεται το καθόλου Εθνικό Συμφέρον, ακόμα και αν το γερμανοελεγχόμενο ιερατείο της ΕΕ, μας επιβάλει όχι μονάχα οικονομικούς και δημοσιονομικούς στόχους δυσβάσταχτους μα και προδήλως ανέφικτους, όπως ήταν διάφοροι μνημονιακοί στόχοι.
Βεβαίως, μπορεί να λεχθεί ότι έκτακτες συνθήκες, μπορούν και να δικαιολογούν κάποιες προσωρινές αναστολές συνταγματικών προνοιών. Θα μπορούσα να απαντήσω ότι αυτό όντως προβλέπεται, και προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα, όμως δεν τόλμησαν να το κάνουν επικαλούμενοι το ίδιο το Σύνταγμα, διότι γνώριζαν πόσο έωλα ήταν τα επιχειρήματά τους ώστε να καταφύγουν στο Σύνταγμα προκειμένου να θεμελιώσουν την κρισιμότητα της «έκτακτης ανάγκης». Όμως προτιμώ να προβάλω έναν άλλο ισχυρισμό. Πράγματι, η διαδικασία επιβολής των Μνημονίων, πρόσφερε ένα παράδειγμα υψηλού συμβολισμού και ακραίας έντασης επιβολή του «υπερέχοντος», έναντι του Εθνικού μας Συντάγματος, Κοινοτικού Δικαίου, φορέα των ευρωπαϊκών Κοινών μας Αξιών, της περί Κράτους Δικαίου Κοινή Ευρωπαϊκή Αντίληψη, το ίδιο προκειμένου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και πάσης άλλης μορφής Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Εδώ, δοκιμάστηκε το άνω Κεκτημένο υπό καθεστώς Κρίσης, το μόνο ασφαλές Καθεστώς, αν θέλει κάποιος να δοκιμάσει την πραγματική αντοχή και τους πραγματικούς τρόπους αντίδρασης ενός φαινομένου. Ήταν ακριβώς οι εκφραστές αυτών των «υπερεχουσών» Κοινών Ευρωπαϊκών Αξιών, του Κράτους Δικαίου, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ.λπ., κ.λπ., που επέβαλαν την «υπεροχή» της Αθλιότητας έναντι του ελληνικού Συνταγματικού Χάρτη, της ίδιας της λειτουργίας της Δημοκρατίας και των Θεσμών της, της Εθνικής Κυριαρχίας της Χώρας, των ίδιων των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παραμερίζοντας όλα τα ανωτέρω κατά τρόπο απροκάλυπτο και εν ταυτώ εξευτελιστικό για την Χώρα και τον λαό της.
ΙΙΙ
Γενικεύοντας λοιπόν εκ νέου την προσέγγισή μας στο υπό συζήτηση στο παρόν άρθρο θέμα μας, μπορούμε το αρχικό ερώτημα να το επαναδιατυπώσουμε ως εξής : τι γίνεται όταν η ευρωπαϊκή νομοθεσία επί ενός ζητήματος αντιτίθεται προς οικεία συνταγματική ρύθμιση ενός Κράτους μέλους ή και περισσοτέρων ή/και όλων των Κρατών – Μελών της ΕΕ;
Όταν, όλως ενδεικτικώς, το (ας πάρουμε το ελληνικό) Σύνταγμα, προβλέπει πως όλες οι εξουσίες «πηγάζουν» απ’ τον λαό «και ασκούνται υπέρ αυτού», πώς μπορεί ένα νομοθέτημα ενός νομικού προσώπου όπως είναι η ΕΕ, να εγκολπούται τέτοια εξουσία ώστε να αγνοεί τι θέλει ένας λαός δοθέντος Κράτους – Μέλους της ΕΕ, ή, αν θεωρείται ότι ο λαός εκφράζεται μέσω της εθνικής του Κυβέρνησης, με ποιο κριτήριο αυτή θεωρείται ότι εκφράζει τουλάχιστον την επί τη βάσει της απλής πλειοψηφίας του 50% συν 1, ασφαλώς όχι των ψηφισάντων σε μια εκλογική διαδικασία αλλά του συνόλου του εκλογικού σώματος των πολιτών, ή όταν το κάθε εθνικό Σύνταγμα προτάσσει το συμφέρον του έθνους και του λαού του και όχι ΟΛΩΝ των λαών της ΕΕ (των οποίων τα αντίστοιχα συμφέροντά τους θωρακίζονται από τα εθνικά τους Συντάγματα), ή όταν καθορίζει μορφές κοινωνικής οργάνωσης που δεν είναι πάντα συμβατές με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ή όταν αναθέτει στους απλούς πολίτες το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος;
Πως μπορεί ένα Σύνταγμα που θέτει ως προϋπόθεση του νομικού του οικοδομήματος την κυριαρχία και την υποταγή στη «λαϊκή κυριαρχία» (δυνάμει της βούλησης της ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ πλειοψηφίας του λαού) της Κρατικής Εξουσίας, και άρα να εκφράζει και υπηρετεί αυτή τη βούληση, να έχει κάτι το κοινό με την νομοθετική λειτουργία ενός νομικού προσώπου, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο μάλιστα είναι έντονα προσανατολισμένο προς την οικονομία και τις αγορές, για τον ρόλο των οποίων μάλιστα έχει μια ιδεολογία έντονα διαφοροποιημένη από τις πρόνοιες διαφόρων συνταγμάτων των Κρατών – Μελών, ή το δικαίωμα αν όχι την υποχρέωση των μελών των εθνικών Κοινοβουλίων να κρίνουν κατά συνείδηση, και άρα αν ένα ευρωπαϊκό νομοθέτημα που καλούνται να επικυρώσουν είναι αντισυνταγματικό και το καταψηφίσουν, όμως, αν η αντισυνταγματικότητα αυτή προσβληθεί στο ευρωπαϊκό δικαστήριο να κριθεί ως παράνομη αφού η υπεροχή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι νομολογικώς επικυρωμένη απ’ αυτό;
Στη πραγματικότητα, το ερώτημα που τίθεται, είναι αν υπάρχει ουσία στην «αρμοδιότητα» των εθνικών Κοινοβουλίων να συζητούν και κυρώνουν ενωσιακά νομοθετήματα (χρησιμοποιούμε τον όρο στη γενική του μορφή, άσχετα από τη νομική μορφή που έχουν, αρκεί να εντάσσονται στην έννοια του «Κοινοτικού Δικαίου»), εφόσον, ούτως ή άλλως, πρόκειται για νομοθετήματα «υπερέχοντα» της εθνικής νομοθεσίας, του εθνικού Συντάγματος περιλαμβανομένου. Προς τι λοιπόν η εμπλοκή των εθνικών Κοινοβουλίων σε ζητήματα επικύρωσης και ψήφισης υποχρεωτικών για τη Χώρα ευρωενωσιακών νόμων; Αν κάποιος έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει έναν τέτοιο «υπερέχοντα» των εθνικών νομοθεσιών ευρωενωσιακό «νομοθέτημα», μπορεί να το κάνει προσφεύγοντας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όμως, ποια θα είναι η νομική βάση της αμφισβήτησής του, εφόσον οι εθνικοί νόμοι και το Σύνταγμα της Χώρας του δεν μπορούν προβληθούν ως λόγοι προσβολής ενός τέτοιου «υπερεθνικού» και ταυτόχρονα «υπερέχοντος» «νομοθετήματος»; Αν κανείς ανατρέξει στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκεί θα δει πως οι πηγές του δικαίου της ΕΕ είναι το πρωτογενές δίκαιο (οι ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ και οι τροποποιήσεις τους, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η Συνθήκη της Λισσαβώνας και οι γενικές αρχές που έχει θεσπίσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), είναι το παράγωγο δίκαιο (κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις, και άτυπες πράξεις όπως οι Λευκές και Πράσινοι Βίβλοι, ανακοινώσεις και ψηφίσματα, οι διεθνείς συμφωνίες), και το επικουρικό δίκαιο (νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το διεθνές δίκαιο, γενικές αρχές δικαίου, άγραφες αρχές δικαίου που απορρέουν από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου).
Ώστε λοιπόν, αν τα ανωτέρω αποτελούν τις «πραγματικότητες» του Κοινοτικού Δικαίου ως προς τις πηγές του, αυτό που προσωπικά διαπιστώνω, ως πολίτης και όχι ως νομικός που δεν είμαι, ότι ουσιαστικά, εντός αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει συντελεστεί αθόρυβα μεν ουσιαστικά όμως, η μετατροπή των Εθνικών Συνταγματικών Κειμένων και των εξ αυτών απορρεουσών εθνικών νομοθετημάτων, σε ένα είδος κειμένων που ισχύουν, ως προς εκείνες τις πρόνοιές τους, που δεν έχουν ακόμα καταργηθεί ή τροποποιηθεί, και οι οποίες πρόνοιες, προκειμένου να καταργηθούν ή τροποποιηθούν, ναι μεν οφείλουν να καταργούνται ή τροποποιούνται δυνάμει άλλης συνταγματικής τροποποίησης, όμως, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει για το «υπερέχον» (και έναντι των εθνικών Συνταγμάτων) Κοινοτικό Δίκαιο. Συνεπώς, το ερώτημα παραμένει : τότε, τι ακριβώς εκφράζουν τα Συντάγματα εντός αυτού του πλαισίου του Κοινοτικού Δικαίου;
Εδώ το ζήτημα το τι συνιστά πηγή Δικαίου δεν μπορεί να αποτελεί ζήτημα απλά νομικό, αλλά κυρίως πολιτικό. Εξάλλου, είναι ερευνητέο όχι μονάχα το πότε και για ποιο λόγο διατυπώθηκε το πρώτον αυτή η «υπεροχή», μα και για το αν είναι συμβατή με άλλες εξίσου ισχυρές Διεθνείς Συμβάσεις, όπως π.χ., αυτές των ΟΗΕ, όπου και σ’ αυτές κατοχυρώνεται η εθνική κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία των Κρατών – Μελών του.
Κάθε θεωρητική και όχι μόνο διαφορά σε σχέση με αυτό το ζήτημα επιλύεται σε πρώτο βήμα με το να αναζητηθούν δύο Θεμελιώδεις Προϋποθέσεις που ισχύουν για όλα τα Κράτη-Μέλη, ότι δηλαδή, πρώτον, μετέχουν ισοτίμως σε όλα τα Όργανα λήψης αποφάσεων ως και τα Όργανα που τα συνδράμουν στη λήψη αυτών των αποφάσεων και ότι η Ένωση ως καθολικός διάδοχος των προϊσχυσασών μορφών της, οφείλει να έχει κάποια στιγμή να ολοκληρώσει τη διαδικασία της πολιτικής της Ένωσης και άρα τη διαδικασία της ενοποίησής της σε μια κρατική οντότητα και ότι υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις εκχώρησαν ΜΕΡΙΚΩΣ, κάποιες ΜΟΡΦΕΣ κυριαρχίας τους (σε οικονομικά, εμπορικά και δημοσιονομικά ζητήματα) και όχι την καθολική τους Εθνική Κυριαρχία και Ανεξαρτησία. Συνεπώς, η όποια επικαλούμενη «υπεροχή» του Κοινοτικού Δικαίου, έστω και σιωπηρώς, πλην σαφώς, περιορίζεται εντός των ορίων της ΜΕΡΙΚΗΣ εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας των Κρατών – Μελών της.
Σε περιπτώσεις τώρα ουσιωδών αποκλίσεων των αρχικών Θεμελιωδών Στόχων οι οποίοι ίσχυαν κατά τη στιγμή της ένταξης μιας Χώρας στην Ένωση, τότε ουδείς λόγος περί «υπεροχής» (κατά άνω) γεννάται μεταξύ εθνικών και κοινοτικών νόμων, ακόμη και αν ίσχυαν τέτοιες ρητές αναγνωρίσεις. Η υπεροχή των κοινοτικών νόμων, και μόνο που συζητιέται αποτελεί νομικό πραξικόπημα εκ μέρους όποιου την επικαλείται, ιδίως όταν μιλάμε για μια Ένωση Δημοκρατικών Κρατών, ανεξάρτητα αν οι ελεύθερες πολιτικές επιλογές ενός λαού κάποιου ή κάποιων Κρατών – Μελών μπορεί να φέρουν στην εξουσία Κυβερνήσεις που μπορεί να αποκλίνουν από το τι θα άρεσε στις Βρυξέλλες. Και στη περίπτωση π.χ., της άνω μνημονεθείσης απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, μπορεί να υπήρξε δυσφορία στην ΕΕ και ιδίως στις Βρυξέλλες, αλλά, και μόνο η λέξη GERMEXIT, θα ήταν δυνατό να προκαλέσει απανωτά εγκεφαλικά επεισόδια σε όλο το ιερατείο των Βρυξελών.
Και φυσικά, σε ένα Εθνικό Σύνταγμα, υπάρχουν πρόνοιες που έχουν να κάνουν με ζητήματα λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας και το ζήτημα δεν είναι αν 20, 30 δικαστές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ποιά άποψη έχουν γι’ αυτά, αλλά, ούτε αν θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα επιβολής της άποψής τους όταν αυτή διατυπώνεται ως δικαστική απόφαση, μα αν το ίδιο το Σύνταγμα της Χώρας – Μέλους προέβλεπε, τουλάχιστον όταν εισέρχονταν στην Ένωση, την δυνατότητα η Κυβέρνησή της να εκχωρεί, σε ποιο βαθμό και υπό ποιες προϋποθέσεις, την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας.
Και μια τελευταία παρατήρηση. Έστω, για την ανάγκη της κουβέντας και μόνο, ότι αυτή η «υπεροχή» του Κοινοτικού Δικαίου έναντι των Εθνικών Δικαίων, είναι κάτι που όντως ουδόλως αμφισβητείται από κανέναν και, κυρίως, ούτε από τους λαούς της Ένωσης. Αυτό όμως σημαίνει, πως φτάσαμε σε ένα θαυμαστό σημείο εναρμόνισης ΟΛΩΝ των επιμέρους εθνικών συμφερόντων, τουλάχιστον στο επίπεδο της νομικής ερμηνείας τους; Δηλαδή, πως ΟΛΕΣ οι ΚΡΙΣΙΜΕΣ οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και διεθνείς αποφάσεις και δράσεις της Ένωσης ως συνόλου, δεν αφήνουν πλέον κανένα επιμέρους εθνικό συμφέρον ακάλυπτο και εκτεθειμένο σε κινδύνους και απειλές και κυρίως όταν αυτές οι αποφάσεις μπορεί να ευνοούν τα εθνικά (εδώ και τα οικονομικά) συμφέροντα κάποιων Κρατών – Μελών και την ίδια στιγμή να ζημιώνουν άλλες, χωρίς όμως οι ζημιούμενες εξ αυτού του λόγου Χώρες να αποζημιώνονται αν και θυσίασαν κάποιο εθνικό τους συμφέρον για το Κοινό Συμφέρον της Ένωσης; Π.χ., λέω τώρα, οι χώρες που εν ονόματι του Κοινού Συμφέροντος και των Κοινών Αξιών της Ένωσης, υπερψήφιζαν τοις των Βρυξελών (του Βερολίνου όπως λένε οι κακές γλώσσες) ρήμασι πειθόμενες, τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, δεν θα έπρεπε να αποζημιωθούν για την οικονομική ζημία που υπέστησαν, αν υπέστησαν, ακριβώς εξ αυτού του λόγου; Και αντιστρόφως, αποφάσεις της Ένωσης που λαμβάνονται εν ονόματι του Κοινού Συμφέροντός της, οι οποίες όμως, δεν ωφελούν παρά κάποιες εκ των Χωρών – Μελών, δεν θα έπρεπε το προκύπτον όφελος να μοιράζεται αναλογικά και στις υπόλοιπες; (Ασφαλώς εδώ δεν αναφέρομαι σε περιπτώσεις που έχουν να κάνουν με τις συγκλίσεις προς τις ευπορότερες Χώρες). Και ασφαλώς εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί και αν υπάρχουν και κόκκινες γραμμές, τι είδους, πότε τίθενται και σε ποιες περιπτώσεις. Ένα ακραίο και υποθετικό παράδειγμα, όντας βέβαιος πως στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να συμβεί : ας υποθέσουμε ότι μετά από ένα θερμό επεισόδιο Ελλάδας – Τουρκίας, οι δύο αυτές Χώρες, καταλήγουν σε ένα τραπέζι προκειμένου να λύσουν τις διαφορές τους, θέτοντας η κάθε μία την (γνωστή) ατζέντα της. Το ερώτημα είναι : τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα που θα συζητηθούν εδώ, θεωρούνται ΚΑΙ Κοινά Συμφέροντα της ΕΕ, και επομένως θα θεωρηθεί ως αυτονόητη η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ παρουσία (πολύ περισσότερο από την απλή διπλωματική συνδρομή) της ΕΕ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δηλώνοντας Συνιδιοκτήτης των Εθνικών Ελληνικών Συμφερόντων (δυνάμει διεθνώς ισχυρών ευρωπαϊκών νομικών Συνθηκών που θα επικαλεστεί), ή, ασφαλώς πράγμα που στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να συμβεί, ενδεχομένως να βρεθούν και εταίροι μας, που θα προσπαθήσουν να διαρρήξουν αυτό το Κοινό Ευρωενωσιακό Συμφέρον, συμβουλεύοντάς μας, να κάνουμε λιγάκι πιο ροζ τις κόκκινες εθνικές μας γραμμές, ίσως εν ονόματι κάποιου ακόμα ρεαλισμού;
IV
Επιθυμώ στο σημείο αυτό, να εστιάσω ιδιαίτερα στο σημείο εκείνο των δηλώσεων της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, την οποία ήδη σημειώσαμε ανωτέρω, όταν αναφερόμενη στην απόφαση του πολωνικού Δικαστηρίου, είπε πως «…Η ΕΕ είναι μια κοινότητα αξιών και νόμων. Αυτό είναι που ενώνει την Ένωσή μας και την κάνει ισχυρή. Θα τηρήσουμε τις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της Ένωσης… Οι Συνθήκες μας είναι πολύ σαφείς… Το δίκαιο της ΕΕ υπερισχύει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών διατάξεων».
Είναι άκρως εξοργιστικό ειδικώς για έναν πολίτη της Ελλάδας (ή της Κύπρου και όχι μόνο), που επί μια δεκαετία περίπου, είδε μπροστά στα μάτια του να καταρρέει αυτό που η κυρία Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποκαλεί «κοινότητα αξιών», όταν όλες αυτές οι αξίες κατέρρεαν στη Χώρα, με την «Ευρώπη», όχι μόνο να θεάται απαθώς τα τεκταινόμενα, αλλά να συμμετέχει ενεργά και μετά πάθους στην κατεδάφιση αυτών των «αξιών», σε μια Χώρα – Μέλος της Ένωσης, εν ονόματι κάποιων υποτιθέμενων εξελίξεων εδώ που δεν ήταν συμβατές, με δημοσιονομικές της δεσμεύσεις έναντι της Συνθήκης προσχώρησής της στην Ευρωζώνη, και όταν αυτές οι δεσμεύσεις δεν τηρούνταν ούτε και από τους ίδιους τους «κατεδαφιστές» αυτών των αξίων, εδώ στη Χώρα μας! Πού βρίσκονταν οι κοινές Αξίες στην Ελλάδα των Μνημονίων; Πού βρίσκονταν το Αξιακό Κεκτημένο; Στην Ευρώπη του δούναι και λαβείν; Στον εμπαιγμό της Αλληλεγγύης; Ακόμα και σήμερα που μιλάμε, ποιες Κοινές Αξίες και ποια αντιπληψη περί Κράτους Δικαίου καθοδηγεί την ΕΕ, όταν έχει επιβάλλει τη διατήρηση των Μνημονιακών Νόμων και τέτοιων ανέφικτων δεσμεύσεων, όπως τη διατήρηση πλεονασμάτων έως το 2060!
Γενικεύοντας, ακόμα όμως και η επίκληση της Κοινότητας των «Κοινών Αξιών», ασφαλώς, εδώ έχει μεγάλη σημασία η ίδια η ΕΕ να διευκρινίσει ποιες απ’ όλες τις Αξίες έχει υπόψη της : τις Νεοφιλελεύθερες που εδώ και πολλά χρόνια υπηρετεί ή εκείνες που ίσχυαν πριν υποκατασταθούν ή επαναπροσδιοριστούν ως προς το νόημά τους, με βάση την κυρίαρχη Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία; Και κυρίως πρέπει να διευκρινίσει τι γίνεται με τον Θεμελιώδη και δεύτερο ουδενός άλλου Στόχο, της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, σε μια ενιαία Κρατική Οντότητα αυτού που σήμερα αποκαλείται Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε τρεις δεκαετίες και κάτι από σήμερα, θα συμπληρωθεί αιώνας από την εποχή της έναρξης αυτού του μεγάλου εγχειρήματος για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Όμως, εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον έχει να διευκρινιστεί και το «ποιος» («ποιο» όργανο) είναι «αυτός» που έχει την εξουσία, πολύ περισσότερο και από την αρμοδιότητα, να «εξηγεί» στην «Ευρώπη», στις Κυβερνήσεις, στους Θεσμούς των Δημοκρατιών και στους λαούς της τι σημαίνει τούτο ή το άλλο, αυτός ο «ποιος» που λογοδοτεί, και «πώς» εν γένει ασκεί αυτή του την εξουσία, με ποιες διαδικασίες και από πού εγκεκριμένες;
V
Το έχω ισχυριστεί αρετές φορές στο παρελθόν, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, ως ένωση «ειδικού» αγοραίου και οικονομικού σκοπού, που υπερέχει κάθε άλλου πολιτικού σκοπού, και μάλιστα εντός των πλαισίων μιας Νεοφιλελεύθερης αντίληψης των πραγμάτων, δεν αποτελεί παρά μια εκτροπή των αρχικών της Θεμελιωδών, Αξιακών και Στρατηγικών Στόχων, που ήταν και παραμένουν τουλάχιστον για τους λαούς της Ευρώπης, και για όσο ακόμα θα την στηρίζουν ως εγχείρημα, η πολιτική της ενοποίηση, η δημιουργία μιας ενιαίας κρατικής οντότητας. Προσωπικά, πιστεύω είναι αυτό που θέλουν οι λαοί της Ευρώπης, πλην όμως, δεν το επιθυμούν οι Κυβερνήσεις τους, μιας και οι θέσεις «πολιτικής ηγεσίας» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα μειωθούν δραματικά και επομένως, δεν θα έχουμε 27 πρωθυπουργούς ή αρχηγούς Κρατών, αλλά έναν πρωθυπουργό και έναν Πρόεδρο (ίσως μάλιστα ούτε καν δύο, αλλά έναν αν επιλεγεί π.χ. το αμερικάνικο σύστημα, που δεν προβλέπει πρωθυπουργό). Δεν θα έχουμε 27 εθνικά Κοινοβούλια, αλλά ένα με δύο νομοθετικά Σώματα (π.χ., Βουλή και Γερουσία), δεν θα έχουμε 27 υπουργούς εξωτερικών αλλά έναν (επομένως και ένα υπουργείο εξωτερικών), δεν θα έχουμε 27 υπουργούς εθνικής αμύνης αλλά έναν (επομένως και ένα υπουργείο εθνικής αμύνης), δεν θα έχουμε 27 υπουργούς μεταναστευτικής πολιτικής αλλά έναν, όπως θα έχουμε και έναν υπουργό εθνικής οικονομίας και οικονομικών, κ.λπ., κ.λπ. Έως τότε, προσωπικά, δεν θα εκχωρούσα στα κεντρικά της όργανα διοίκησης του «νομικού προσώπου» του οργανισμού αυτού που φέρει το όνομα «Ευρωπαϊκή Ένωση», παρά τόση από την εθνική μου κυριαρχία, όση θα ήταν αρκετή, προκειμένου η Ένωση να μπορεί να λειτουργεί στο διοικητικό της επίπεδο, και όση θα ήταν αρκετή προκειμένου τα διοικητικά της όργανα να διεκπεραιώνουν τις εντολές και κατευθύνσεις των Κρατών – Μελών της, μέσω του Συμβουλίου Κορυφής (των Κυβερνήσεων δηλαδή αυτών των Κρατών) και ουδέν πέραν τούτων. Ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπώς, θα αποκτήσει μια ΕΝΙΑΙΑ κρατική οντότητα, ή, διαφορετικά, προσωπικά, δεν αναγνωρίζω στους αγοραίους και οικονομικούς μηχανισμούς και τις ελίτ που διέπουν τους όρους του ευρωπαϊκού παιχνιδιού, κανενός είδους ΚΡΑΤΙΚΗ εξουσία μέσω ενός Κοινοτικού Δικαίου, το οποίο δεν είναι παρά «εταιρικό Δίκαιο» (δηλαδή το «δίκαιο» ενός οργανισμού που διέπεται από «εταιρικές» σχέσεις μεταξύ των μελών του -ακόμα και ο μη αγοραίος, μη οικονομικός όρος, «διακρατικές σχέσεις» (μεταξύ των Κρατών – Μελών της Ένωσης) απαντάται όλο και πιο αραιά στο δημόσιο λόγο). Και όχι μόνο αυτό, αλλά, κατά την προσωπική μου άποψη, μια τέτοια «εκτροχιασμένη» από την πολιτική και το όραμα της δημιουργίας μιας ενιαίας κρατικής οντότητας Ένωση, όχι απλά ίσως θα έπρεπε να ρίξει τίτλους τέλους σε ένα εγχείρημα που ξεκίνησε με μεγάλες φιλοδοξίες πριν μισό περίπου αιώνα, το οποίο όμως κατέληξε άδοξα, ή θα πρέπει να βρει το θάρρος, να ολοκληρώσει επιτέλους αυτή την πολιτική Ένωση. Διαφορετικά, τούτη η Ένωση, δεν θα αποτελεί παρά ένα παίγνιο της Νεοφιλελεύθερης Τάξης πραγμάτων και τα οράματά της για, εκτός των άλλων, μια παγκόσμια κυβέρνηση με τη ταυτόχρονη κατάργηση των (εθνικών) Κρατών (δηλαδή, όλων των Κρατών), που εδώ στην Ευρώπη υλοποιείται σε μια μικρότερη μεν κλίμακα, αλλά, με όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του νέου υβριδικού είδους «παγκόσμιου Κράτους» (σε ευρωπαϊκή γεωγραφική και πληθυσμιακή «μικροκλίμακα»), δηλαδή, τη δημιουργία ενός «νομικού προσώπου», ενός «οργανισμού», ΚΑΤΩ από τον οποίο θα βρίσκονται «Εθνικά Κράτη», δηλαδή, κρατικές οντότητες, των οποίων οι εξουσίες των εθνικών τους κυβερνήσεων, σταδιακά αλλά σταθερά θα εκχωρούνται προς τα μη έχοντα κρατική υπόσταση όργανα διοίκησης του «οργανισμού» (της Ένωσης), έτσι ώστε, τελικώς, τα «Κράτη – Μέλη» να παραμείνουν μεν «Κράτη», χωρίς όμως «Κρατική Εξουσία», δηλαδή, ως απλά κελύφη που θα δίνουν στους λαούς τους ότι αποτελούν τις «πηγές» της «εξουσίας» εντός των Κρατών τους, όπως άλλωστε τους αναγνωρίζεται και από τα οικεία Συντάγματα, όμως, ουσιαστικά, αυτές οι «πηγές» δεν θα εκπροσωπούν καμία εξουσία στον τόπο τους, πέραν ίσως κάποιων επουσιωδών, αφού τα κυρίαρχα εθνικά δικαιώματα, σταδιακά θα έχουν μεταφερθεί στα όργανα του «νομικού προσώπου» «Ευρωπαϊκή Ένωση» και τα όργανά της. Μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα είναι απλά καταστροφική, αλλά ο προάγγελος πολλών δεινών που θα ακολουθήσουν όταν η ουσία αυτού του παιγνίου αποκαλυφθεί, δεινά, που ίσως να μη φέρουν τα ευρωπαϊκά Κράτη απλά πίσω στον εθνικό τους χαρακτήρα, αλλά, ενδεχομένως στην πλέον ακραία εθνικιστική διάσταση του εθνισμού.
Επί του παρόντος, εκεί στις Βρυξέλλες, βλέπουμε να ανθεί ένας καριερισμός ακόμα και για ανώτατα στελέχη του «νομικού προσώπου» «Ευρωπαϊκή Ένωση», ενίοτε σκανδαλώδης, που ενίοτε δεν αποτελεί παρά το πρώτο βήμα ώστε μέσω της «περιστρεφόμενης πόρτας», να περάσει κανείς στη «διπλανή αίθουσα» όπου θα τον/την αναμένει η συνέχεια μιας εξίσου αν όχι πιο προσοδοφόρα καριέρα σε μια μεγάλη (διεθνούς ή και παγκόσμιας εμβέλειας) ιδιωτική εταιρεία ή ιδιωτικό οργανισμό ή διεθνή γνωστό οργανισμό (εκ των λίγων που υπάρχουν). Να είναι τάχατες αναγνώριση προσόντων (που δεν μπορούσαν να βρεθούν παρά εκεί, στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;), να είναι άραγε εξοφλήσεις «επιταγών» για «εκδουλεύσεις» όπως ίσως κάποιος κακόπιστος θα μπορούσε να υποθέσει; Δεν γνωρίζω. Ο καθείς με τη φαντασία του, ή με τις υποψίες του, ή με ό,τι γνωρίζει (εφόσον γνωρίζει). Και βεβαίως, ούτε κι εκεί λείπει το άρωμα της διαφθοράς, όπως κατά καιρούς διαβάζουμε, κι αυτό για κάποιους έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως για μένα π.χ., που ως Έλληνας «λούστηκα» τα χίλια μύρια για την «εθνική διαφθορά» της Χώρας μου, μέχρι που και το μεσαίο δάκτυλο μου σήκωσαν σε εξώφυλλο γνωστού «έγκυρου» γερμανικού περιοδικού.