Διανύουμε μια εποχή βαθιάς κρίσης σε πολλά επίπεδα: πολιτικό, πολιτισμικό, οικονομικό. Οι νέοι κυρίως κρίνουν και αμφισβητούν τις αντιφάσεις της εποχής μας και οι αξίες, που συνέχουν την κοινωνία, εκπίπτουν. Ο πολιτισμός μας, που εκφράζεται μέσα από την μητρική ποντιακή μας γλώσσα, τα δημοτικά μας τραγούδια και τους χορούς, διαμορφώθηκε και εδραιώθηκε με τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα του, στα πλαίσια μιας κοινωνίας, η οποία πιέζεται να εξομοιωθεί. Έχοντας ως βασικό πυλώνα τα μνημεία του λόγου της Ποντιακής γλώσσας, διαγράφουμε την πορεία μας στο περιβάλλον μιας παγκόσμιας κοινωνίας, που βιώνουμε.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα είναι να σκύψουμε στην παράδοση και στην κουλτούρα μας, αντλώντας πρότυπα ζωής.
Ο λαός του Πόντου, οι Πόντιοι, προσπαθούν να κρατήσουν τα θετικά στοιχεία που τους κληροδοτήθηκαν από τους οι πρόγονους και τα γονιμοποιούν μέσα στο νέο τους περιβάλλον, ώστε οι νέες γενιές με αυτές τις αξίες να κατακτήσουν τρόπουςζωής.
Οι Πόντιοι, πρώτης γενιάς, έφεραν τους πολύτιμους θησαυρούς, τη μητρική γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, τη μουσική, το τραγούδι, τον χορό. Έφεραν την αίγλη, τη λάμψη των Κομνηνών, τα φτερά του μονοκέφαλου αετού, τη βαθιά θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων, μια ανάμνηση της κουρσεμένης Τραπεζούντας. Αυτά τα έκλεισαν μέσ΄ στην ψυχή τους και είναι οδηγός, και φάρος ακόμα και σήμερα.
«Έναν λιθάρ΄» σ΄ αυτή την εργώδη προσπάθεια βάζει κι ο αξιωμένος ποιητής Ηλίας Τσέχος με τη μεγάλη διαδρομή στα ελληνικά γράμματα και στα πολιτιστικά δρώμενα. Το νέο του βιβλίο «Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης, η δίγλωσσος», είναι δώρισμα στα ποντιακά γράμματα και ευελπιστεί, η νέα γενιά να αποκριθεί στο κάλεσμα και τα νάματά της.
Στη «δίγλωσσο ανθολογία ποντιακής ποίησης, προφανώς σιγόκαιγε η επιθυμία του να δώσει στον αναγνώστη τα αριστουργήματα της ποντιακής ποίησης, λόγιας και δημοτικής, έχοντας τη δυνατότητα ο αναγνώστης να δει αριστερά της σελίδας το ποντιακό κείμενο και δεξιά το μεταγραμμένο στη νέα ελληνική. Έτσι μπορεί να έχει επαφή και με τη διάλεκτό μας, να κατανοήσει τον πλούτο και την εκφραστικότητά της, να γευτεί τις «ίδιες εικόνες» και τα συναισθήματα στη νεοελληνική γλώσσα. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και ένα χρηστικό γλωσσάρι για όσους θελήσουν να εμβαθύνουν στο λεξιλόγιό της ποντιακής.
Ο ποιητής Ηλίας Τσέχος δε μεταφράζει τα ποντιακά ποιήματα, αλλά τα μεταγράφει στην κοινή νεοελληνική. Η μεταγραφή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την πιστή μετάφραση. Η μεταγραφή ή μεταγλώττιση, αν προτιμάτε, στοχεύει επιπροσθέτως στην ανάδειξη και διατήρηση λογοτεχνικών τύπων έκφρασης, σχημάτων λόγου, εικόνων και συνεπώς είναι μια πληρέστερη μορφή ερμηνευτικής προσέγγισης των κειμένων.
Πολλοί ίσως να αναρωτηθούν, αν έχει νόημα αυτή η μεταγραφή των ποντιακών κειμένων στα νέα ελληνικά. Ναι, αξίζει αυτή η προσπάθεια δίνοντας τη δυνατότητα σε όλο το αναγνωστικό κοινό να έρθει σε επαφή με την ποντιακή λογοτεχνία, τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμά μας. Τη μητρική γλώσσα, τηνποντιακή, τη διαχέει και τη διαπερνά ο ποντιακός Ανθρωπισμός, απότοκος του κλασικού Ανθρωπισμού. Πανανθρώπινες αξίες, όπως η λατρεία της φύσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα η Λεμόνα, η ανιδιοτελής αγάπη, όπως η αγάπη τηςγυναίκας του Μονόγιαννε, μοτίβο που συναντάμε και στον μύθο της Άλκηστης. Ο ηρωισμός των επικών ηρώων, όπως στο Όμηρο και στον Διγενή Ακρίτα. Αυτές οι διαχρονικές αξίες διατρέχουν όλη την ποντιακή δημοτική ποίηση και σ΄ έναν βαθμό και τη λόγια, η οποία αναπτύσσεται στα πάτρια εδάφη, μετά την εγκατάσταση στην πατρογονική γη.
Τα τελευταία χρόνια η Ποντιακή Διάλεκτος, παρά τις αντίξοες συνθήκες, γνωρίζει μια άνθηση σε επίπεδο διδασκαλίας της και σε αριθμό εκδόσεων, που την αφορούν. Το ενδιαφέρον της νέας γενιάς για την εκμάθησή της είναι πολύ ενθαρρυντικό και συγκινητικό ταυτόχρονα, καθώς ένα ποσοστό που επιδιώκει να έρθει σε επαφή δεν είναι ποντιακής καταγωγής.
Αρκετοί επιφανείς πόντιοι, έδωσαν δείγματα μεταγραφής αρχαίων κειμένων στην Ποντιακή Διάλεκτο. Ο μεγάλος Κώστας Διαμαντίδης τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, ο αείμνηστος γιατρός με σημαντική προσφορά στα ποντιακά γράμματα, Χρήστος Αντωνιάδης μας έδωσε τη Μήδεια του Ευριπίδη, ο σεβαστός μου δάσκαλος Θόδωρος Κωνσταντινίδης την Αντιγόνη και τους Βατράχους και από όσο γνωρίζω ετοιμάζει τους λόγους του Λυσία. Ο Ηλίας Τσέχος κάνει την αντίστροφη εργασία, μεταγράφει και μεταφέρει από την Ποντιακή Διάλεκτο στα νέα Ελληνικά. Τη δεκαετία του 90 ιδρύθηκαν έδρες διαλεκτολογίας στην Αμερική και την Ευρώπη και αναδείχθηκε η σημασία των διαλέκτων και ο ρόλος τους στη μόρφωση των παιδιών.
Στη δίγλωσσο ανθολογία, τα κείμενα καλύπτουν αντιπροσωπευτικά ένα ευρύτατο φάσμα της λογοτεχνικής ποντιακής παραγωγής, από τα ακριτικά τραγούδια ως τα σύγχρονα λόγια ποιήματα και άσματα.
Από τα ακριτικά τραγούδια επιλέχτηκε ο «Μάραντον», από τα πιο δημοφιλή του ακριτικού κύκλου.
Τα ακριτικά τραγούδια, που υμνούν τα κατορθώματά τους. ανάγονται χρονολογικά στον 10ο αιώνα μ. Χ. και φτάνουν ίσως και μέχρι τον 13ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος (1261-1282) κατήργησε τις θέσεις των ακριτών, σταμάτησε να τους μισθοδοτεί, δεν υπήρχαν οι ακρίτες, χάνονται και τα δημοτικά τραγούδια, που έχουν την ιστορική τους κοιτίδα στην περιοχή του Πόντου. Η ίδια θεματολογία μεταφέρθηκε και στην κυρίως Ελλάδα, όμως το ποντιακό δημοτικό τραγούδι έχει το μεγάλο προνόμιο να είναι ο φυσικός κληρονόμος των ακριτικών τραγουδιών. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι ότι κυριαρχεί σε αυτά η εθνική ονομασία Έλλενοι, ενώ έχει εκτοπιστεί από τους Ρωμαίους και τον χριστιανισμό και δεν απαντάται η λέξη Έλληνες σε τραγούδια στην κυρίως Ελλάδα. Στον Πόντο η λέξη Έλλενοι είναι δηλωτικό ανδρείας και ηρωισμού και η μούσα θέλει τους ήρωες Τραντέλληνες (30 φορές Έλληνες).
Τα ποντιακά δημοτικά τραγούδια καταγράφηκαν από τους συλλογείς Σάββα. Ιωαννίδη, Περικλή Τριανταφυλλίδη, Ι. Βαλαβάνη, Κ. Παρχαρίδη, Ε. Κούση. Αυτός ο πλούτος συλλέγεται στα τέλη του 19ου και συνεχίστηκε μετά τον ερχομό στη νέα πατρίδα.
Η παράδοση των κειμένων από τους συλλογείς δεν είναι ασφαλής, υπάρχουν πολλά λάθη και πολλές παραλλαγές, καθώς μεταφέρονται προφορικά από γενιά σε γενιά. Είναι άξιον θαυμασμού το γεγονός ότι επιβίωσαν επί 1000 περίπου χρόνια στο στόμα ενός λαού, ο οποίος ζούσε ανάμεσα σε αλλόφυλους. Σε άλλα τραγούδια σώζεται μόνον η αρχή, σε άλλα το τέλος και άλλα έχουν χάσματα ή παρεμβολές από άλλα τραγούδια.
Ενώ στο διάβα των αιώνων, ενώ όλα γύρω τους αλλάζουν, η καλομάνα εξακολουθεί να τραγουδάει στα εγγόνια της για 20, 25, 30 γενιές τον παλιό σκοπό με την μητρική γλώσσα, την ποντιακή. Στα παρακάθια, τις χειμωνιάτικες νύχτες, οι ώρες περνούσαν με δημοτικά τραγούδια. Λέγονται δημοτικά, γιατί ο δημιουργός ήταν ο λαός, δεν υπάρχει ένας ποιητής, αλλά πολλοί. Τα ποιήματα αυτά τα τραγουδούσαν και τα χόρευαν, πολλές φορές με τη συνοδεία της ποντιακής λύρας.
Θεματοφύλακας της διατήρησής τους, οι φορείς του ποντιακού πολιτισμού, οι καλομάνες. Αυτές τα τραγουδούσαν στα εγγόνια τους, όπως τα είχαν ακούσει από τις δικές τους γιαγιάδες. Η ποντολαλιά μας, θυγατέρα της ιωνικής διαλέκτου, επιβίωσε μέσα από τον προφορικό λόγο, από γενιά σε γενιά για 30 αιώνες. Με τον ίδιο τρόπο επιβίωσαν και τα δημοτικά τραγούδια, οι παροιμίες, τα παραμύθια μας.
Σύνηθες μοτίβο ήταν η αρπαγή στα ακριτικά άσματα. Τη μητέρα του Διγενή είχε αρπάξει ο Εμίρης, ο Διγενής είχε αρπάξει την κόρη του στρατηγού Ευδοκία, στα ανθολογούμενα της συλλογής μας κλέβουν τη γυναίκα του Διγενή και αυτός πηγαίνει και την παίρνει πίσω.
Κοντά στην ιστορική δημοτική ποίηση, εντάσσονται σπουδαίοι λόγιοι ποιητές. «Η Καμπάνα του Πόντου» του Φίλωνα Κτενίδη, τα ποιήματα του Ηλία Τσιρκινίδη και άλλων νεώτερων. Επιλέχτηκαν και νέα, αλλά και παραδοσιακά, ποντιακά τραγούδια, τα οποία τραγουδάνε πολλοί νέοι σήμερα, αλλά δεν τα κατανοούν. Έχει επιλεγεί και ένα ποίημα του ιδιώματος της Τόνιας, σύγχρονο και ατραγούδιστο. Στις περιοχές του Όφη και της Τόνιας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, ζουν σήμερα ίσως και 300 χιλιάδες ποντιόφωνοι.
Ο Ηλίας Τσιρκινίδης είναι ένας μεγάλος ποιητής, ο Παλαμάς των Ποντίων. Η αισθητική απόλαυση που προσφέρει (όπως ομολογεί ένας μη Πόντιος κριτικός λογοτεχνίας, ο Αντρέας Καραντώνης), είναι ίδια με αυτήν που μας προσφέρει ένα βουκολικό ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη, μια ερωτική δυωδία του Θεόκριτου, στροφές του Μιστράλ από τη Μιρέιγ, επικά αποσπάσματα του βάρδου της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη. Το ποίημα που ανθολογήθηκε, είναι από τα κορυφαία του ποιητή,ο «Δήμον ο κεμενετζής». Φτάνει από μόνο του να δώσει το δράμα ενός ξεριζωμένου λαού και τα «τα πάθια και τους καημούς», όπως θα έλεγε και ο άγιος των γραμμάτωνο μέγας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο καημός και ο στεναγμός που βγαίνει απ΄ την ψυχή του λυράρη Δήμου , είναι ο καημός που βγαίνει από κάθε ποντιακή ψυχή! Το ποίημα αναφέρεται στον θάνατο του ξακουστού Πόντιου λυράρη Δήμου από την Κρώμνη. Στον Άδη συναντά όλους τους παλιούς γνωστούς του, οι οποίοι τρέχουν καταπάνω του να μάθουν τα νέα της πατρίδας και τον παρακαλούν να παίξει λύρα. Τους πληροφορεί για τον ξεριζωμό και την αλλαγή πατρίδας.
Ποίος εμαυρολόεσεν; Ποίος εμαυροείπεν;
«Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωσταντά ο Δήμον!»
Κι εβόεσαν τα σύμπαντα κι η γη συνεταράεν,
κι ας σα συνεταράγματα ενοίεν τ’ Άδ’ η πόρτα
κι έρθεν το μαύρον το χαπάρ’ ’ς σον σκοτεινόν τον Άδην.
’Σ σον Άδ’ έσαν ταένυφοι και νέϊκα παλληκάρα,
’ς σον Άδ’ έσαν σουμαδεμέν’ κι έμορφα νυφαδόπα,
’ς σον Άδ’ καρδόπα θλιβερά και παραπονεμένα,
έκ’σαν ατο κι ελάγκεψαν κι εσκώθαν ’ς σο ποδάριν,
και ν’ έρθανε και ν’ έκοψαν τη Δήμονος τη στράταν.
Εξίσου δυνατές εικόνες μας δίνει και ο Η. Τσέχος με την εξαιρετική μεταγραφή του στα νέα ελληνικά
Ποιος κακολόγησε, ποιος κακοείπε;
Στον Άδη Κρωμέτες πάει, του Κωσταντά ο Δήμος»
Και βούιξαν τα σύμπαντακαι η γη πολύ εταράχθη
Από τα πολυταράγματα άνοιξε η πόρτα του Άδη
Και ήρθε η μάυρη είδηση από τα σκότη
……………
Η καμπάνα του Πόντου του Φίλωνα Κτενίδη είναι ένα μακροσκελές επικολυρικό ποίημα, που δημιούργησε η ποιητική φαντασία του. Είναι η ελεγεία που εκφράζει την οδύνη και τον πόνο του ποιητή για τη συμφορά και τον διωγμό των Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές εστίες τους.
Γράφτηκε στα 1950 και δημοσιεύτηκε στο 1ο τεύχος του περιοδικού “Ποντιακή Εστία”, για να ακουστεί ο πνευματικός ήχος της στα πέρατα της οικουμένης. Ήταν το προσκλητήριο σάλπισμα του Φίλωνα Κτενίδη προς όλους τους Ποντίους, τους οποίους προσκαλούσε να καταστήσει κοινωνούς των ιδεών και των οραμάτων του. Μέσα στα χαλάσματα αναζητούσε την ελπίδα που θα συνέβαλε στην πρόοδο και στην προκοπή των συμπατριωτών του. Ήταν το μεγάλο όραμα και η υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του, αλλά και στο πλήθος των προσφύγων, που αναζητούσαν την προστασία και τη χάρη της Παναγίας.
Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν ολόγερα ΄ς σον Κάστρεν,
΄ς σον Κάστρεν, ΄ς σα καστρότειχα τη μαυρο-Τραπεζούντας
που έχ΄τα ρίζας ΄ς σον γιαλόν και την κορφήν ατ΄ς ΄ς σ΄ αστρα
π΄ είχεν δέκα καστρόπορτας κι ούλα χαλκοδεμένα,
κι απ΄ έξ΄ασ΄ σα καστρόπορτας, ορμία και ποτάμα,
ντο έδεναν και έλυναν, γεφύρα σιδερένα…..
ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο σα νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε ολόγυρα στο κάστρο
στο κάστρο, στα καστρότειχα της μαύρης Τραπεζούντας
που έχει ρίζες μέχρι το γιαλό και την κορφή της στ΄ άστρα
που είχε δέκα καστρόπορτες, όλες χακλοδεμένες
κι έξω απ΄ τις καστρόπορτες δάση και ποτάμια
έδεναν κι έλυναν γεφύρια σεδερένια…..
το μεταγραμμένο κείμενο δεν χάνει τίποτα από το αρχικό, μας μεταφέρει τις δυνατές εικόνες και τα συναισθήματα του πρωτοτύπου, στη γλώσσα που είναι ενιαία και αδιαίρετη.
Έχει συμπεριληφθεί και ένα σύγχρονο κείμενο, του ποντιόφωνου Ιάσονα Φετχί Γκιούλ Τεπέ, που ζει στην περιοχή της Τόνιας στην Τουρκία και το αναδημιούργησε ως ποίημα ο Ηλίας Τσέχος. Ο σημερινός αναγνώστης εισπράττειπως ακόμα και τώρα διατηρούνται οι παλιές ποντιακές συνήθειες στην αγαπημένη πατρογονική γη και συγχρόνως ο γνώστης της γλώσσας έρχεται σε επαφή με ένα τα πολλά ιδιώματα της Ποντιακής Διαλέκτου, που έμειναν αναλλοίωτα στον χρόνο από ανθρώπους που δηλώνουν σήμερα την ποντιακή τους καταγωγή.
Σιμών΄ η μέρα για το κότσεμαν
Ετοιμάζουν τ΄ άλογα οι τρανοί μουν
Αλλάζουν τα πέταλά τουν,
Γράφουν τα σεμέρια και τη χτηνί΄ τα πισκούλια,
Πλύνουν τα κωδώνια,
Έχομ΄ ατα όλα χαζίρια.
Σιμώνοντας η μέρα μετανάστευσης (ανάβαση στα παρχάρια)
Ετοίμαζαν τα άλογα
Τα πέταλα αλλάζαν
Ράβαν σαμάρια, στολίδια για τα ζα
Πλένανε τα κουδούνια
Να είναι όλα έτοιμα
Το βιβλίο κλείνει με τα ωραιότερα ποντιακά δίστιχα. Τα δίστιχα στερούνται μύθου, είναι σκαρώματα, αλλά όχι ποιήματα. Ωστόσο η παραγωγή τους είναι πολύ μεγάλη και το είδος δημοφιλές. Η δημοφιλία τους οφείλεται στο ερωτικό περιεχόμενο τους.
Ήλιος ας΄ σην ανατολήν είδε σε κι εφο΄΄εθεν
Ατ’ος ατ’οσον ΄κ΄ έλαμψεν, την ώρα ντ΄ εγεννέθεν
Ήλιος της ανατολής φοβήθηκε σαν σ΄ είδε
Τόσο δεν έλαμπε, την ώρα που γεννήθηκε
………
Εσύ τη φέγγου η αδελφή, τη ήλ΄η θεγατέρα,
Εσέν την Κερεκήν π΄ελέπ΄, ΄κί πάει ους τη Δευτέραν
Εσύ του φεγγαριού αδελφή, του ήλιου θυγατέρα
Όποιος σε βλέπει Κυριακή, δε φτάνει στη Δευτέρα
Η απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα των ποντιακών ποιημάτων, δεν επιχειρεί να καταργήσει τα αρχικά κείμενα ούτε να τα αντικαταστήσει, ούτε να τα σκιάσει, αλλά να τα φωτίσει. Τα κείμενα ακολουθήθηκαν πιστά, έγινε θα λέγαμε μια μεταγραφή, δε μεταλλάχτηκαν, αλλά αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό από τον Ηλία Τσέχο. Βαθύς γνώστης της μητρικής γλώσσας του, θέλησε να κοινωνήσει το περιεχόμενό τους σ΄ όλους μας. Είναι το σκαλοπάτι να κατακτήσει κάποιος το περιεχόμενό τους, να έρθει σε επαφή και να απολαύσει το ευρύ κοινό τον τεράστιο πλούτο
Στη δίγλωσσο ανθολογία δε συγκεντρώθηκαν όλα τα δημοτικά τραγούδια, θα ακολουθήσει και δεύτερος τόμος, με άλλα 150 ποιήματα, μαργαριτάρια της ποντιακής μας ποίησης
Το βιβλίο κάνει προσιτούς στο αναγνωστικό κοινό τους πνευματικούςθησαυρούς και βοηθά τους μελλοντικούς ερευνητές, τους φιλοπόντιους, τους «παθητικούς γνώστες» της Διαλέκτου και όλους, όσοι θέλουν να συναντηθούν με τα Ποντιακά γράμματα.
Οι μελετητές της Διαλέκτου και της μητρικής γλώσσας έχουν στα χέρια τους ένα πολύτιμο βιβλίο στη χρήση του. Ο Ηλίας Τσέχος εκπληρώνει το χρέος στους προγόνους του, τιμά «τη ρίζαν ατ΄, εμείς πα όλ΄ καθαείς ας ευτάει ό,τι επορεί, αβούτο το βιβλίον να εφτάν΄ σα πέρατα τη κόσμηνης, και κι άλλο εκέσ΄».
Υείαν και ευλοϊαν και «άμον ατά χίλε» (Υγεία και ευλογία και σαν αυτά χίλια)
….