«Ο Δικαστής ως υπερασπιστής της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία». Εισήγηση του τ. ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλου στο Συνέδριο του Δικαστικού Σώματος με θέμα: «Η Ελληνική δικαιοσύνη από την Επανάσταση του 1821 έως σήμερα. Σημαντικοί σταθμοί και προοπτικές»
Πρόλογος
Αποτελεί κοινό τόπο στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου ότι οι θεσμικές εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου συνιστούν ένα θεμελιώδες «ανάχωμα» προστασίας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των μέσων που οργανώνει για την υπεράσπιση της Ελευθερίας, συνακόλουθα δε του «οπλοστασίου», το οποίο θεσμοθετείται προκειμένου να διασφαλισθεί η ακώλυτη άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Α. Συνοπτικώς, το Κράτος Δικαίου αποτελεί το σύνολο εκείνο των θεσμικών εγγυήσεων, οι οποίες καθιστούν ρυθμιστικώς εφικτή την μέσω δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου οριοθέτηση της δράσης τόσο των κρατικών οργάνων -κυρίως δε αυτών- όσο και των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου στις μεταξύ τους σχέσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται κατ’ εξοχήν μέσω της ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Πρόσθετο βασικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου είναι και το ότι οι κανόνες δικαίου που το συγκροτούν πρέπει να είναι πλήρεις –leges perfectae, και όχι leges imperfectae, ούτε καν leges minus quam perfectae– υπό την έννοια πως η παραβίασή τους επιφέρει, οπωσδήποτε, την επιβολή κυρώσεων, κυρίως δια της ενεργοποίησης των θεσμικών διαύλων της Δικαστικής Εξουσίας. Έτσι, η αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους Δικαίου αποτρέπει την αυθαίρετη επέμβαση της κρατικής εξουσίας -και όχι μόνον- στο κανονιστικώς οριοθετημένο πεδίο της Ελευθερίας και των από αυτήν καταγόμενων δικαιωμάτων.
Β. Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές πως οιασδήποτε μορφής διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών «αντηρίδων» του Κράτους Δικαίου ισοδυναμεί, εν τέλει, με αντίστοιχη διάβρωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, επέκεινα δε της Δημοκρατίας εν γένει. Διάχυτη είναι σήμερα η βεβαιότητα ότι όχι μόνο παρατηρείται «διάβρωση» των προμνημονευόμενων «αντηρίδων» του Κράτους Δικαίου, αλλά η «διάβρωση»αυτή και βαθιά είναι και, δυστυχώς, «προϊούσα», με εντεινόμενο μάλιστα ρυθμό. Οφείλεται δε -τουλάχιστον κατά κύριο λόγο- στην ρυθμιστική αποδυνάμωση των κανόνων δικαίου που συνθέτουν το κανονιστικό πλαίσιο του Κράτους Δικαίου, τόσο λόγω της σχετικοποίησης της ισχύος τους όσο και λόγω της ατελούς λειτουργίας των κυρωτικών μηχανισμών, σε περίπτωση παραβίασής τους. Στην ανασκόπηση των δύο αυτών παραμέτρων που είναι, αυτονοήτως, και παράμετροι της παρακμιακής πορείας του Κράτους Δικαίου -άρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας, γενικώς- επικεντρώνεται η ανάλυση που ακολουθεί, μ’ έμφαση στον ρόλο του Δικαστή ως υπερασπιστή της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου.
Ι. Τα χαρακτηριστικά της κανονιστικής σχετικοποίησης του Κανόνα Δικαίου.
Η κεφαλαιώδης σημασία του Κανόνα Δικαίου, ως προς την εδραίωση του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου για την επίτευξη των στόχων του Κράτους Δικαίου, καταδεικνύει ότι όσο εξασθενίζει η κανονιστική δύναμη του Κανόνα Δικαίου, τόσο δυσχερέστερο γίνεται το εγχείρημα της μέσω του Κράτους Δικαίου θωράκισης της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρα και της θωράκισης της ομαλής λειτουργίας των εν γένει δημοκρατικών συνιστωσών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Στο φαινόμενο αυτό της εξασθένισης και στις διαστάσεις του είναι αφιερωμένες οι σκέψεις που ακολουθούν, αρχής γενομένης από την ακόλουθη επισήμανση: Οι σκέψεις αυτές αφορούν το γενικότερο φαινόμενο της κανονιστικής σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου στην εποχή μας -είτε πρόκειται για το Εθνικό Δίκαιο, είτε για το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, είτε για το Διεθνές Δίκαιο- κατ’ εξοχήν λόγω της ραγδαίας εξέλιξης του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, σε συνδυασμό με τις εξίσου ραγδαίες εξελίξεις της Τεχνολογίας. Όμως, η προαναφερόμενη κανονιστική σχετικότητα προσλαμβάνει ιδιαίτερα και πιο επώδυνα θεσμικώς χαρακτηριστικά στο πεδίο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, πρωτίστως λόγω της καθοριστικής επιρροής της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης στην επιτάχυνση της εξέλιξης του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι. Κάτι το οποίο καθίσταται άκρως εμφανές τόσον ως προς την εγγενή όσο και ως προς επίκτητη σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.
Α. Η σημασία της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου.
Η καταλυτική επιρροή της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στους θεσμούς μπορεί να περιγραφεί με τον πιο γλαφυρό τρόπο αν, πριν απ’ όλα, αναζητήσει κανείς τις επιπτώσεις της πάνω στην κλασική θεώρηση της Έννομης Τάξης και, κυρίως, της «μονάδας» μέτρησής της, ήτοι του Κανόνα Δικαίου.
1. Σύμφωνα με το ως τώρα κοινώς αποδεκτό «δόγμα» της Νομικής Επιστήμης, οιοσδήποτε Κανόνας Δικαίου –από την κορυφή της δικαϊκής ιεραρχίας ως την βάση της, ήτοι από τον θεσμικό «θρόνο» του Συντάγματος ως τo, σχεδόν αδιόρατο, «κανονιστικό ψήγμα» της καθημερινής δικαιοπραξίας- ενεργοποιείται και αποκτά την κανονιστική του δύναμη μέσ’ από την ερμηνεία του ρυθμιστικού του περιεχομένου, η οποία και οδηγεί τελικώς στην εφαρμογή του. Δηλαδή, μέσ’ από την νοητική διεργασία που συνδέει το ρυθμιστικό αυτό περιεχόμενο με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορούν, κατά περίπτωση, να υπαχθούν στο πλαίσιό του, προκειμένου ο Κανόνας Δικαίου να επιδράσει στο κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι δια της παραγωγής των κάθε είδους έννομων αποτελεσμάτων του.
2. Αυτό, άλλωστε, υποδηλώνει χαρακτηριστικά η διαχρονική απόφανση του ρωμαίου νομομαθούς Celsus, κατά την οποία δεν έχει τόσο σημασία το γράμμα του νόμου. Αλλά η κανονιστική του δύναμη, όπως προκύπτει κατά την τελεολογική του ερμηνεία, που συμπυκνώνει όλες τις μορφές ερμηνείας, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας: «Scire leges non hoc est verba earum tenere, sed vim ac potestatem»[1]. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η ιδιομορφία εκείνη του Κανόνα Δικαίου, η οποία έγκειται στην διαδικασία υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών εντός των κανονιστικών του ορίων, τον φέρνει πολύ κοντά, ως προς την εφαρμογή του, με την μαθηματική λογική. Όπως η λογική αυτή εκτυλίσσεται κατά την σύνδεση κάθε μαθηματικού τύπου –υπό την ευρεία του όρου έννοια- με τα εξωτερικά, αριθμητικά ή φυσικά, δεδομένα, τα οποία υπάγονται σε αυτόν.
Β. Η εγγενής κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.
Η ραγδαία μεταβολή των δεδομένων του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι επιδρά αρνητικά πάνω στην όλη θεσμική υπόσταση του Κανόνα Δικαίου ενισχύοντας, δυστυχώς, τα δεδομένα που προκαλούν την εγγενή του κανονιστική σχετικότητα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την σχετικότητα που οφείλεται στην ιδιομορφία της διαδικασίας γέννησης και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου και η οποία τον διαφοροποιεί από τον «νόμο» στο πεδίο των Θετικών Επιστημών. Η σχετικότητα αυτή, η οποία εκδηλώνεται ουσιαστικά -ούτως ή άλλως, λόγω της δομής του Κανόνα Δικαίου- σε τρία επίπεδα, που αποδίδουν την πορεία του από τη θέσπισή του ως την τελική παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του, επιδεινώνεται, αντιστοίχως, υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
1. Ως αμιγώς ανθρώπινο δημιούργημα, ο Κανόνας Δικαίου, στο αρχικό στάδιο της θέσπισής του, υπόκειται στην επιρροή της σχετικότητας αναφορικά με τα όρια τόσο των προσλαμβανουσών παραστάσεων του ad hoc αρμόδιου για την θέσπισή του κρατικού οργάνου όσο και των δυνατοτήτων του να τις αποδώσει και να τις αποτυπώσει νομοτεχνικώς.
α) Όπως είναι προφανές το, lato sensu φυσικά, κρατικό όργανο, το οποίο καλείται -υπό τους όρους που καθορίζει, ανάλογα με το είδος ρύθμισης, η Έννομη Τάξη και η βούληση του πολιτικώς επισπεύδοντος- να διατυπώσει γλωσσικώς τον Κανόνα Δικαίου, βρίσκεται, κατ’ ανάγκην, αντιμέτωπο με την αδήριτη υποκειμενικότητά του ως προς την νομική σύλληψη και απόδοση και της εν γένει κοινωνικοοικονομικής υποδομής και του περιεχομένου της κανονιστικής ρύθμισης, προκειμένου να επιτυγχάνει το σκοπό της. Και η υποκειμενικότητα αυτή -άρα η αντίστοιχη σχετικότητα- μεγεθύνεται όσο περισσότερα είναι τα πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονται στην όλη διαδικασία διατύπωσης του Κανόνα Δικαίου, αφού το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι, μοιραίως, προϊόν σύνθεσης και συμβιβασμού.
α1) Η ως άνω υποκειμενικότητα και σχετικότητα τεκμηριώνονται και μόνον από το γεγονός ότι αν, θεωρητικώς, δύο πρόσωπα κληθούν να διατυπώσουν, ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές οδηγίες, έναν συγκεκριμένο Κανόνα Δικαίου, εντελώς χωριστά όμως το ένα από το άλλο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα καταλήξουν στο αυτό, απολύτως, γλωσσικό αποτέλεσμα.
α2) Με άλλες λέξεις, ο Κανόνας Δικαίου φέρει εκ γενετής το «σπέρμα» της σχετικότητας εκείνης, η οποία προκύπτει από το ότι η, κατ’ ανάγκην υποκειμενική, θεώρηση του οργάνου της τελικής διατύπωσής του συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιλογή της διατύπωσης, η οποία ανταποκρίνεται απολύτως και στην ακριβή σύλληψη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής και στην πλήρη προσαρμογή στις απαιτήσεις του επιδιωκόμενου από τον Κανόνα Δικαίου σκοπού.
α3) Η εγγενής σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου και η υποκειμενικότητα της γλωσσικής του διατύπωσης έχει οδηγήσει την σύγχρονη θεωρία του Δικαίου στο συμπέρασμα, ότι γεννά εν γένει προβληματισμούς η σχέση μεταξύ Δικαίου και γλώσσας, εκφράζονται δε αμφιβολίες αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Δίκαιο είναι «αναγνώσιμο».[2] Έτσι, η ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου δεν αποτελούν απλώς μια «μηχανική»διαδικασία υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον Κανόνα Δικαίου, αλλά μια σύνθετη διεργασία, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της διαρκώς εξελισσόμενης πραγματικότητας και των πορισμάτων άλλων Επιστημών. Τούτο επιτείνεται από το ότι και η ίδια η αντίληψη της προς ρύθμιση πραγματικότητας ενέχει υποκειμενικά στοιχεία. Η σύνθετη μορφή του ζητήματος αυτού έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων μεθοδολογικών εργαλείων ερμηνείας και ανάλυσης του Κανόνα Δικαίου, για την αποτελεσματικότερη σύνδεσή του με τα πραγματικά δεδομένα και τις ρυθμιζόμενες σχέσεις, με χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα την «Νέα Επιστήμη του Διοικητικού Δικαίου» («Neue Verwaltungsrechtswissen–schaft»)[3].
β) Αν, επομένως, αναλογισθεί κανείς ότι αφενός η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική υποδομή του Κανόνα Δικαίου όχι μόνο μεταβάλλεται αενάως, αλλ’ αποκτά ολοένα και περισσότερο περίπλοκα τεχνικά χαρακτηριστικά -με άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εκείνο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου- και, αφετέρου αλλά και συνακόλουθα, η αντίστοιχη «πολιτική βούληση» κανονιστικής πλαισίωσής της υπόκειται, αναγκαίως, σε ανάλογες διακυμάνσεις, τότε εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι:
β1) Πρώτον, η σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου επιδεινώνεται λόγω της εντεινόμενης ανεπάρκειας ολοκληρωμένης σύλληψης και απόδοσης της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής, υπό όρους κανονιστικής ρύθμισης.
β2) Δεύτερον, η σχετικότητα αυτή επιδεινώνεται, περαιτέρω, λόγω του νομοτελειακώς -υπό τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες- διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ του σκοπού που καλείται να υπηρετήσει ο Κανόνας Δικαίου και της τελικής δυνατότητάς του, με βάση το ρυθμιστικό του περιεχόμενο, ν’ ανταποκριθεί αποτελεσματικώς στην αποστολή του.
2. Η μορφή αυτή σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου οφείλεται, κατά βάση, στο γεγονός ότι, τουλάχιστον κατά κανόνα, είναι διαφορετικό το όργανο εκείνο που φέρει σε πέρας την διαδικασία της διατύπωσης του περιεχομένου του και της τελικής θέσπισής του. Και, φυσικά, άλλο το όργανο, το οποίο καλείται να τον εφαρμόσει στην πράξη και να τον οδηγήσει έτσι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του.
α) Αν λοιπόν, όπως ήδη τονίσθηκε, είναι θεωρητικώς και πρακτικώς αδύνατο να επιτευχθεί η απόλυτη σύμπτωση έστω και της διατύπωσης του ίδιου Κανόνα Δικαίου από διαφορετικούς συντελεστές:
α1) A fortiori ισχύει το αυτό, όταν πρόκειται για το όργανο που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου, μετά την έναρξη της ισχύος του. Και τούτο αφενός λόγω της διαφοράς νοοτροπίας των εμπλεκόμενων οργάνων, ως προς την αντιμετώπιση της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου. Και, αφετέρου, λόγω της χρονικής απόστασης, η οποία μεσολαβεί από τη θέσπιση του Κανόνα Δικαίου ως τον χρόνο εφαρμογής του.
α2) Το μέγεθος της σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο κατά την εφαρμογή των κανόνων δικαίου από τα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας, στο πλαίσιο της Αρχής της Νομιμότητας και της αντίστοιχης άσκησης των αρμοδιοτήτων τους: Καθ’ όλη την διαδικασία έκδοσης διοικητικών πράξεων -τόσο ατομικού όσο και κανονιστικού περιεχομένου- αναδεικνύεται εντόνως η αδυναμία σύμπτωσης των αντιλήψεων, ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση του εφαρμοζόμενου Κανόνα Δικαίου, μεταξύ του οργάνου που τον θέσπισε και του διοικητικού οργάνου, το οποίο διεκπεραιώνει την εφαρμογή του. Σε αυτό δε το σημείο πρέπει να προστεθεί, ως στοιχείο ενισχυτικό της σχετικότητας, και η διαφορετική σύλληψη του περιεχομένου και της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου από τον διοικούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο οποίος υποχρεούται να γνωρίζει και τον Κανόνα Δικαίου και τις συνέπειές του, αλλά και να τον ερμηνεύει και να τον εφαρμόζει κατά τρόπο οιονεί «αντικειμενικό». Δηλαδή «αδιαμφισβήτητο», προκειμένου ν’ αποφύγει ενδεχόμενες κυρώσεις. Πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, είναι σχεδόν ανέφικτο.
β) Την υπό την ανωτέρω έννοια σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου, σε αυτό το δεύτερο επίπεδο που αφορά το στάδιο εφαρμογής του, επιδεινώνει η σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία αποδίδει την ιδιομορφία της υποδομής του επειδή, μεταξύ άλλων φυσικά:
β1) Πρώτον, το όργανο εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου, πέραν των επιπτώσεων από την χρονική απόσταση η οποία παρεμβάλλεται μετά την θέσπισή του, έχει ν’ αντιμετωπίσει και την ερμηνευτική προσέγγιση δεδομένων που έχουν μεταβληθεί στην πράξη. Ιδίως δε δεδομένων, τα οποία οφείλονται όχι μόνο στην ταχύτατη εξέλιξη της Τεχνολογίας αλλά, επιπροσθέτως, και στην πρωτεϊκή αλλαγή και οβιδιακή μεταμόρφωση του θεσμικού περιγύρου, μέσα στον οποίο κινείται ο Κανόνας Δικαίου, καθ’ όλη την διάρκεια της εφαρμογής του.
β2) Δεύτερον -και κατά κύριο λόγο- το όργανο εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου καλείται να τον συλλάβει νοητικώς και, επέκεινα, να τον ερμηνεύσει με τρόπο ώστε να καλύψει, ως την θέσπιση νέων κανόνων δικαίου, και νομικά κενά που στο μεταξύ προκύπτουν, ως συνέπεια της επιταχυνόμενης μεταβολής της υποδομής του.
3. Τέλος, η σχετικότητα αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου κορυφώνεται, όπως είναι ευνόητο, σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το οποίο εντοπίζεται στην αντιμετώπισή του από τ’ αρμόδια Δικαστήρια.
α) Η ως άνω σχετικότητα αποκτά, ουσιαστικώς, το νόημά της κυρίως στο πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοτικής λειτουργίας από τον Δικαστή, που επιλύει διοικητικές διαφορές. Και τούτο διότι -αντίθετα με τον Δικαστή που επιλύει διαφορές ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος πρωτογενώς ερμηνεύει και εφαρμόζει την επίμαχη διάταξη, και μάλιστα secundum allegata et probata λόγω του, κατά κανόνα τουλάχιστον, ισχύοντος συζητητικού συστήματος- ο Δικαστής, ο οποίος επιλύει διοικητικές διαφορές, δικαιοδοτεί υπό την εξής ιδιομορφία: Αφού ο Δικαστής αυτός ερευνά, κατ’ αποτέλεσμα, την νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης ή παράλειψης, στην ουσία ερευνά την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, στο οποίο αποδίδεται η επίμαχη διοικητική πράξη ή παράλειψη. Δηλαδή κάνει σε δεύτερο βαθμό τον νομικό συλλογισμό, τον οποίο έκανε σε πρώτο βαθμό το διοικητικό όργανο. Η συνακόλουθη, ιδιόμορφη, λοιπόν σχετικότητα ως προς τον Κανόνα Δικαίου στο προκείμενο, τρίτο, επίπεδο θεσμικής αντιμετώπισής του, εντείνεται:
α1) Πρώτον, λόγω του διαφορετικού ρόλου του Δικαστή και της αντίστοιχης διαφορετικής νοοτροπίας του στο πλαίσιο της, συνταγματικώς μάλιστα κατοχυρωμένης, ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης: Ο Δικαστής, αντίθετα από το όργανο που θεσπίζει ή και εφαρμόζει μεταγενεστέρως τον Κανόνα Δικαίου, καλείται να τον ερμηνεύσει και να συναγάγει τα έννομα αποτελέσματά του υπό συγκεκριμένες δικονομικές προϋποθέσεις και με αποφάσεις που, εντέλει, εξοπλίζονται με δύναμη δεδικασμένου.
α2) Δεύτερον, λόγω του, συνήθως, μεγάλου χρονικού διαστήματος, που μεσολαβεί από την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου ως την ερμηνεία και εφαρμογή του από το αρμόδιο Δικαστήριο. Κάπως έτσι ο Δικαστής καλείται, στην πράξη, όχι μόνο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον Κανόνα Δικαίου αλλά και να τον «επικαιροποιήσει», δια της ερμηνευτικής οδού, ώστε ν’ ανταποκρίνεται, όσο αυτό είναι εφικτό, στην εξέλιξη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του και στον σκοπό θέσπισής του. Και μόνον αυτή η διαπίστωση αρκεί για να καταδείξει την μεγάλη απόσταση που χωρίζει -άρα και την ανάλογη σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου- την νομική προσέγγιση εκείνου που θεσπίζει την in concreto ρύθμιση, και εκείνου που την εφαρμόζει στην συνέχεια. Και, τέλος, εκείνου, ο οποίος αποφαίνεται δικαστικώς, όταν και στο μέτρο που αναφύεται δικαστική διαφορά.
β) Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται εμφανές γιατί η σύγχρονη ιδιομορφία της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του Κανόνα Δικαίου καθιστά την σχετικότητά του κυριολεκτικώς εξόφθαλμη, όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του φθάνει στο δικαστικό επίπεδο.
β1) Πρώτον, ο Δικαστής ολοένα και πιο συχνά επωμίζεται το βάρος ερμηνείας και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου και υπό το κράτος μετάθεσης σε αυτόν της ευθύνης πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν ληφθεί προηγουμένως, πολλές φορές μεσ’ από μιαν αυθαίρετη θεσμική προσέγγισή του. Πέραν τούτου, η ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου υπό έκτακτες συνθήκες διευρύνει, μοιραία, το χάσμα μεταξύ της έννοιας του περιεχομένου τους κατά τον χρόνο θέσπισής τους και του κανονιστικού τους πλαισίου, εντός του οποίου ο Δικαστής υποχρεούται να συναγάγει τα έννομα αποτελέσματά τους.
β2) Δεύτερον -και με δεδομένο το γεγονός ότι η ως άνω πραγματικότητα προκαλεί «νομοθετική έκρηξη» στην κυριολεξία- ο Δικαστής καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον Κανόνα Δικαίου σε συνάρτηση με άλλους, συναφείς προς αυτόν, κανόνες, οι οποίοι δεν υπήρχαν κατά το χρόνο θέσπισής του. Πώς, λοιπόν, να μην μεγαλώνει διαρκώς η απόσταση -ή και το χάσμα- που χωρίζει την θεσμική προσέγγιση του Κανόνα Δικαίου κατά τον χρόνο γέννησής του και κατά τον χρόνο της δικαστικής του αξιολόγησης και αξιοποίησης;
γ) Τα όσα εκτέθησαν προηγουμένως, ως προς τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο Δικαστής κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου, λόγω ραγδαίας μεταβολής της κοινωνικο-οικονομικής του υποδομής, παραπέμπουν, φυσικά τηρουμένων σε μεγάλο βαθμό των αντίστοιχων αναλογιών, στην αρχή της «απροσδιοριστίας», ή αλλιώς της «αβεβαιότητας», όπως την διατύπωσε, το 1927, ο Werner Heisenberg.
γ1) Οι φυσικοί γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με την «αρχή της απροσδιοριστίας», στο μικροσκοπικό επίπεδο η θέση και η ταχύτητα ενός στοιχειώδους σωματιδίου δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως γνωστές. Συγκεκριμένα, η σχέση του περιγράφεται από την ακόλουθη εξίσωση: (Απροσδιοριστία στην θέση) × (Απροσδιοριστία στην ταχύτητα) ≅ σταθερό. Αυτό σημαίνει ότι αν η απροσδιοριστία στην θέση μικραίνει, η απροσδιοριστία στην ταχύτητα θα μεγαλώνει, ώστε το γινόμενό τους να παραμένει, περίπου, σταθερό»[4].
γ2) Μπροστά σ’ ένα τέτοιας μορφής ιδιότυπο, κανονιστικής φύσης αυτή τη φορά, αξίωμα βρίσκεται και ο Δικαστής, όταν, υπό τις συνθήκες που εξηγήθηκαν ανωτέρω, καλείται να εφαρμόσει τους κανόνες δικαίου.
Ειδικότερα, όσο επικεντρώνεται στην αναζήτηση του γράμματος και του πνεύματος του Κανόνα Δικαίου, σύμφωνα με τις συνθήκες της υποδομής του υπό τις οποίες θεσμοθετήθηκε -και όποια μέθοδο ερμηνείας και αν υιοθετήσει εν προκειμένω- τόσο του διαφεύγουν τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, που έχουν στο μεταξύ αλλάξει ουσιωδώς. Οπότε, το κανονιστικό πλαίσιο του ισχύοντος Κανόνα Δικαίου αναδεικνύεται ανεπαρκές να ρυθμίσει το πεδίο, ενόψει του οποίου είχε ενεργοποιηθεί η, lato sensu, νομοθετική πρωτοβουλία.
Και, αντιστρόφως, όσο ο Δικαστής, αντιλαμβανόμενος την προαναφερόμενη αντίφαση, επιχειρεί να προσαρμόσει την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου στην νέα πραγματικότητα, προκειμένου ν’ αποφύγει τις επιπτώσεις μιας, έστω και εμμέσως διαφαινόμενης, αρνησιδικίας, τόσο απομακρύνεται από αυτό τούτο το γράμμα και το πνεύμα του. Επομένως, πολύ συχνά βρίσκεται μπροστά στην επιλογή της παραγωγής ενός είδους «διαπλαστικής» νομολογίας, ήτοι νομολογίας που, υπό το πρόσχημα της ερμηνείας, οδηγείται στην, μέσω της δικαιοδοτικής οδού, γέννηση ενός νέου Κανόνα Δικαίου. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των Έννομων Τάξεων τουλάχιστον των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα Συντάγματά τους δεν αναγνωρίζουν στην νομολογία -άρα στον Δικαστή- δικαιοδοσία διάπλασης νέων κανόνων δικαίου, αλλά μόνο την δυνατότητα συναγωγής γενικών αρχών, οι οποίες οφείλουν βεβαίως να κινούνται ερμηνευτικώς πάνω στο πλαίσιο των ισχύοντων κανόνων δικαίου. Με άλλες λέξεις, ο Δικαστής δεν θέτει ως μείζονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού κανονιστική ρύθμιση, την οποία διαπλάθει ο ίδιος, αλλά ρύθμιση την οποία συλλαμβάνει με την μορφή γενικής αρχής, από το υφιστάμενο τεθειμένο κανονιστικό πλαίσιο.
Γ. Η σύγχρονη επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.
Ως επίκτητη σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου νοείται εκείνη, η οποία δεν οφείλεται στην εσωτερική δομή και λειτουργία του αλλά σ’ εξωγενείς παράγοντες, που επηρεάζουν εμμέσως την αντικειμενική του υπόσταση και την παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του. Ο σπουδαιότερος -ορθότερα καθοριστικής σημασίας- από τους παράγοντες αυτούς είναι η υποδομή, της οποίας ο Κανόνας Δικαίου αποτελεί εποικοδόμημα. Δηλαδή η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που, μαζί με τις αντίστοιχες πολιτικές διεργασίες, συνιστά το υπόστρωμα, μεσ’ από το οποίο αναδύεται και η ανάγκη θέσπισης του Κανόνα Δικαίου και ο βασικός κορμός του κανονιστικού του περιεχομένου. Οι σύγχρονες, λοιπόν, κοσμογονικές μεταβολές αυτής της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας εντείνουν την, ούτως ή άλλως υφιστάμενη, εγγενή σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου. Γεγονός το οποίο παράγει, μοιραίως, περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις ως προς την κανονιστική δυναμική και επάρκεια της Έννομης Τάξης γενικώς.
1. Η ιδιαιτερότητα της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης.
Οι μεταλλάξεις της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής του Κανόνα Δικαίου οφείλονται -τουλάχιστον κατά βάση- σε συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η όλη εξέλιξη και λειτουργία του Οικονομικού Συστήματος, παγκοσμίως. Και είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες οι οποίες, grosso modo, προσδιορίζουν την έκταση και την ένταση της σχετικοποίησης της κανονιστικής του εμβέλειας.
α) Οι στρεβλώσεις του παγκοσμιοποιημένου Οικονομικού Συστήματος επιβαρύνουν δραματικά την ομαλή πορεία του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι. Ιδίως μέσ’ από την πρόκληση συνεχών ανατροπών του, οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καθίστανται και απρόβλεπτες και, συνακόλουθα, δυσχερώς αναστρέψιμες. Τις ανατροπές αυτές «υποδαυλίζουν», πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της δυσλειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ιδίως οι εξής τρεις παράγοντες:
α1) Πρώτον, η μορφή που έχει πάρει η εν γένει Παγκοσμιο-ποίηση των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών. Μια Παγκοσμιοποίηση με άκρως «επιθετικά» στοιχεία, υπό την έννοια της διάθεσης των μέσων, δια των οποίων εξελίσσεται, αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων των Αγορών, σ’ εμφανή μάλιστα αντίθεση προς τις ανάγκες των επιμέρους Εθνικών Οικονομιών. Και μια Παγκοσμιοποίηση η οποία, υπό τα δεδομένα αυτά, δρα ανεξέλεγκτη, μην υπακούοντας πλέον σε συγκεκριμένους ορθολογικούς οικονομικούς και νομικούς κανόνες. Είτε διότι οι κανόνες αυτοί δεν υφίστανται. Είτε -ακόμη χειρότερα- διότι οι ισχύοντες, έστω και ελλιπείς, κανόνες παραβιάζονται ανοιχτά και συστηματικά από τους παράγοντες των Αγορών, μ’ «αιχμή του δόρατος» τους παράγοντες του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.
α2) Δεύτερον, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές μέθοδοι, που χρησιμοποιούνται μέσα στον ορυμαγδό της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης. Μέθοδοι, οι οποίες αντιτίθενται ευθέως στις παραδοσιακές αρχές της συναλλακτικής και της τραπεζικής πίστης και, στο βωμό του εύκολου κέρδους, οδηγούν στην ανάληψη κάθε είδους αντίστοιχου χρηματοπιστωτικού ρίσκου. Μ’ ευθύ αποτέλεσμα να ωθούν σε, ταχείας εξέλιξης, διαλυτικές τάσεις το παραδοσιακό οικονομικό -και, επέκεινα, κοινωνικό- σύστημα. Και, άρα, σε αδυναμία επαρκούς τιθάσευσης των εξελίξεων αυτών, ιδίως μέσω κανονιστικών ρυθμίσεων μ’ επαρκή θεσμική και δημοκρατική νομιμοποίηση.
α3) Τρίτον, η συνδρομή της σύγχρονης Τεχνολογίας, δίχως βεβαίως, να ευθύνεται σε αυτό η φύση της αλλ’ αποκλειστικώς ο τρόπος αξιοποίησής της στην πράξη. Ειδικότερα η Τεχνολογία, δρώντας ως «βοηθός εκπληρώσεως» μέσα σε αυτές τις συνθήκες, εντείνει τις παρενέργειες της άναρχης λειτουργίας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως είναι ευνόητο, προς την κατεύθυνση αυτή κορυφαίο ρόλο διαδραματίζει ο τομέας εκείνος της Τεχνολογίας, ο οποίος αφορά την ακόμη ταχύτερη εξέλιξη της ψηφιακής της διάστασης -ήτοι ο τομέας της σύζευξης Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης- και, μέσω αυτής, της γιγάντωσης των δυνατοτήτων της εν γένει ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
β) Οι κατά τ’ ανωτέρω -και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες- επιπτώσεις στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι έχουν, όπως είναι φανερό, άμεσες επιπτώσεις στο θεσμικό καθεστώς του κανονιστικού του εποικοδομήματος, ήτοι του Κανόνα Δικαίου. Οι οποίες αφορούν και τις τρεις διαστάσεις του καθεστώτος αυτού, οδηγώντας έτσι στα άκρα την σχετικότητα της κανονιστικής του εμβέλειας. Πρόκειται, ειδικότερα:
β1) Πρώτον, για την διάσταση της διαμόρφωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου: Οι αέναες μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής υποδομής καθιστούν άκρως δυσχερή την στοιχειώδη εκείνη σταθερότητά του -για ένα εξίσου στοιχειώδες χρονικό διάστημα- που απαιτείται προκειμένου το κατά την Έννομη Τάξη επιφορτισμένο με την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου όργανο να συλλάβει και να διατυπώσει το κανονιστικό του περιεχόμενο. Κατά τούτο ο, lato sensu πάντα, Νομοθέτης σήμερα, και στην «απέλπιδα» προσπάθειά του να πλαισιώσει κανονιστικώς την «υδραργυρική» κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, παραπέμπει στους «κολασμένους» της μυθολογίας μας: Από τον Σίσυφο, που ματαίως προσπαθούσε να σηκώσει το βράχο του στην κορυφή, ως τον Τάνταλο, που πάντα την τελευταία στιγμή αποτύγχανε να κορέσει την πείνα και την δίψα του και ως τις Δαναΐδες, που χωρίς ελπίδα επιχειρούσαν να γεμίσουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι…
β2) Δεύτερον, για την διάσταση της ερμηνείας του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου μετά την θέσπισή του. Και τούτο διότι οι βασικές επιστημονικές παράμετροι της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου επιβάλλουν την στοιχειώδη αντιστοιχία του ερμηνευόμενου κανόνα με τα δεδομένα της υποδομής, από τα οποία προέρχεται. Πραγματικά, μόνο μέσ’ από αυτές τις συνθήκες το επιφορτισμένο με την ερμηνεία του Κανόνα Δικαίου όργανο μπορεί να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικώς μεταξύ του κανονιστικού του περιεχομένου και της υποδομής που αντιστοιχεί σε αυτό. Και όταν η ως άνω υποδομή έχει ολοκληρωτικώς μεταβληθεί, η ερμηνεία του θεσμικού εποικοδομήματος, όση προσπάθεια και αν καταβάλει ο συντελεστής της ερμηνείας, μοιάζει μ’ επιστημονική «άσκηση» χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο ενός είδους ιστορικής νομικής έρευνας. Για ν’ αποφευχθεί αυτή η έκβαση θα έπρεπε ο ερμηνευτής του Κανόνα Δικαίου να οδηγηθεί στην μέσω της ερμηνευτικής μεθόδου διάπλαση ενός νέου, «επίκαιρου», Κανόνα Δικαίου, γεγονός το οποίο βεβαίως ανάγει, κατά κάποιον τρόπο, την νομολογία σε πηγή δικαίου, όπως εκτέθηκε προηγουμένως με περισσότερες λεπτομέρειες.
β3) Τρίτον, για την διάσταση της εφαρμογής του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου εντός των ορίων της ερμηνείας του. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινισθεί ότι η σχετικότητα, την οποία συνεπάγεται η συνεχής και ταχύτατη μεταβολή της υποδομής του Κανόνα Δικαίου ως προς την τρίτη του διάσταση, είναι πολύ πιο χαρακτηριστική και καθοριστική απ’ ό,τι ισχύει για τις δύο προηγούμενες. Αυτό οφείλεται στο ότι, λόγω της ιδιομορφίας της μεταβολής της υποδομής του Κανόνα Δικαίου, όταν ο ερμηνευτής του -π.χ. διοικητικό ή δικαστικό όργανο- καλείται ν’ ασκήσει την αρμοδιότητά του βρίσκεται μπροστά στην ακόλουθη ανυπέρβλητη αντίφαση: Κατά το χρονικό αυτό σημείο τα έννομα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου αφορούν μια ξεπερασμένη πραγματικότητα, την οποία συνεπώς δεν μπορούν να επηρεάσουν κανονιστικώς. Ενώ η νέα πραγματικότητα επίσης δεν είναι δυνατό να επηρεασθεί κανονιστικώς από την εφαρμογή ενός Κανόνα Δικαίου, το πλαίσιο του οποίου είναι εν πολλοίς ξένο προς τα προς ρύθμιση δεδομένα.
2. Η σχετικότητα- ορθότερα σχετικοποίηση- της κανονιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί σταδιακώς στην ρυθμιστική του αποδυνάμωση, ιδίως λόγω της αδυναμίας του να τιθασεύσει κανονιστικώς την κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Κάπως έτσι όμως ο Κανόνας Δικαίου από θεσμικό «ρυμουλκό» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι μεταβάλλεται σε παθητικό «ρυμουλκούμενο». Με άλλες λέξεις, ένα είδος «μπαγκαζιέρας» με ιστορικά νομικά «κειμήλια» που ακολουθεί, με οδυνηρές αναταράξεις κανονιστικής αξιοπιστίας, το προπορευόμενο -παντελώς ανεξάρτητο και ανεξέλεγκτο- όχημα της «αγέρωχης» επικυριαρχίας του «οικονομικού», ως προς τη διαμόρφωση της πορείας του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται, ίσως, για την επιβεβαίωση, στην πιο οδυνηρή του μορφή, του φαινομένου της «κανονιστικής δύναμης του πραγματικού» («normative Kraft des Faktischen»), όπως την είχε εντοπίσει ήδη ο Γερμανός νομικός των αρχών του εικοστού αιώνα Georg Jellinek[5].
α) Η κατά τ’ ανωτέρω, λόγω της σχετικοποίησης -και, άρα, της ελαχιστοποίησης έως περιθωριοποίησης- συρρίκνωση της ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί, αναπροδράστως, και στην απώλεια της κανονιστικής του αξιοπιστίας, ιδίως μέσ’ από τις ακόλουθες συνέπειες της υπό τα δεδομένα αυτά κανονιστικής του αποδόμησης:
α1) Πρώτον, επειδή ο Κανόνας Δικαίου ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα -ή και καθόλου- αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αναγκαία για την κανονιστική αξία του παιδευτική-παιδαγωγική του λειτουργία. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, τα υποκείμενα δικαίου, στα οποία απευθύνεται, είτε δεν έχουν τον χρόνο να επηρεασθούν, ως προς την διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους, από τις επιταγές του Κανόνα Δικαίου. Είτε, ακόμη χειρότερα, αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του. Πράγμα που σημαίνει ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα παρανομούν δίχως καν να το γνωρίζουν! Και τούτο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο αφενός της Εκτελεστικής Εξουσίας, αφού έτσι τα όργανά της δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Αρχής της Νομιμότητας. Και, αφετέρου, της Δικαστικής Εξουσίας, διότι με τον τρόπο αυτόν ο Δικαστής οδηγείται, εν αγνοία του, σε μιαν άκρως επικίνδυνη κατάσταση υφέρπουσας αρνησιδικίας.
α2) Δεύτερον, για τους ίδιους κατά βάση λόγους ο Κανόνας Δικαίου, ως θεσμικό εποικοδόμημα, αδυνατεί ν’ ασκήσει οιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Με τον τρόπο όμως αυτό καθίσταται αδύνατη η αμφίδρομη επιρροή μεταξύ θεσμικού εποικοδομήματος και κοινωνικοοικονομικής υποδομής, η οποία είναι απαραίτητη για την κανονιστική ισορροπία του Κανόνα Δικαίου κατά την κλασική-παραδοσιακή του αντίληψη και, επέκεινα, για την κατά την αντίληψη αυτή επιτέλεση της αποστολής του.
α3) Τρίτον, επιπλέον, ο Κανόνας Δικαίου αποδυναμώνεται επειδή, πέραν του ότι ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα, ισχύει μόνο σε ορισμένο χώρο. Έτσι, ενώ η παγκοσμιο-ποιημένη πραγματικότητα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, η δημοκρατικώς νομιμοποιημένη νομοθέτηση νοείται καταρχήν μόνο στο πλαίσιο ενός ορισμένου συνταγματικού συστήματος και δη εντός του δημοκρατικού Κράτους Δικαίου. Επέκεινα, ο Εθνικός Νομοθέτης δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθεί σε διεθνικά φαινόμενα, καθώς η κανονιστική του εμβέλεια παραμένει περιορισμένη εντός της επικράτειάς του. Υπό τα δεδομένα αυτά βρισκόμαστε ενώπιον ενός επώδυνου διλήμματος: Είτε ν’ ανεχθούμε την «απορρύθμιση» σε τομείς, όπου η παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών σχέσεων έχει προχωρήσει αρκετά, είτε ν’ ανεχθούμε την θέσπιση και υιοθέτηση διακρατικών ρυθμίσεων, που δεν ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά επίπεδα δημοκρατικής νομιμοποίησης του Εθνικού Κράτους.
β) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η απώλεια της κανονιστικής αξιοπιστίας του Κανόνα Δικαίου, πάντοτε βεβαίως κατά την κλασική-παραδοσιακή του σύλληψη, ανοίγει τον δρόμο στους «πολεμίους» του να υποστηρίζουν, urbi et orbi -βρίσκοντας ανταπόκριση ακόμη και σε κορυφαίους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος όπως συμβαίνει, δυστυχώς, σήμερα ως και στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- μεταξύ άλλων και ότι:
β1) Πρώτον, η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου διευκολύνει την ανάπτυξη στο εσωτερικό του ενός είδους άκρως διαβρωτικής θεσμικής «υβριδικότητας», η οποία εντέλει απεικονίζει τις τάσεις αλλά και τις διαστάσεις μετάλλαξής του. Κυρίως διότι μια τέτοια «υβριδικότητα» «νομιμοποιεί», προκειμένου να επιτυγχάνεται η αναγκαία ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, την παραγωγή και εφαρμογή κανόνων μη κρατικής προέλευσης. Κανόνων εν πολλοίς άγνωστης προέλευσης και, κυρίως, μηδενικής δημοκρατικής νομιμοποίησης.
β2) Δεύτερον, η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου «αιτιολογεί» ακόμη και την αμφισβήτηση της ίδιας της Έννομης Τάξης και της ιεραρχικής της δομής. Και τούτο διότι μόνον όταν ο Κανόνας Δικαίου εφαρμόζεται στην πράξη αποτελεσματικώς και, κατ’ επέκταση, παράγει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του νοείται η Έννομη Τάξη, καθώς και η ίδια η ιεράρχηση των κανόνων δικαίου που την συνθέτουν. Αφού η ουσιαστική επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων του Κανόνα Δικαίου είναι εκείνη, η οποία μπορεί να προσδώσει έννομες συνέπειες στην ιεραρχική υπεροχή ενός Κανόνα Δικαίου έναντι άλλου. Με άλλες λέξεις, θεσμικώς δεν νοείται κανονιστικώς επαρκής Έννομη Τάξη και, κατ’ αποτέλεσμα, αντίστοιχη ιεραρχική δόμησή της με κανόνες δικαίου, οι οποίοι έχουν τα χαρακτηριστικά «ατελών διατάξεων» («leges imperfectae» ή «leges minus quam perfectae»).
β3) Τρίτον -και σ’ αυτό συνίσταται η κορύφωση του κινδύνου ως προς την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικώς νομιμοποιημένου Κανόνα Δικαίου- η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου αποτελεί εύσχημο και ευλογοφανές επιχείρημα στην «φαρέτρα» των υπερμάχων της «κανονιστικής απορρύθμισης». Και τούτο υπό την ακόλουθη «συλλογιστική»: Αφού ο Κανόνας Δικαίου κρατικής προέλευσης και αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν είναι σε θέση να πλαισιώσει κανονιστικώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι που συνιστά την υποδομή του, η χρησιμότητά του έχει θεσμικώς και ιστορικώς εκλείψει. Άρα «ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν» για «απορρύθμιση».
3. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη μνεία και ανάλυση του φαινομένου της λεγόμενης «απορρύθμισης», ως κρίσιμης αιτίας επίκτητης αποδυνάμωσης του Κανόνα Δικαίου. Πρόκειται για μια τακτική «ποδηγέτησης» των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων η οποία, προσαρμοσμένη πλήρως στις απαιτήσεις των «δογμάτων» ενός εντόνως διαστρεβλωμένου νεοφιλελευθερισμού, προπαγανδίζει υπέρ της «απελευθέρωσης» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι από τα «δεσμά» του Κανόνα Δικαίου, υπό την κλασική-παραδοσιακή του εκδοχή. Πλην όμως επειδή η άποψη αυτή δεν μπορεί ν’ αρνηθεί, φυσικά, την ανάγκη ρύθμισής του, την «εμπιστεύεται» στην αναδυόμενη «κανονιστική κυριαρχία» κανόνων, που εκπορεύονται από τους εκπροσώπους -και τις συνακόλουθες αντιλήψεις τους- ενός ακραίου, και γι’ αυτό στρεβλού όπως διευκρινίσθηκε, νεοφιλελευθερισμού.
α) Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της ως άνω «επιχείρησης απορρύθμιση», επισημαίνονται τ’ ακόλουθα:
α1) «Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά την δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της Αγοράς. Κατά την αντίληψη αυτή, στις γενικές της γραμμές, οι παραδοσιακές αρχές του καπιταλισμού, ως προς την προσφορά και την ζήτηση, αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των οικονομικών, αμιγώς, κανόνων της Αγοράς. Η κρατική παρέμβαση μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει. Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει. Υπό τα δεδομένα αυτά π.χ. η μέσω της κρατικής παρέμβασης οργάνωση και επέκταση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, πέρα και έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της Αγοράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι λύση για τις οικονομικές κρίσεις. Για ν’ αναχθούμε στα σημερινά δεδομένα στο παγκόσμιο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, κατά τους οπαδούς της Σχολής του Σικάγο η κρίση της Οικονομίας παγκοσμίως, λόγω των επιπτώσεων της επιδημίας του Covid-19, θα μπορούσε ν’ αντιμετωπισθεί δίχως κρατική παρέμβαση, αποκλειστιτκώς μέσω των κανόνων «αυτορρύθμισης»! Φυσικά η άποψη αυτή αποφεύγει να υπολογίσει το τεράστιο κόστος ως προς τον Άνθρωπο, απλώς και μόνο διότι ο κοινωνικός κυνισμός της θεωρεί την παράμετρο αυτή «αμελητέα», πράγμα που δείχνει την πλήρη αδυναμία συνύπαρξής της με τις βασικές αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
α2) Κατ’ ακολουθία, η ως άνω αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της Αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης, προϋποθέτει:
Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό μάλιστα έρεισμα- οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.
Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του όγκου των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων. Ιδίως δε εκείνων που διέπουν την δραστηριότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ως «αιχμής του δόρατος» της όλης κρατικής δραστηριότητας.
β) Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης «επιχείρησης απορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
β1) Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του τομέα παρέμβασης του Κράτους, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν, με την δράση τους, νεοπαγείς φορείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αυτή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη, η οποία αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορείας του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτικού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσιας εξουσίας stricto sensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
β2) Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσιακή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριότητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης. Επιχειρείται -ίσως δε κατ’ εξοχήν- και μέσω «νεότευκτων» κανόνων ιδιωτικής προέλευσης και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν οι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες, όπως είναι ιδίως οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες. Όπως επίσης και οι «νεοπαγείς» κανόνες ελέγχου των Μέσων Κοινωνικής δικτύωσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους κανόνες που εφαρμόζει το δημιουργημένο από το ίδιο το Facebook, οιονεί δικαιοδοτικό όργανο, «Oversight Board» για τον έλεγχο της λειτουργίας του[6]. Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δικαίου εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δημόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής καταγωγής, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.
γ) Οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πολιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέλειες του Κανόνα Δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αιτίες του δημοκρατικού ελλείμματος, το οποίο πλήττει καιρίως το σύγχρονο Κράτος Δικαίου. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από την μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων. Και, από την άλλη πλευρά, στην διαρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δράσης αυτής.
γ1) Τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπονομεύει η κρίση της Αρχής της Νομιμότητας. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου Κανόνα Δικαίου να τιθασεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γεγονός το οποίο, κατά τα προλεχθέντα, οφείλεται, ιδίως, στο ότι ο Κανόνας Δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί εποικοδόμημα. Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς ανεπαρκή τον Κανόνα Δικαίου, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του. Επέκεινα, η δράση των κρατικών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν -οιονεί άναρχο- κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεο και σαφές δημοκρατικό υπόβαθρο. Συνακόλουθα, οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την in concreto τήρηση της Αρχής της Νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική του εμβέλεια, θεσμικό «οπλοστάσιο», που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρατικών οργάνων εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα- οργανωμένης Έννομης Τάξης.
γ2) Το κατά τ’ ανωτέρω φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως τρόπου περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, υποσκάπτει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:
Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, πέρα και έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορφωμένων κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικώς δομημένης προέλευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «αρμοδιότητα» των κρατικών οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρατικής θεσμικής καταγωγής, πυλώνες στήριξης του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νομιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Υπό την έννοια, ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζεται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με όλες τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την γενικευμένη αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου.
ΙΙ. Ο σύγχρονος ρόλος του Δικαστή στο πεδίο αποκατάστασης της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου.
Σπουδαιότερος «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του Κανόνα Δικαίου ως προς την αποκατάσταση της κανονιστικής του ισχύος είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και αποτελεσματικής στήριξής του. Πρόκειται για τον Δικαστή, μέσ’ από την οργάνωση και την λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima facie, αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σε αυτή την «σκοτεινή» οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστασης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο Κανόνας Δικαίου, η Έννομη Τάξη, το Κράτος Δικαίου και, εν τέλει, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία θωρακίζεται ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμενόμενη, σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν τον Νομοθέτη. Αρκεί να το θελήσει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών.
Α. Ο Εθνικός Δικαστής.
Ο Εθνικός Δικαστής, πρώτος αυτός, είναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του Νομοθέτη, είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει και την συνταγματότητα των κάθε είδους, υποδεέστερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος, κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει, έτσι, την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους Κανόνες Δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου.
1. Σε αυτή την αποστολή του ο Εθνικός Δικαστής θα κληθεί να υπερασπισθεί την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου φθάνοντας ως τα ακραία όρια μιας νομολογίας, η οποία δίχως βεβαίως να οδηγείται στην ευθεία διάπλαση νέων κανόνων δικαίου -δοθέντος ότι η νομολογία, τουλάχιστον στον χώρο της Έννομης Τάξης των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συνιστά πηγή δικαίου- συμπληρώνει το κανονιστικό πλαίσιο των κείμενων ρυθμίσεων, με οδηγό την μέθοδο συναγωγής κατάλληλων γενικών αρχών.
2. Γενικών αρχών, που ο Εθνικός Δικαστής μπορεί να διαμορφώσει όχι μόνο μέσα στα όρια της οικείας Εθνικής Έννομης Τάξης, αλλά και μέσω της αξιοποίησης της «όσμωσής» της με τους κανόνες τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της νομολογιακής τους επεξεργασίας από το ΔΕΕ, όσο και με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Β. Ο Ευρωπαίος Δικαστής.
Με την σειρά του, ο Ευρωπαίος Δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλλει καθοριστικώς τόσο στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου όσο ακόμη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -οργανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Ακόμη και αν η ως σήμερα στάση του μάλλον φαίνεται να συμβαδίζει με την «παθητικότητα» του Ευρωπαίου Νομοθέτη, ως προς την υπεράσπιση των Ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών. Ποτέ δεν είναι αργά. Και για την ακρίβεια, οφείλει να μην οδηγηθεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις ως προς το δικαιοδοτικό του κύρος. Μόνο που αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κυρίως:
1. Πρώτον, την σύμπλευση του ΔΕΕ με τον Εθνικό Δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών, του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την έννοια, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, καταστροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώνα επικράτησης του Ευρωπαϊκού έναντι του Εθνικού Δικαίου.
α) Πολλώ μάλλον όταν αυτό είναι κανονιστικώς αδύνατο, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί την σημερινή της «πολιτειακή» δομή. Όλως αντιθέτως, η αρμονική ερμηνευτική συνύπαρξη των Εθνικών Έννομων Τάξεων με την Ευρωπαϊκή, δια των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου, θα μπορούσε ν’ αντλήσει απ’ όλο το, lato sensu, Ευρωπαϊκό κανονιστικό πεδίο ως και το τελευταίο επιχείρημα υπεράσπισης της, τόσο απαραίτητης όπως καταδείχθηκε, ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου. Αυτονοήτως, μια τέτοια νομολογιακή συμπόρευση προϋποθέτει διάθεση συνεννόησης και των δύο πλευρών, ήτοι τόσο του ΔΕΕ όσο και του Εθνικού Δικαστή.
β) Κατά τούτο, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό αλλά και απογοητευτικό το παράδειγμα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfG), το οποίο με την πρόσφατη νομολογία του -βλ. τις αποφάσεις Gauweiler, της 21.6.2016 και, κυρίως, Weiss, της 5.5.2020- ήλθε σ’ ευθεία αντίθεση με το ΔΕΕ, κατ’ αποτέλεσμα δε με την Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης[7]. Το ίδιο ανησυχητικό αλλά και απογοητευτικό είναι και το παράδειγμα του Συμβουλίου Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’État), το οποίο με την απόφασή του της 21.4.2021 «French Data Network et autres» «κατοχύρωσε» την υπεροχή του Συντάγματος της Γαλλίας έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, εν συνόλω, τουλάχιστον ως προς τις διατάξεις του εκείνες που, κατά την κρίση του, άπτονται της «συνταγματικής ταυτότητας» της Γαλλίας[8]
2. Δεύτερον, την ενεργοποίηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προς την κατεύθυνση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κενών του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο πλαίσιο της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται, βεβαίως, για γενικές αρχές «θεσμικού χαρακτήρα», που το ΔΕΕ μπορεί να συναγάγει από αυτό τούτο το εν γένει Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ιδίως όμως τέτοιες γενικές αρχές είναι περισσότερο χρήσιμες, όταν συνάγονται, εκ μέρους του ΔΕΕ, από το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, από το «Ευρωπαϊκό Κοινοδίκαιο». Δηλαδή από την κοινή κανονιστική συνισταμένη, η οποία έχει ως ρυθμιστική πηγή το σύστημα όλων των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μ’ επίκεντρο τους κανόνες της συνταγματικής παράδοσης των Κρατών-Μελών.
3. Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κανονιστικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Άλλωστε, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μέρος του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου -άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση- και, ως εκ τούτου, «κριτήριο νομιμότητας» του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου και όλων των πράξεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ρητώς ορίζεται ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε αυτόν έχουν την ίδια έννοια και εμβέλεια μ’ εκείνα της ΕΣΔΑ. Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον ευρύτερη προστασία από την ΕΣΔΑ επιτρέπεται να παρέχει -άρθρο 52 παρ. 3 και 53 ΧΘΔΕΕ και άρθρο 6 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση- στον φορέα των δικαιωμάτων. Μια τέτοια αξιοποίηση πρέπει να τείνει προς δύο, κατά βάση, ερμηνευτικές κατευθύνσεις:
α) Η πρώτη αφορά την ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία τα δύο ως άνω, προστατευτικά των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα -φυσικά καθένα με τη νομική του ιδιοσυστασία- ερμηνεύονται ως κατευθυντήριες γραμμές για την όλη εφαρμογή του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου. Άρα, in dubio, το δίκαιο αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του ΧΘΔΕΕ.
β) Και η δεύτερη αφορά την ερμηνευτική επιταγή, κατά την οποία τα όσα κανονιστικά κενά εμφανίζουν, ενδεχομένως, τα ως άνω κείμενα καλύπτονται με την, και πάλι in dubio, ερμηνεία υπέρ της πληρότητας και της αποτελεσματικότητας του Ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Γ. Ο Διεθνής Δικαστής.
Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφωνα με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
1. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επηρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη, ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους Δικαιώματα του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των Κοινωνικών.
2. Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, με τρόπο που αποβαίνει υπέρ της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ, στην πιο προστατευτική για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου εκδοχή του. Με άλλες λέξεις να εφαρμόζει, με συνέπεια, την αρχή in dubio pro libertate. Και όχι να δικαιοδοτεί αποκλειστικώς την υπό την επιρροή αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογικής κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε του παράγωγου.
Επίλογος
Όπως είναι ευνόητο, στην Ελληνική Έννομη Τάξη ο ρόλος του Διοικητικού Δικαστή -ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιοδοσίας του κατά το Σύνταγμα -κατά την υπεράσπιση της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου αποκτά όλως ιδιάζουσα σημασία.
A. Και τούτο διότι η εμπειρία της σύγχρονης λειτουργίας του Κράτους Δικαίου έχει αποδείξει ότι τη μεγαλύτερη φθορά, εξαιτίας της εγγενούς και της επίκτητης σχετικότητας κατά τ’ ανωτέρω, υφίστανται οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι διαμορφώνουν το πλαίσιο της lato sensu Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων, κατ’ εξοχήν δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας. Σε αυτό το πεδίο ο Διοικητικός Δικαστής καλείται, μέσω της άσκησης της δικαιοδοσίας του, να θωρακίσει πρωτίστως τα φυσικά και νομικά πρόσωπα από τις επιπτώσεις της κρατικής αυθαιρεσίας, την οποία επιτείνει η σχετικοποίηση της κανονιστικής ισχύος του νομικού πλαισίου της Αρχής της Νομιμότητας.
B. Και εδώ ο Δικαστής εν γένει, ιδίως όμως ο Διοικητικός Δικαστής, καλείται να εκπληρώσει την δικαιοδοτική αποστολή του υπέρ του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας -άρα υπέρ της στήριξης των θεμελιωδών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- με στήριγμα την Ανεξαρτησία του, τόσο την Προσωπική όσο και την Λειτουργική. Έχοντας μάλιστα υπόψη του ότι αυτή η διπλή Ανεξαρτησία, με κορωνίδα βεβαίως την λειτουργική πτυχή της, του αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ακριβώς για να εκπληρώσει, στο ακέραιο, την κατά τ’ ανωτέρω δικαιοδοτική του αποστολή. Με γνώμονα αυτή την συναίσθηση καθήκοντος και ευθύνης, τα στελέχη της Δικαιοσύνης έχουν την μεγάλη ευκαιρία να τιμήσουν, όπως αρμόζει στις κρίσιμες σύγχρονες περιστάσεις, την ιστορία της από την ίδρυση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους ως τις μέρες μας.
[1] L.17,D.1,3,17.
[2] Βλ., χαρακτηριστικά, Ino Augsberg, «Die Lesbarkeit des Rechts: Texttheoretische Lektionen für eine postmoderne juristische Methodologie», 2009.
[3] Βλ. Andreas Voßkuhle/ Thomas Wischmeyer, «The Neue Verwaltungsrechtswissen-schaft against the Backdrop of Traditional Administrative Law Scholarship in Germany», σε Susan Rose-Ackerman/Peter L. Lindseth/Blake Emerson (επιμ.), Comparative Administrative Law, 2η έκδοση, 2017, σελ. 85-102.
[4] Βλ. Στέφανου Τραχανά, «Το φάντασμα της όπερας – Η επιστήμη στον πολιτισμό μας», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2014, σελ. 27.
[5] Βλ.,Georg Jellinek, «Allgemeine Staatslehre», όπ.παρ., σελ. 337 επ.
[6] Βλ. Π. Παυλόπουλου, Νεοπαγείς κανόνες ελέγχου των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Ένα φαινόμενο ρυθμιστικής παρέμβασης της Κοινωνίας των πολιτών στο πλαίσιο της Παγκοσμιοποίησης, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τ. Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2021, σελ. 9 επ.
[7] Περισσότερα βλ. in Π. Παυλόπουλου, « Ένα “πάρθιο βέλος” κατά της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης; Η αντιπαράθεση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2020.
[8] Βλ. σχετικό σχόλιο του Π. Παυλόπουλου στη ιστοσελίδα www.constitutionalism.gr, Όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης.