Οι εξελίξεις οδήγησαν τους Τούρκους να αναθεωρήσουν την ακραία, όσο και αλαζονική στάση τους, απέναντι στους δυτικούς τους συμμάχους.
Βλέποντας την απομόνωση στην οποία περιέρχονται σταδιακά, χωρίς από την άλλη να έχουν κατορθώσει να γίνουν η ηγέτιδα δύναμις του μουσουλμανικού κόσμου, όπως οραματιζόταν ο Ταγίπ Ερντογάν, κάνουν στροφή προς το ρεαλισμό. Και δυστυχώς οι Αμερικανοί, όπως και οι περισσότεροι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, αποδέχονται και θέλουν να ενθαρρύνουν αυτή την στροφή.
Τέτοιες εξελίξεις πρέπει να αξιολογούνται και να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπ’ όψιν από την Αθήνα, που πολύ εύκολα ενθουσιάζεται από συγκυριακές εξελίξεις που οδηγούν την Τουρκία σε αναδίπλωση, ενώ πεισματικά αρνείται να δει τις δυσμενείς επιπτώσεις που έρχονται για την ευρύτερη περιοχή.
Σε μια τέτοια συγκυρία βρισκόμαστε τώρα. Από την μία η Ελλάδα προχωρεί προς την υπογραφή πενταετούς (και όχι ετησίας) συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, ενώ από την άλλη η Άγκυρα, βλέπει το ενδεχόμενο να αρχίσουν να απομακρύνονται οι αμερικανικές βάσεις από το έδαφός της.
Πρόκειται για εξελίξεις που έχουν σημάνει συναγερμό στο επιτελείο του Ερντογάν και που οδηγούν την τουρκική διπλωματία να προσφέρει «γην και ύδωρ», να παραχωρεί πάντα στην Ουάσιγκτον στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις εντός του πλαισίου και των μηχανισμών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Στόχος είναι διοικητικές μονάδες και στρατιωτικές εγκαταστάσεις να γίνουν ή να παραμείνουν σε τουρκικό έδαφος και να μην πάνε σε άλλες συμμαχικές χώρες.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες από την Διεθνή Γραμματεία του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, οι Τούρκοι φέρονται να αποδέχονται παλαιές και νέες διοικητικές δομές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις να είναι υπό αποκλειστικά αμερικανική διοίκηση σε τουρκικό έδαφος. Και τούτο δε σε μια προσπάθεια να πεισθεί η αμερικανική κυβέρνηση να τις κρατήσει ή να τις εγκαταστήσει στην Τουρκία.
Με τον τρόπο αυτό η τουρκική κυβέρνηση, ο υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και ο Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν ελπίζουν να πείσουν τους Αμερικανούς να ικανοποιήσουν τα δικά τους αιτήματα, να αποκλείσουν γειτονικές χώρες από την προσέλκυση νέων καίριας σημασίας εγκαταστάσεων του ΝΑΤΟ και να ενισχύσουν τη δική τους θέση, τόσο εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας όσο και αναφορικά προς την στήριξη των αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Πρώτη επίπτωση που αφορά στην Ελλάδα, είναι η απόρριψη από τις ΗΠΑ της προοπτικής να δημιουργηθεί μια βάση στην Σκύρο, νησί με στρατηγική θέση, όσον αφορά στον έλεγχο των στενών του Ελλησπόντου και την αποτροπής μαζικής εξόδου ρωσικών πλοίων. Θεωρούν οι Αμερικανοί ότι αν η βάση στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης την οποία έχουν συμφωνήσει συνδυασθεί με μία ακόμη στην περιοχή της Θράκης, επαρκεί για να καλύψει τα επιχειρησιακά τους δεδομένα. Στην Θράκη λοιπόν θα είναι οι νέες βάσεις που θα έχουν, μετά την Σούδα, σε ελληνικό έδαφος.
Τούτων δοθέντων τόσο το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών όσο και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας οφείλουν να είναι σε συνεχή εγρήγορση, ώστε να αποτραπούν δυσάρεστες εξελίξεις για τα εθνικά συμφέροντα και να υπάρξει ανάσχεση των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων, που δεν αλλάζουν, αλλά απεναντίας προωθούνται με συνέπεια, ανεξαρτήτως προσώπων που βρίσκονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες. Και θα συνεχίσουν να απασχολούν την Ελλάδα και όλες τις γειτονικές με την Τουρκία χώρες.
Στο πλαίσιο της ελληνικής αντίδρασης εντάσσεται και η περιοδεία την οποία προτίθεται να κάνει στην Θράκη ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Είναι η στιγμή κατά την οποία το ελληνικό Κράτος πρέπει να δείξει ότι μπορεί να σταθεί απέναντι στις προκλήσεις της στιγμής.
Προ μιας υποχωρούσης Τουρκίας, η Ελλάδα πρέπει να δείξει στην μειονότητα της Θράκης, ποιος είναι ο ισχυρός και σταθεροποιητικός παράγων. Και αυτό ο κ. Δένδιας μπορεί να το πράξει κατά τον καλύτερο τρόπο. Από την άλλη με τον τρόπο αυτό, καθίσταται προφανές και για τις ΗΠΑ το ενδιαφέρον των Αθηνών για την Αλεξανδρούπολη, ώστε να αντιληφθούν ότι ο αξιόπιστος σύμμαχος στην περιοχή είναι μόνον η Ελλάδα.