Γραφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Στα χθεσινά ρεπορτάζ στον ημερήσιο Τύπο, περίοπτη θέση κατείχε η αναφορά της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, στα πλαίσια ενός σύντομου δημόσιου απολογισμού της 16ετούς θητείας της, ότι την περίοδο της κρίσης, η πιο δύσκολη στιγμή που αντιμετώπισε, ήταν όταν ζήτησε «τόσα πολλά από τους πολίτες στην Ελλάδα». Ποτέ άλλοτε ίσως, πολιτική δήλωση μιας αράδας, δεν παραδέχτηκε τόσα πολλά.
Δεν θα αναλύσω καθόλου τη δήλωση αυτή από την άποψη της «πολιτικής ηθικής», της ανάληψης δηλαδή της πολιτικής ευθύνης, για μια κατάσταση που χαρακτηρίστηκε από μια πρωτοφανή βαναυσότητα και που επεβλήθη σε ένα λαό από τις κυβερνήσεις της καγκελαρίου Μέρκελ, υπό τον συλλογικό μανδύα της Τρόικα, μέσω των Μνημονίων. Θα αρκεστώ σε τρεις-τέσσερις σύντομους σχολιασμούς.
Πρώτα απ’ όλα, η δήλωση αφαιρεί και το τελευταίο φύλο συκής, από όσους προπαγάνδιζαν, εντός και εκτός (των ελληνικών) συνόρων, πως τα Μνημόνια, είχαν γραφεί από «ελληνικά χέρια», διαφορετικά, γιατί θάπρεπε ένας ξένος ηγέτης, να απολογηθεί για το σκληρό περιεχόμενό τους; (Αυτό δεν υποκρύπτει η δήλωση της καγκελαρίου;) Θα μπορούσε απλά να τα αναγνωρίσει ως «ιδιοκτησία» των (Μνημονιακών) ελληνικών κυβερνήσεων και να τα καταγγείλει (ή έστω να τα σχολιάσει) ως προς το περιεχόμενό τους, αλλά μονάχα αυτό.
Δεύτερον, νομίζω πως κανείς άλλος Ευρωπαίος ηγέτης, δεν θα περιελάμβανε στον κυβερνητικό του απολογισμό, για εκείνη την περίοδο, την ευθύνη του περιεχομένου των Μνημονίων, και επομένως των μέτρων που επιβάλλονταν μέσω αυτών, σαν συνέπεια της αμέσως παραπάνω σημείωσης περί της «ιδιοκτησίας» των Μνημονίων. Μόνο η Γερμανίδα καγκελάριος μπορεί να το κάνει αυτό, διότι ΜΟΝΟ η Γερμανία είχε αποφασιστικό λόγο για το περιεχόμενό τους. Επομένως, η άνω δήλωση της καγκελαρίου, επιβεβαιώνει εμμέσως πλην σαφώς, όχι μόνο τον καταλυτικό ρόλο της Γερμανίας στην επιβολή των Μνημονίων, μα και ότι γράφτηκαν με «γερμανικά χέρια», δηλαδή, την γερμανική τους «ιδιοκτησία».
Τρίτον, η δήλωση της καγκελαρίου, δεν επιβεβαιώνει μονάχα τα ανωτέρω, αλλά, επιβεβαιώνει και τον καταλυτικό ρόλο της Γερμανίας, στα συνωδά πολιτικά και πολιτειακά φαινόμενα που ακολουθούσαν κατά πόδας τις διαδικασίες επιβολής των Μνημονίων, με κυριότερα, την πρωτοφανή παρέμβαση της Γερμανίας (μέσω της Τρόικα), στην ίδια την λειτουργία των Θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας (κυβέρνηση και Βουλή), αλλά και στην συνταγματική εκτροπή, καταπατώντας, πλήθος συνταγματικών διατάξεων, από ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, έως και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και λειτουργίας του πολιτεύματος, και έως τις παρεμβάσεις στις ελληνικές εθνικές εκλογές, ιδίως των ετών 2012 και 2015, αλλά και του Δημοψηφίσματος του τελευταίου αυτού έτους.
Τέταρτον, η άνω δήλωση της καγκελαρίου, σε συνδυασμό και με τις παραπάνω παρατηρήσεις μας, κυριολεκτικώς, «κρεμά» (πολιτικά), τις Μνημονιακές ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και τις εκάστοτε Μνημονιακές πλειοψηφίες στη Βουλή, που πάσχιζαν να πείσουν ότι δεν λειτουργούσαν ως ενεργούμενα της γερμανικής κυβέρνησης (ή έστω της Τρόικα) και πως τα Μνημόνια αποτελούσαν σκληρές μεν, πλην αναγκαίες αποφάσεις για τη «σωτηρία» της ελληνικής οικονομίας και πάντοτε εν ονόματι του «γενικού» συμφέροντος, και σε κάθε «γραμμένα» από «ελληνικά χέρια», από «εθνικά κυρίαρχες» ελληνικές κυβερνήσεις.
Όμως, δεν χρειαζόταν καμία δήλωση της γερμανίδας καγκελαρίου, για να αφαιρεθούν τα άνω φύλα συκής που προσπαθούσαν να κρύψουν τον βαθμό υποτέλειας των Μνημονιακών κυβερνήσεων και της κατάλυσης του Συντάγματος. Ήταν άλλωστε τόσο το μέγεθος της υποτέλειας και της συνταγματικής εκτροπής, ώστε μονάχα όποιος δεν ήθελε να τα δει δεν τα έβλεπε, και μονάχα όποιος αισθάνονταν στο ένα ή τον άλλο βαθμό ενοχικά υπόλογος για τα Μνημόνια και τις πολλαπλές τους συνέπειες (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτειακές), πάσχιζε να κρυφτεί πίσω από ένα έωλο εφευρημένο γενικό συμφέρον, που προβάλλονταν (και συχνά επικυρώνονταν και από την Δικαιοσύνη) και προπαγανδίζονταν, ώστε, τουλάχιστον αυτό, να μπορούν αργότερα να ισχυρίζονται πως τελικώς, το «γενικό συμφέρον» είναι θέμα «υποκειμενικής» ερμηνείας εκ μέρους του καθένα. Όμως, σε μια Δημοκρατία, το γενικό συμφέρον, ΤΕΛΙΚΩΣ, εννοιολογείται από τον ίδιο τον λαό, από την ίδια την Κοινωνία. Κι αυτό το «γενικό συμφέρον», όπως ο λαός το αντιλαμβανόταν σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, πουθενά δεν εφάπτονταν (καν) με την αντίληψή του εκ μέρους όσων επικροτούσαν τα Μνημόνια και ιδίως όσων τα επέβαλαν ή τα επικύρωναν ως δικαστές.
Και φυσικά, δεν μπορώ να τελειώσω το παρόν άρθρο μου, χωρίς να υπογραμμίσω, την υποκρισία της άνω δήλωσης. Δεν είναι δήλωση συγγνώμης, για όλα τα παραπάνω που ενδεικτικά αναφέρθηκαν ως συνέπειες των (γερμανικής «κατασκευής» και «προέλευσης») «ελληνικών» Μνημονίων. Είναι απλώς δήλωση που αφορά τον «βαθμό δυσκολίας» που ανέκυψε κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας πολιτικής που αφορούσε ένα άλλο Κράτος. Ένα είδος δηλαδή, δυσκολίας στα πλαίσια του «μάνατζμεντ» ενός ζητήματος. Τόσο απλά. Τώρα, το αν αυτή η πολιτική, προέβλεπε μέτρα που έφεραν ανθρώπους στα όρια των φυσικών τους αντοχών και ανοχών, με μερικές χιλιάδες εξ αυτών, να φθάνουν στην αυτοκτονία, το αν φτωχοποίησε ένα ολόκληρο λαό, το αν κατέστρεψε τον παραγωγικό ιστό μιας οικονομίας, το αν αδιαφόρησε για την ίδια την λειτουργία της Δημοκρατίας και των προνοιών του Συντάγματος της Χώρας, το αν η εταιρική «αλληλεγγύη» μεταβλήθηκε σε ένα (ομολογημένο κι αυτό με παλαιότερες δηλώσεις της καγκελαρίου) παίγνιο «δούναι και λαβείν», (επί πλέον, η ίδια, η Άνγκελα Μέρκελ,, το 2015 όταν επιβάλλονταν το τρίτο Μνημόνιο, χρησιμοποίησε τον όρο «αλληλεγγύη έναντι ανταπόδοσης», βλέπε «Ευχαριστώ» Μέρκελ στον Σόιμπλε για την ελληνική κρίση, 14.12.2015, εις https://www.megatv.com/2015/12/14/euxarist-merkel-ston-soimple-gia-tin-elliniki-krisi), το αν η εθνική κυριαρχία περιορίστηκε σε βαθμό που δύσκολα διακρίνονταν από την ουσιαστική της κατάλυση, το αν ένας λαός, λοιδορήθηκε και υβρίστηκε, όλα αυτά, και άλλα ακόμα, δεν ήταν παρά «παράπλευρες απώλειες» ενός «πολέμου». Μονάχα όμως, που στην ελληνική περίπτωση, αυτές οι «παράπλευρες απώλειες», ήταν τέτοιου μεγέθους, ώστε όταν αθροίζονταν τα «κομμάτια», δεν συνιστούσαν τμήμα μιας συνολικής ζημίας, αλλά την ίδια την συνολική ζημία. Επομένως, εδώ δεν είχαμε «παράπλευρες» απώλειες, είχαμε μια και μοναδική τεράστια εθνική ζημία.
Όμως, όλες τις άνω συνέπειες της γερμανικής εμπλοκής στην ελληνική κρίση, η Γερμανίδα καγκελάριος, δεν είχε την πολιτική τόλμη και την ατομική ευθιξία να αναφέρει, ουδέ καν να υπαινιχθεί, ή τουλάχιστον, να δώσει ένα σύντομο περίγραμμα της δικής της εκδοχής (στα πλαίσια του δημόσιου απολογισμού της 16ετούς θητείας της στην καγκελαρία).
Όμως, ακόμα κι έτσι, η δήλωση της καγκελαρίου, έχει τη σημασία της, έστω για τους λόγους που ανωτέρω ενδεικτικά σημειώνουμε για την εμπλοκή του «γερμανικού παράγοντα» στην ελληνική Κρίση, με κυριότερη, τα περί αφαιρέσεως κάποιων φύλων συκής για τα οποία κάναμε λόγο ανωτέρω, κάτι που ασφαλώς ενδιαφέρει, όσους Έλληνες πολιτικούς βολεύονταν (ή νόμιζαν ότι βολεύονταν) με την ύπαρξή τους.