Ο εφιάλτης της πανδημίας στο Ισραήλ όχι μόνο επέστρεψε, αλλά έχει σπάσει κάθε ρεκόρ. Ο μέσος όρος των νέων κρουσμάτων ημερησίως για την τελευταία εβδομάδα, ξεπέρασε τα 10.000, σε μία χώρα με μικρότερο πληθυσμό από την Ελλάδα. Ενώ προχθές τα κρούσματα ξεπέρασαν τις 15.000 μέσα σε μία ημέρα.
Ακόμα και στο ποσοστό θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, το Ισραήλ έφτασε τις εφιαλτικές επιδόσεις της Ελλάδας, η οποία βρίσκεται στις πρώτες χώρες του πλανήτη σε θνησιμότητα.
Ειδικά το δεύτερο δεδομένο είναι ανεξήγητο, διότι το Ισραήλ έχει ένα εξαιρετικό δημόσιο σύστημα υγείας, με ισχυρή πρωτοβάθμια περίθαλψη, γεγονός που τον βοηθούσε να κρατήσει τους θανάτους χαμηλά.
Το Ισραήλ έφτασες σε θνησιμότητα και την Ελλάδα
Παρά το ότι η μεσογειακή χώρα ήταν πρότυπο στο πρόγραμμα εμβολιασμών, και μάλιστα είχε αναστείλει τα περισσότερα περιοριστικά μέτρα πριν από λίγους μήνες θεωρώντας ότι με το εμβόλιο της Pfizer έχει καταφέρει να χαλιναγωγήσει την πανδημία, τα τελευταία στοιχεία έχουν προκαλέσει εθνικό αλλά και παγκόσμιο σοκ.
Φαίνεται ξεκάθαρα ότι παρά τον ευρύ εμβολιασμό της πλειοψηφίας του πληθυσμού, το Ισραήλ δεν κατάφερε να χτίσει τείχος ανοσίας με τα εμβόλια.
Στον αντίποδα η Σουηδία, φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα. Η χώρα είχε πάρει ένα τεράστιο ρίσκο, χωρίς να λάβει κανένα περιοριστικό μετρό, χωρίς να κλείσει τίποτα και με το ποσοστό εμβολιασμού να είναι χαμηλό και απολύτως στοχευμένο. Για παράδειγμα, εμβολιάστηκαν κυρίως οι ευπαθείς ομάδες και οι μεγάλοι σε ηλικία, ενώ οι νεαρές ηλικίες δεν πιέστηκαν προκειμένου να εμβολιαστούν.
Το αποτέλεσμα είναι η Σουηδία να καταγράφει ιστορικά χαμηλά σε κρούσματα και θανάτους, γεγονός που δείχνει ότι παρά την συνεχή ανυπαρξία περιοριστικών μέτρων, έχει επιτύχει το περιβόητο τείχος ανοσίας. Πλήρωσε βέβαια στην αρχή ένα βαρύ τίμημα, με 14.000 νεκρούς, τώρα όμως φαίνεται ότι δικαιώνεται. Έχοντας κρατήσει μάλιστα τόσο στην οικονομία όσο και την κοινωνία όρθια.
Τα συμπεράσματα βεβαίως οφείλουν να τα μελετήσουν οι ειδικοί στην Ελλάδα, που μέχρι σήμερα θεωρούσαν το μοντέλο του Ισραήλ ως το ιδανικό, χωρίς όμως η χώρα μας να διαθέτει τον αριθμό μονάδων εντατικής θεραπείας και την ποιότητα πρωτοβάθμιας περίθαλψης της φίλης χώρας.