Με αφορμή την αποτυχημένη επιχείρηση απεγκλωβισμού των Αφγανών που συνεργάστηκαν με τους Έλληνες αξιωματικούς στην Καμπούλ, το vradini.gr θυμάται σήμερα, άλλες επιχειρήσεις πολύ πιο δύσκολες, που στο παρελθόν στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία.
Πρόκειται για την επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας” όπου απεγκλωβίστηκαν πριν από 28 χρόνια τέτοιες μέρες Αυγούστου, από το Σοχούμι της Γεωργίας (η αρχαία Διοσκουριάδα) περίπου 2000 Έλληνες Πόντιους και για την επιχείρηση “Κοσμάς Αιτωλός” που απεγκλώβισε το 1997 Έλληνες από την Αλβανία, όταν η γειτονική χώρα καίγονταν στην κυριολεξία από τον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε όταν χιλιάδες αποταμιευτές έχασαν περιουσίες μιας ζωής εξαιτίας των “πυραμίδων” που χρεώθηκε η κυβέρνηση Μπερίσα.
Σήμερα θα θυμηθούμε την επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας” η οποία ήταν η πλέον δύσκολη όλων, αφού δεν υπήρξε προηγούμενο.‘Ηταν η πρώτη επιχείρηση εκκένωσης που σχεδίασαν και εκτέλεσαν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, και ολοκληρώθηκε τέτοιες μέρες πριν από 28 χρόνια.
Κοινός παρονομαστής αμφοτέρων των επιχειρήσεων, ήταν πως την επιχειρησιακή ευθύνη την είχαν οι Ένοπλες Δυνάμεις, και τον πολιτικό συντονισμό το υπουργείο Εξωτερικών. Αμφότερες επίσης, έγιναν γνωστές μετά την επιτυχή κατάληξή τους, και όχι πριν…
Στο Σοχούμι είχε ξεσπάσει ο λεγόμενος “πόλεμος της Αμπχαζίας” και οι Έλληνες βρέθηκαν στη μέση, μεταξύ των αντιμαχόμενων Αμπχάζιων και των Γεωργιανών.
Να κάνουμε μια αναδρομή για να υπάρχει καλύτερη εικόνα στον αναγνώστη. Η Δημοκρατία της Αμπχαζίας με πρωτεύουσα το Σουχούμι, ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Γεωργία, το 1990 και παραμένει ανεξάρτητη περιοχή, η οποία όμως είναι αναγνωρισμένη μόνο από τη Ρωσία.
Η έναρξη των επιχειρήσεων στη περιοχή της Αμπχαζίας που βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Γεωργίας, ξεκίνησε το 1992-1993, και αν και στοίχισε δεκάδες χιλιάδες θύματα και 250.000 εκτοπισμένους, δεν έλαβε ποτέ την δημοσιότητα που άξιζε από τα διεθνή ΜΜΕ.
Να σημειώσουμε ότι η ένταση μεταξύ Γεωργίας-Αμπχαζίας είχε εκδηλωθεί από το 1970, όταν η Μόσχα πίεζε την Τιφλίδα για να πέσουν οι τιμές στα φρούτα και στο κρασί που προμηθευόταν η Ρωσία από την Αμπχαζία. Το 1988 οι προστριβές πήραν τον χαρακτήρα αγώνα ανεξαρτησίας της Αμπχαζίας από τη Γεωργία και το 1992 η διαμάχη κορυφώθηκε όταν κατά τη διάρκεια επίσκεψης αντιπροσωπείας της Γεωργίας στην Αμπχαζία, αυτονομιστές της περιοχής έστησαν ενέδρα στη αποστολή της Γεωργίας….
Οι Αμπχάζιοι, έχοντας υποστεί τη βία των Γεωργιανών και θέλοντας να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους ξεκίνησαν αυτόν τον πόλεμο εναντίον τους. Οι Έλληνες που στις προηγούμενες σταλινικές διώξεις είχαν κατακρεουργηθεί, βρέθηκαν τώρα ανάμεσα στα πυρά των δύο αντιμαχομένων. Ένας ακμαίος ελληνισμός, που βρήκε το κουράγιο να χτίσει από την αρχή τα σπίτια του, τα σχολεία του, τις δομές του – ερήμην του ελληνικού κράτους, κινδύνευε και πάλι να αφανιστεί. Εκείνη την περίοδο κατοικούσαν στην Αμπχαζία περίπου 15 με 20 χιλιάδες Έλληνες.
Αυτός ήταν ο καμβάς της περιόδου εκείνης κατά την οποία ξέσπασε ο πόλεμος.
Όταν έγινε γνωστός ο εγκλωβισμός των Ελλήνων ομογενών, στο υπουργείο Εξωτερικών κηρύχθηκε συναγερμός. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Μιχάλης Παπακωνσταντίνου ενημέρωσε τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ενώ απευθύνθηκε στη ρωσική πρεσβεία για συνεργασία προκειμένου να πιεστούν οι γεωργιανοί και οι Αμπχάζιοι, οι οποίοι είχαν τη στήριξη της Μόσχας. Οι Ρώσοι τότε, πάσχιζαν να βγουν από την ανυποληψία που προκάλεσε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, και η οργανωμένη κρατική δομή για διεθνείς συνεργασίες ήταν πολυτέλεια για τη Μόσχα. Η ρωσική πρεσβεία εξήγησε ότι δεν μπορεί να εμπλακεί σε ξένη χώρα, και κάλεσε την ελληνική πλευρά να απευθυνθεί στους Γεωργιανούς.
Στην Τιφλίδα, επικρατούσε αναβρασμός, και η χώρα ήταν σε έναν διαρκή εμφύλιο. Πρόεδρος ακόμη ήταν ο Σβιάντ Γκαμσαχουρντία, ο οποίος έφυγε λίγους μήνες αργότερα από τη ζωή, με μια περίεργη “αυτοκτονία’ στα 54 του χρόνια. Θεωρούνταν “πολέμαρχος” και ήταν αντίπαλος του πρώην Υπ.Εξ της ΕΣΣΔ Ένβαρντ Σεβαρτνάντζε ο οποίος ανέλαβε την εξουσία λίγο αργότερα, και δίωξε απηνώς τους υποστηρικτές του Γκαμσαχουρντία.
(Οι δυο τους είχαν προηγούμενα, όταν ο Σεβαρτνάντζε την δεκαετία του 70 -Γραμματέας τότε του ΚΚ της Γεωργίας- είχε συλλάβει τον Γκαμσαχουρντία και τον εκτόπισε κατηγορώντας τον για αντισοβιετικές ενέργειες).
Πάντως τότε στη Γεωργία δεν υπήρχε αξιόπιστη κρατική δομή με την οποία θα μπορούσε να συνεννοηθεί η ελληνική πλευρά.
Η ελληνική πλευρά απευθύνθηκε στους Αμερικανούς για βοήθεια, και άκουσε πάλι τα ίδια. “Δεν μπορούμε” ήταν η απάντηση του Μάϊκλ Σωτήρχου, τότε ακόμη πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα.
Σε σύσκεψη υπό τον Μητσοτάκη στο Μαξίμου στις αρχές του καλοκαιριού, και την συμμετοχή μεταξύ άλλων των Παπακωνστατίνου (υπ.Εξ.), Βαρβιτσιώτη (υπ.Αμυνας) και της υφ.Υπ.Εξ Βιργινίας Τσουδερού, αποφασίστηκε να δράσει η Ελλάδα αυτοβούλως, χωρίς να αναμένει βοήθεια τρίτων.
Τις επόμενες μέρες, προκλήθηκαν στο Υπ.Εξ οι αρχηγοί ΓΕΕΘΑ ΓΕΣ και Ναυτικού, στρατηγοί Σκαρβέλης, Καπραβέλος, και ο ναύαρχος Δρίκος, ώστε να συνεισφέρουν με τις επιχειρησιακές τους γνώσεις στην προσπάθεια. Στη συνέχεια όλες οι συσκέψεις γίνονταν στο Άμυνας, ενώ τον πολιτικό συντονισμό τον είχε κατοπιν εντολής του Μαξίμου, η υφ.υπ.Εξ Βιργινία Τσουδερού τοτε αρμόδια για τις περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ.
Μετά από πολλές συσκέψεις αποφασίστηκε να ξεκινήσει σταδιακά ο απεγκλωβισμός των ομογενών, ο οποίο γίνονταν με το σταγονόμετρο.
Όσοι έφυγαν νωρίτερα, κατέβηκαν με κινδύνους στο Βατούμ και απο εκεί μέσω Τουρκίας έφταναν στην Ελλάδα.
Ελάχιστοι καθημερινά κατόρθωναν να φύγουν από την εμπόλεμη ζώνη, ενώ περίπου δυο χιλιάδες έλληνες πόντιοι, έμειναν εγκλωβισμένοι. Αποφασίστηκε ο άμεσος απεγκλωβισμός τους με κάθε θυσία.
Έπεσε στο τραπέζι η ιδέα του εναέριου απεγκλωβισμού, αλλά μετά από συνεννοήσεις με το ΓΕΑ και τις αρχές της Γεωργίας, έγινε αντιληπτό ότι ουδείς μπορούσε να διασφαλίσει την ασφάλεια του εναέριου χώρου της Αμπχαζίας.
Η μόνη λύση που απέμενε για την μαζική εκκένωση, ήταν απο θαλάσσης. Μέσω της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, ενημερώθηκαν οι γεωργιανές αρχές, ώστε να ενημερώσουν με τη σειρά τους τους ομογενείς που ζούσαν διάσπαρτοι στην ευρύτερη περιοχή.
Θα στέλνονταν ένα εμπορικό πλοίο (πολεμικό δεν ήταν δυνατόν να σταλεί) με ένα μέρος του πληρώματος και καπετάνιο στρατιωτικούς.
Για την ακρίβεια, περίπου 20 “μέλη” του πληρώματος με ναυτικά φυλλάδια, ήταν σκληροτράχηλοι άνδρες των ΟΥΚ και των Αλεξιπτωτιστών, χωρίς όπλα επισήμως. Ανεπισήμως όπως, σύμφωνα με τις πηγές που υπήρχαν τότε, ήταν πολύ καλά κρυμμένα σε διάφορες κρύπτες του πλοίου ελαφρά και βαριά όπλα, ανάλογα με την ανάγκη που θα προέκυπτε. Τα όπλα υπήρχαν για την ασφάλεια του πλοίου και του πληρώματος…
Πριν από αυτό όμως, έπρεπε να προετοιμαστεί το έδαφος, και να οργανωθεί η επιχείρηση απεγκλωβισμού. Το πλοίο έπρεπε να έρθει την ημέρα αναχώρησης, και μόνο. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια παραμονής σε μια εμπόλεμη περιοχή.
Αποφασίστηκε τότε να σταλούν υπό την κάλυψη του υπουργείου Εξωτερικών άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων και τον ΟΥΚ με διαβατήρια διπλωματικά, ως στελέχη του Υπ.Εξ. που θα έρχονταν σε επαφή με την ομογένεια, μαζί με…κανονικούς υπαλλήλους του υπουργείου, από την πρεσβεία μας στη Μόσχα. Αυτοί, με μεγάλη υπομονή συγκέντρωσαν τα στοιχεία όλων των ομογενών που απέμειναν, και τα έστειλαν στο ΥπΕξ ώστε να ετοιμαστούν τα διαβατήρια μιας χρήσεως.
Είναι ακόμη στο σκοτάδι όλοι αυτοί που έκαναν την προεργασία, αλλά πρέπει να πούμε, ότι με κίνδυνο των ζωών τους, ανέβαιναν στα άγνωστα γιαυτούς χωριά της περιοχής, να ενημερώσουν τους ομογενείς ώστε να είναι προετοιμασμένοι. Και αυτή η ιστορία κράτησε μέρες, σε μια περιοχή με πρωτόγονες υποδομές και μέσα, χωρίς κανένα υποστηρικτικό μέτρο από την Αθήνα, παρά μόνο με την αποφασιστικότητα τον πατριωτισμό και τον επαγγελματισμό τους…
Η επιχείρηση ανατέθηκε στον αντιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού Βασίλη Ντερτιλή. Έναν εξαιρετικό και άριστο αξιωματικό, ο οποίος είχε ένα “πρόβλημα”. Ήταν ο γιος του χουντικού στρατιωτικού και φυλακισμένου ισόβια τότε, απότακτου συνταγματάρχη Νίκου Ντερτιλή, αλλά ο ίδιος ήταν δημοκρατικών φρονημάτων χωρίς ποτέ να δώσει δικαίωμα για το αντίθετο.
Ο Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι ένας άριστος αξιωματικός είναι πρώτα άριστος αξιωματικός και μετά οτιδήποτε άλλο, και μέσω Νικου Γρυλλάκη, διέταξε “να τελειώνει η δουλειά”. Δεν είναι τυχαίο ότι τον εμπιστεύθηκε αργότερα και ο Γεράσιμος Αρσένης πρώτον υπουργός Άμυνας του ΠΑΣΟΚ το 1993, ενώ και ο ΑΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης, τον περιέβαλλε με την εμπιστοσύνη του. Ο Ντερτιλής να σημειώσουμε παραιτήθηκε αργότερα επί κυβερνήσεων Σημίτη, όταν οι “εκσυγχρονιστές” στο ΠΝ του έκαναν τη ζωή δύσκολη, ορίζοντας επικεφαλής Ειδικών Επιχειρήσεων ανθρώπους “άσχετους και επικίνδυνους” όπως εκμυστηρεύθηκε αργότερα ο Ντερτιλής σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Φεύγει αεροπορικώς
Ο Βασίλης Ντερτιλής αποφασίστηκε με φύγει αεροπορικώς ώς μέλος του υπουργείου Εξωτερικών. Και με το “καλημέρα” ξεκίνησαν τα προβλήματα.
Οι συνδικαλιστές των ελεγκτών κυκλοφορίας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, έκαναν…στάση!
Πριν από τον Ντερτιλή είχαν φτάσει στο Σοχούμι μια ομάδα βατραχανθρώπων ως υπάλληλοι του Υπ.Εξ. Άοπλοι…
Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους ενημερώνει ότι θα υπάρξει σημαντική καθυστέρηση στην πτήση λόγω στάσης εργασίας των ελεγκτών.
Ο Ντερτιλής ακούγοντας την ανακοίνωση του πιλότου, σηκώθηκε από τη θέση του, είπε ότι είναι απόλυτη εθνική ανάγκη να πετάξει το αεροσκάφος και ζήτησε από τον κυβερνήτη να επικοινωνήσει με το ΥΠΕΞ. Σοκαρισμένος ο πιλότος που δεν γνώριζε τι συμβαίνει, επικοινωνία με το Υπ.Εξ. και ο Ντερτιλής ζητά να μιλήσει επειγόντως με την Τσουδερού. Της εξηγεί τι συμβαίνει και τον παρακαλώ να επικοινωνήσει με το γραφείο του υπουργού σε ένα λεπτό, αφού πρώτα τον ενημερώσει. Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου ακούει τον Ντερτιλή να του εξηγεί την κατάσταση, και νεαρός διπλωμάτης τότε, που υπηρετούσε στο γραφείο του υπουργού, και κατάγονταν από την ίδια περιοχή, εξηγούσε αργότερα την δεκαετία του 2000, σε συνομιλητές του, πως “πρώτη φορά είδα τον Παπακωνσταντίνου να αντιδρά σαν καραγωγέας και αχθοφόρος του λιμανιού, εξαπολύοντας κάθε γνωστή ή άγνωστη βρισιά που υπήρχε στην ελληνική γλώσσα”. Ο Παπακωνταντίνου ανέλαβε ο ίδιος να επικοινωνήσει με το συνδικαλιστικό φορέα των Ελεγκτών, και τόνισε ότι “μέσα στο αεροσκάφος που πάει για Γεωργία υπάρχουν άτομα που πρέπει να φτάσουν εγκαίρως για εθνικούς λόγους, που αφορούν την ασφάλεια της χώρας, και πρέπει να πετάξουν αμέσως χωρίς άλλη καθυστέρηση”.
Οι συνδικαλιστές έκαναν πίσω όπως ήτα φυσικό και το αεροπλάνο απογειώθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Ο Ντερτιλής έφθασε στο Σοχούμι, βρήκε τους άνδρες τους και εκτίμησε την κατάσταση.
Εδώ να σημειώσουμε ότι από τις πολεμικές συγκρούσεις Γεωργιανών και Αμπχάζιων είχαν χάσει μέχρι τότε τη ζωή τους ήδη 200 ομογενείς! Δεν υπήρχε χρόνος για τους 2000 που είχαν απομείνει. Με τη βοήθεια των υπαλλήλων που αναφέραμε, είχε οργανωθεί η συγκέντρωση των στοιχείων για τη διανομή διαβατηρίων μιας χρήσεως (της πρώην ΕΣΣΔ) για την εκκένωση των ελληνικών χωριών από την ορεινή Αμπχαζία.
Δεκαπενταύγουστος
Ξημέρωμα 15 Αυγούστου ο Ντερτιλής και οι άνδρες του είχαν έτοιμους όχι μόνο τους 2000 ομογενείς για επιβίβαση σε ελληνικό επιβατηγό πλοίο που ανέμενε έξω από το λιμάνι. Ο Ντερτιλής είχε εξασφαλίσει την ανοχή και ίσως και την προστασία ενός ρωσικού συντάγματος, που πολιορκούσε με τις αποσχιστικές δυνάμεις την πόλη του Σοχούμι. Παρόλα αυτά μάχες γίνονταν. Στο πλοίο άλλωστε υπήρχε και ομάδα αλεξιπτωτιστών που παρίσταναν το πλήρωμα, και εάν ετίθετο θέμα μπορούσαν να εξοπλιστούν σε χρόνο ρεκόρ και να αντιδράσουν.
Το ελληνικό επιβατηγό πλοίο «Βισκάουντες Μ» με πλήρωμα μεταξύ άλλων αλεξιπτωτιστές και ΟΥΚ ως ναυτικούς, μπαίνει στο λιμάνι του Σοχούμι. Η ομάδα των βατραχανθρώπων με επικεφαλής τον Ντερτιλή, συνοδεύουν τους ομογενείς για να φθάσουν με ασφάλεια στο λιμάνι για να επιβιβαστούν στο πλοίο. Η επιβίβαση των ομογενών στο πλοίο γίνεται με ασφάλεια και απόλυτη τάξη.
«Μπήκαμε στο λιμάνι του Σοχούμι, που δεν είχε μπει ξένο πλοίο εδώ και ενάμισι χρόνο», έλεγε ο Βασίλειος Ντερτιλής σε συνομιλητές του, το πρωί της 18ης Αυγούστου του 1993, μετά το αίσιο τέλος της επιχείρησης. «Το 80% των κτιρίων είναι ισοπεδωμένο. Μέσα σε μια νύχτα, σχεδόν, σφραγίσαμε τα διαβατήρια των Ελλήνων και φύγαμε», περιέγραφε.
Όταν έφτασε στα διεθνή ύδατα το πλοίο, τότε ενημερώθηκε το υπουργείο Άμυνας και το Υπ.Εξ ότι η αποστολή εξετελέσθη.
Στο Άμυνας άνοιγαν σαμπάνιες, στο Υπ.Εξ επικρατούσε ικανοποίηση και ο Μητσοτάκης συνέχαιρε την Τσουδερού η οποία είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου τον συντονισμό και την ευθύνη της ιστορίας.
Ο πρωθυπουργός τότε, Μητσοτάκης δεν σταματούσε να δέχετα συγχαρητήρια από ευρωπαίους ομολόγους του, για την εντυπωσιακή ομολογουμένως, αποστολή διάσωσης και εκκένωσης, που έφερε σε πέρας με απόλυτη επιτυχία η Ελλάδα.
Η επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας”, ήταν άκρως απόρρητη και ανακοινώθηκε μετά από την ολοκλήρωσή της, όταν οι Έλληνες ομογενείς αποβιβάστηκαν στην Αλεξανδρούπολη, κλείνοντας την ιστορία 3.000 χρόνων της παρουσίας του ελληνισμού στην περιοχή.
Για την ιστορία να αναφέρουμε την τύχη των εμπλεκομένων.
Ο Βασίλης Ντερτιλής έφυγε πολύ νέος από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο το 2012. Ήταν μόλις 62 ετών.
Ήταν άνθρωπος των ειδικών αποστολών. Ριψοκίνδυνος, παράτολμος, ήρωας. “The Greek 007» όπως τον αποκαλούσαν οι ΝΑΤΟϊκοί συνάδελφοί του. Πραγματοποίησε μερικές από τις πιο ευαίσθητες μυστικές επιχειρήσεις του Ελληνικού στρατού στη Γιουγκοσλαβία στη Γεωργία, στην Αφρική και την Αλβανία. Απεβίωσε στις 24 Νοεμβρίου 2012 σε ηλικία 62 ετών, στο Λιντς της Αυστρίας όπου και κατοικούσε και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Σαλαμίνας.
Η Βιργινία Τσουδερού πέθανε 94 ετών στις 11 Ιουνίου 2018. Η θητεία της από το 1991 που ανέλαβε τη θέση της υφ.Υπ.Εξ δεν ήταν ανέφελη. Η ίδια ευθύνεται για αρνητικές στιγμές της ελληνικής διπλωματίας αλλά και για θετικές. Όπως πιστώνεται την επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας” έτσι χρεώνεται την αποκάλυψη του Έλληνα κατασκόπου Στηβ Λάλας στην αμερικανική πρεσβεία, η οποία έγινε μετά από υποτιθέμενους λάθος χειρισμούς της ίδιας. Αν και το ρεπορτάζ των ημερών εκείνων, την αναφέρει και ως αποδιοπομπαίο τράγο. Επίσης μέσα στο γραφείο της φέρεται να είχε κατάσκοπο των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών που υποδυόταν την βορειοηπειρώτισα διερμηνέα.
Και αποκαλύφθηκε όταν επρόκειτο να μεταβεί στην Αλβανία, και έστειλε το γραφείο της τα ονόματα της ελληνικής αποστολής στην πρεσβεία μας στα Τίρανα. Όταν ο επικεφαλής του σταθμού της ΕΥΠ είδε το όνομα της εν λόγω, επικοινώνησε αμέσως με την Αθήνα ενημερώνοντας για τα καθέκαστα. Οι αλβανοί -προφανώς παρακολουθούσαν στενά την πρεσβεία μας- έμαθαν τι έγινε, και την ενημέρωσαν να φύγει αμέσως. Τότε η “διερμηνέας” έφυγε από το γραφείο της και μάλιστα έκλεψε…και το παλτό της Τσουδερού.
Η Τσουδερού δεν εξελέξη ποτέ ξανά βουλευτής.
Η κυβέρνηση της ΝΔ λίγες εβδομάδες μετά θα έπεφτε, και θα την αντικαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ. Τα στελέχη των ΟΥΚ και των Αλεξιπτωτιστών που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση, είναι πλέον εν αποστρατεία, άγνωστοι μέσα στους αγνώστους, όπως είναι η μοίρα όλων αυτών που κάνουν σημαντικά πράγματα, τα οποία δεν μπορούν να δουν το φως της δημοσιότητας.