του Μιχάλη Κοττάκη*
Λύνεται ένα ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα τις τελευταίες 3 δεκαετίες. Εξοικονομείται πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο. Διασφαλίζεται η σταθερότητα και η ασφάλεια στην περιοχή. Χτίζονται δεσμοί φιλίας μεταξύ των δύο λαών και δεσμοί συνεργασίας μεταξύ δύο κρατών. Εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον και τέλος, με την επιτυγχάνεται η ανάσχεση της ασκούμενης από την Άγκυρα επιρροής στα Σκόπια. Τάδε έφησαν υπουργοί, νομικοί σύμβουλοι, βουλευτές και λοιπά νυν και πρώην στελέχη στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν την Συμφωνία των Πρεσπών. Τα αποτελέσματα των εκλογών του 2019 κατέδειξαν την ελλιπή πειστικότητα αυτής της επιχειρηματολογίας στα αυτιά τουλάχιστον των Ελλήνων πολιτών. Παρά την πρώτη ήττα της προσέγγισης αυτής, οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και συνεχίζονται με τους επιμένοντες να κινούνται με κύριο όπλο δηλώσεις και τοποθετήσεις δοθείσης ευκαιρίας. Άλλοι δε κατέβαλαν υπερπροσπάθεια συγγράφοντας ογκώδη βιβλία των 1000+ σελίδων.
Οι τρέχουσες εξελίξεις αποτελούν τις ευκαιρίες αυτές με τις οποίες ανακινούνται οι θέσεις αυτές. Εν προκειμένω οι τρέχουσες εξελίξεις αφορούν την υπογραφή 5ετους συμφωνίας οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ Άγκυρας και Σκοπίων. Με τη νέα αυτή συμφωνία οι σχέσεις των δύο χωρών μπαίνουν σε μια νέα φάση. Πρόκειται για μια εξέλιξη ανεπιθύμητη, ιδίως για την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς έτσι σφίγγει ο κλοιός γύρω από το επιχείρημα της ανάσχεσης της τουρκικής επιρροής στη γειτονική χώρα, μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών. Για να είναι εποικοδομητικός ο προβληματισμός μας, κρίσιμης σημασίας είναι μια σύντομη διάγνωση της τουρκικής διείσδυσης στη γειτονική χώρα αλλά και στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων .
Τι είδους διείσδυση πραγματοποιεί η Άγκυρα; Μέχρι το 2016 ασκείτο από τα μουσουλμανικά δίκτυα (ελεγχόμενα από τους γκιουλενιστές), αλλά και από φορείς περισσότερο συνδεδεμένους με το τουρκικό κράτος (ΤΙΚΑ, Ινστιτούτο Yunus Emre κλπ.). Μετά το 2016 και το πραξικόπημα στην Τουρκία τα γκιουλενιστικά δίκτυα αυτονομήθηκαν. Συνέχισε, όμως, η δράση των υπολοίπων φορέων, ενώ παράλληλα ο Ερντογάν χρησιμοποίησε νέα εργαλεία άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Ένα εξ αυτών, όπως είδαμε εσχάτως είναι οι διμερείς συμφωνίες στρατιωτικού και οικονομικού χαρακτήρα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δύναται να σταθεί εμπόδιο στην προσπάθεια αυτή, όπως διατράνωνε η αξιωματική αντιπολίτευση; Η ανάσχεση ουσιαστικά αφορά την παρεμπόδιση της εξέλιξης μιας εν εξελίξει διαδικασίας. Η προσφορά της Συμφωνίας των Πρεσπών στην Αμυντική Συνεργασία βρίσκεται στο Άρθρο 17. Χωρίς να προορίζεται χρονικά η συνεργασία μεταξύ των 2 συμβαλλόμενων μερών προβλέπει “μεταφορά τεχνογνωσίας και οικοδόμησης ικανοτήτων, συνεργασία στους τομείς της παραγωγής, ενημέρωσης και κοινών στρατιωτικών ασκήσεων. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην εκπαίδευση του προσωπικού που θα μπορούσαν να παράσχουν τα μέλη το ένα στο άλλο”. Στον αντίποδα βρίσκεται η 5ετης στρατιωτική και οικονομική συμφωνία της Τουρκίας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ η συμφωνία προβλέπει την καταβολή κονδυλίων από την Άγκυρα στα Σκόπια με στόχο την προμήθεια εξοπλισμού για τον εκσυγχρονισμό του πυροβολικού και την ενίσχυση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων τους. Ο αμυντικός τους προϋπολογισμός δίνει κεντρική σημασία στον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος με το 25% να διοχετεύεται προς τον σκοπό αυτό. Η Τουρκία στέκεται σύμμαχος στην προσπάθεια αυτή. Επίσης, η Τουρκία διεισδύει σε πεδία πολιτικής που δεν καλύπτονται από τις Πρέσπες, άρα και από τα μνημόνια συνεργασίας που έρχονται να εξειδικεύσουν αυτή τη σχέση. Είτε ψηφιστούν από το ελληνικό κοινοβούλιο, είτε όχι καμία τουρκική διείσδυση δεν θα ανακοπεί. Αναιτίως, λοιπόν, “κουνάνε το δάχτυλο” νυν και πρώην κεφάλια της εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ για τα μνημόνια συνεργασίας και την εφαρμογή των Πρεσπών.
Πέραν τούτων δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη των διατάξεων των Άρθρων 1-8 για την ύπαρξη συνεργασίας Αθήνας-Σκοπίων. Εδώ, έχει υπάρξει ελληνοτουρκική συνεργασία σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής, ενώ εκκρεμεί η μια και μόνη ελληνοτουρκική διαφορά… Δεν προϋποτίθεται η τοποθέτηση του ονοματολογικού ζητήματος σε μια νέα νομική βάση (αυτό που κάποιοι ονομάζουν λύση) για την υπογραφή μιας άλλης διμερούς συμφωνίας. Η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 δεν απαγόρευε τη συνομολόγηση άλλων συμφωνιών, που θα είχαν κατεύθυνση την ανακοπή της διείσδυσης της Άγκυρας στα Σκόπια. Ίσα ίσα, ενθάρρυνε κάθε συνομιλία στα πλαίσια της Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και της επίτευξης οριστικής λύσης. Σπόντα, λοιπόν, μπήκαν τέτοιου είδους στοιχεία στη Συμφωνία των Πρεσπών, μήπως καταφέρουν και διασώσουν τον υποχωρητικό και ηττοπαθή χαρακτήρα της.
Αν στις επιθυμίες της τότε ελληνικής αποστολής στην Συμφωνία των Πρεσπών μερών ήταν και η ανάσχεση της τουρκικής επιρροής στο άλλο μέρος τότε έπρεπε να δράσει διαφορετικά. Μια απλώς διάταξη περί αμυντικής συνεργασίας, όπως αυτή του άρθρου 17 των Πρεσπών πιθανότατα πενιχρά αποτελέσματα επρόκειτο να έχει, όπως και φαίνεται. Για να ανασχεθεί η τουρκική διείσδυση, πρέπει να καταστεί πρώτον ασύμφορη για τους γείτονες μας. Στο στρατιωτικό κομμάτι, εν προκειμένω θα μπορούσε να υπάρξει μια φωτογραφική ρήτρα “μη συνεργασίας σε στρατιωτικά ζητήματα με τρίτα κράτη που διατηρούν ενεργά απειλές για την ασφάλεια των συμβαλλομένων μερών” σε κάποια διμερή συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας. Φυσικά, κάτι τέτοιο θέλει δεν επιτυγχάνεται χωρίς ανταλλάγματα. Ωστόσο, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν υπάρχουν παραχωρήσεις από ελληνικής πλευράς, αν σκεφθεί κανείς το βαθμό στον οποίο μια στρατιωτική συνεργασία Αθήνας-Σκοπίων είναι κοινωφελής και αμφίδρομη, και όχι παροχή εκπαίδευσης μεταξύ δύο άνισων ως προς τις δυνατότητες τους των στρατευμάτων.
*φοιτητή Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης στο ΕΚΠΑ