«…..Θά ‘ρθει μιά μέρα ποὐ τά δέντρα θά μισήσουν τήνἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων καί θά σταματήσουν να παράγουν ἴσκιο, θροΐσματα κι ὀξυγόνο. Θά πάρουνε τίς ρίζες τους καί θάφύγουν. Μεγάλες τρύπες θά μείνουνε στη γῆ ἐκεῖ που ἦταν πρίντά δέντρα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι καταλάβουνε τί ἔχασαν, θά πᾶνεκαί θά κλάψουνε πικρά πάνω ἀπ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θάπέσουνε μέσα. Τα χώματα θά τούς σκεπάσουν. Κανείς δέν θάφυτρώσει….» (Αργύρης Χιόνης / Όταν τα δέντρα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων)
Ήταν κάπου στο μακρινό 2007. Μία γριά κάπου, λέει, στην Ζαχάρω Ηλείας, ξύπνησε το πρωί και αποφάσισε να ανάψει ένα γκαζάκι στον κήπο της για να βράσει κόλυβα, όταν ξαφνικάξέφυγε μια σπίθα, άναψε φωτιά και κάηκε η μισή Πελοπόννησος, αφήνοντας πίσω της περισσότερους από 60 νεκρούς και τεράστια καταστροφή.
Στο όχι και τόσο μακρινό 2018, κάπου στην ΚαλλιτεχνούποληΑττικής βγήκε, λέει, ένας γέρος σε συνθήκες καύσωνα και με ισχυρούς ανέμους να κάψει ξερόχορτα, πάλι ξέφυγε μια σπίθακαι το αποτέλεσμα ήταν να καεί το Μάτι προκαλώντας εκατόμβη νεκρών.
Ωραία παραμύθια πρέπει να ομολογήσουμε, με αναφορές σε γριές που ανάβουν φωτιές για να βράσουν κόλυβα, κοκόρια, αγκινάρες και σε γέρους που προσπαθούν να κάψουν κλαδιά,και πάντοτε βρίσκεται μία σπίθα να πεταχτεί στα απέναντι ξερόχορτα και να κάψει όλο τον πλανήτη. Κατά σύμπτωση, δε,αυτά τα περιστατικά συμβαίνουν σε περιόδους καύσωνα και με ανέμους που λυσσομανούν.
Σήμερα στο 2021, που οι περισσότεροι γέροι «εμπρηστές» έχουν φύγει από τη ζωή, αναφλέγονται σπασμένα γυαλιά μέσα στα δάση ή τα ανάποδα φλυτζάνια στις κολώνες της ΔΕΗ. Αυτό έγινε στην Βαρυμπόμπη. Εντελώς συμπτωματικά την ίδια μέρα έγινε το ίδιο πράγμα στην Λακωνία και ενδεχομένως σε άλλες 90 περιοχές σε όλη την Ελλάδα. Και οι άνεμοι λυσσομανούσαν right through (όπως θα έλεγε ο Ζαμπέτας).
Σοβαρά, τώρα, νομίζετε ότι πλέον τα πιστεύουμε αυτά; Ιδιαίτερα όταν μετά από 1 – 2 χρόνια βλέπουμε στη θέση των δασών να ξεφυτρώνουν βίλες, ξενοδοχειακές μονάδες ήανεμογεννήτριες (που φοριούνται πολύ εσχάτως);
Είναι πλέον περισσότερο από ξεκάθαρο ότι οι πυρκαγιές έχουν μπει από ανθρώπινο χέρι. Είναι προϊόν δολιοφθοράς με στόχο την κοινωνία και την οικονομία. Είναι πόλεμος. Κάποιοι καίνε την πατρίδα μας. Κάθε χρόνο. Με σύστημα και πρόγραμμα. Δεν μπορεί εμείς να βαυκαλιζόμαστε ότι προέρχονται από τα ακραία φαινόμενα ή από κάποιο ατύχημα, όταν μάλιστα ξεσπούν δεκάδες εστίες ταυτόχρονα.
Και, ναι, τα δάση θα ξαναγίνουν, αλλά μετά από 30 χρόνια. Και τα σπίτια θα ξαναγίνουν αλλά με ιδρώτα και αίμα. Και ο Χειμώνας θα έρθει, και οι βροχές θα έρθουν, και τα νερά ασυγκράτητα θα κατακλύσουν άλλα σπίτια και δρόμους, και θα κλαίμε πάλι πάνω από νεκρούς και ερείπια. Δεν γίνεται όμως σε αυτή τη χώρα μόνο να κλαίμε. Δεν γίνεται να λέμε πάντα «Παναγία βόηθα». Κάποια στιγμή πρέπει να μπορούμε να πούμε «Δόξα τω Θεώ».
Δεν γίνεται κάθε καλοκαίρι να βλέπουμε ανθρώπους και ζώα με το βλέμμα αγριεμένο να προσπαθούν να ξεφύγουν από τις φλόγες. Και, επιτέλους, κάποια στιγμή οι εμπρηστές πρέπει να αντιμετωπιστούν από την δικαιοσύνη ως δολοφόνοι, ιδιαιτέρως αν λάβει κανείς υπ΄ όψιν τις ψυχές πού μπορεί να χαθούν, αλλάκαι το πόσο πολύτιμα είναι τα ολοένα και λιγότερα δάση για την επιβίωση μας.
Και κάποια στιγμή, κάποια κυβέρνηση, ας μπει στον κόπο να ρίξει το βλέμμα της στους πυροσβέστες. Επιστρέφουν στα σπίτια τους, έχοντας σώσει ανθρώπους, ζώα, σπίτια σε φωτιές, σε πλημμύρες, σε σεισμούς. Κάποια πάνω σε αυτή την προσπάθεια δεν καταφέρουν να επιστρέψουν ποτέ. Είναι ήρωες. Είναι άγγελοι.
Δήμητρα Παναγοπούλου