Σαν σήμερα
πριν 100 χρόνια.
Αύγουστος 1921.
Η εκστρατεία της Άγκυρας,
που έκρινε την τύχη των Ελλήνων
της Μικράς Ασίας, του Πόντου,
της Αν. Θράκης και της Καππαδοκίας.
«Στις 20 Ιουλίου, ήρθε επιτέλους η ώρα να φύγω κι εγώ για το μέτωπο. “Σηλυβρινός Δημοσθένης. Τοποθετείται γραφεύς εις την 3ην Μεραρχίαν του Γ΄ Σώματος Στρατού” έγραφτε η διαταή. Φεύγω απ’ τη Σμύρνη και πααίνω με το τρένο στο Εσκί Σεχίρ. Εκεί ένιωσα πολύ παράξενα. Ήτανε η δεύτερη φορά που αντίκριζα αυτόνα το σταθμό. Την πρώτη, στρατιώτης στον τούρκικο στρατό. Τώρα, στον ελληνικό.
»Απ’ το Εσκί Σεχίρ, ύστερις από δυο μερόνυχτα πορπάτημα, βρήκα τη μονάδα μου στο Σεβίσκιοϊ, κοντά στον ποταμό Πουρσάκ. Εκεί, βρέθηκα ανάμεσα σε φαντάρους που πολεμούσανε απ’ το ’12. Με τις γενειάδες τους, τα τριμμένα ρούχα και τη δόξα που κουβανούσανε, με φάνηκαν σαν τους ήρωες του 1821. Εκείνοι λευτέρωσαν την Ελλάδα. Αυτοί την έκαμαν διπλή και τριπλή. Τήνε πήρανε απ’ τη Θεσσαλία και τήνε πήγανε ίσαμε τη Μικρασία και την Ανατολική Θράκη.
»Το πρωί, πρώτη Αυγούστου (1921), καταπώς ήτανε σκεδιασμένο, αρχίνησε η μεγάλη εξόρμηση της ελληνικής στρατιάς για το Σαγγάριο και την Άγκυρα. “Με τη βοήθεια του Θεού, εμπρός για τη νίκη!” βροντοφώναξε ο διοικητής μας. Τις πρώτες ημέρες πορπατούσαμε, πορπατούσαμε, κι οχτρός πουθενά. Οι Τούρκοι τραβήχτηκαν οπίσω. Και για να μας δυσκολέψουνε πιότερο, ανατίναξαν ούλη τη γραμμή του τρένου κι ούλα τα γιοφύρια, απ’ το Εσκί Σεχίρ ως το Σαγγάριο. Εκεί, ανατίναξαν και το μεγάλο γιοφύρι, το Μπεϊλίκ Κιοπρού. Ούλα έδειχναν πως μας καρτερούσανε εκείθε απ’ το ποτάμι.
»Μέρα με την ημέρα, τα τροφίματα δυσκολεύουνταν πολύ να μας έβρουνε. Κι όντας μας ήβρισκαν, ήτανε χαλασμένα, για πέταμα. Ζέστα βλέπεις! Κι από νερό; Τα πηγάδια και τα μπουνάρια* τα ήβρισκαμε γιομάτα ψοφίμια, που τα έριξαν επίτηδες οι Τούρκοι, για να μη μπορούμε να πιούμε. Τα χείλια μας άσπρισαν απ’ τη δείψα! Οι παλιοί φαντάροι ήτανε για λύπηση. Απ’ την ταλαιπώρια και την πείνα φύραιναν ολωσδιόλου. Πετσί και κόκαλο. Οι πυρετοί και τα εντερικά τούς έλιωναν. Μουλαταύτα, βαρυγκώμια δεν άκουγες. Μπορεί το κορμί τους, ώρες ώρες, να λύγαε, μα η ψυχή βάσταγε. Καρτερούσανε με λαχτάρα να έρθει “η ώρα της Άγκυρας”. Μπαϊλντισμένοι από τόσους πολέμους, ήθελαν να ξεμπερδεύουνε μιαν ώρα αρχύτερα. “Άιντε, να τελειώνουμε! Αυτή θα είναι η τελευταία μας μάχη!” έλεγαν. Τους έβλεπα και δεν πίστευα πως, μέσα σ’ εκείνα τα σκελετωμένα κορμιά, έκρυβαν τέτοια αντρειοσύνη. Κοντά σ’ αυτοινούς, έπαιρναμε θάρρος κι εμείς, οι καινούργιοι, και καρτερούσαμε να έρθει η μεγάλη ώρα.
Στις 10 Αυγούστου, ήμασταν στον ποταμό Γκεούκ Ινλάρ Κατραντζή. Εκεί, μας σταμάτησαν απανωτά τουφέκια και γερμανικά πολυβόλα μάξιμ, που βαρούσανε απ’ τα τροϋρινά αψηλώματα. Πήραμε διαταή να επιτεθούμε. Αχ, και να ήσασταν εκεί από καμιά μεριά! Ούλοι αυτοί οι νηστικοί, οι ψειριαμένοι, οι ξεθεωμένοι, όρμηξαν με το “αέραααα!” ομπρός σαν τα θεριά. Οι σφαίρες σβιντζίνιζαν απάνω απ’ τα κεφάλια τους, μα αυτοί δε λογάριαζαν νε σφαίρες νε οβίδες. Δεν τους ένοιαζε ο θάνατος! Στα χέρια τους, τα μάνλιχερ, τα μάουζερ και τα πυροβόλα Σαιντ-Ετιέν κελαηδούσανε, κι ο οχτρός δεν ήξευρε καταπού να φυλαχτεί. Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι, αμέτρητοι. “Πανικόβλητοι, ετράπησαν εις άτακτον φυγήν!” έλεγε την άλλην ημέρα ο διοικητής μας.
»Απ’ τις 13 ως τις 19 Αυγούστου, γένηκαν εκείθε απ’ το Σαγγάριο μάχες φοβερές, κι ο στρατός μας στις πιότερες βγήκε νικητής. Και κάθα ημέρα, οι Τούρκοι ούλο και τραβιούνταν παραπίσω. Στις 21, μας καρτερούσανε στο Καρακουγιού και μας ανάγκασαν να γυρίσουμε οπίσω. Ευτυχώς ήρθε το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων και κατάφεραμε να το ξαναπάρουμε. Μονάχα που σκοτώθηκαν πολλοί. Και μαζί τους, ο διοικητής του 2/39, ο Βλάσιος Καραχρήστος. Στις 22, μπήκαμε στο Εσκί Πολατλί. Ούλα έδειχναν πως ο δρόμος για την Άγκυρα ήτανε ανοιχτός. Η χαρά μας δε λέγεται με λόγια! “Άιντε, να πάρουμε και την πρωτεύουσα του Κεμάλ, να τελειώνουμε! Πολύ μας παίδεψαν!” άκουγες ολόυρα. Τουλάχιστον δε θα πάαιναν χαμένοι ούλοι αυτοί που σκοτώθηκαν.
»Κι αποκεί που ούλοι καρτερούσαμε τη διαταή για την τελευταία επίθεση, τέτοια διαταή δεν ήρθε. Κι όχι μόνε αυτό, μα την άλλην ημέρα αρχίνησαν οι διαδόσεις. Τα μαντάτα μπερδεμένα. Τη μιάνα, θα πάμε για την Άγκυρα. Την άλληνα, θα γυρίσουμε οπίσω. Μια θα πάμε, μια δε θα πάμε. Αυτό μας έκαμε σμπαράλια. Είναι σαν να κοσεύεις (τρέχεις), και σε κόβουνε τη φόρα. Τις κατοπινές ημέρες, μας είχανε και κάθουμασταν. Νε ομπρός νε οπίσω. Εκεί, παλουκωμένοι. Ούλοι οι φαντάροι ύβριζαν τους από πάνω. “Τους άχρηστους! Που θαρρούνε πως ο πόλεμος είναι παιχνίδι, που το αρχινάς και το σταματάς ό,τι ώρα θέλεις!”. Ακόμα και οι Τούρκοι μπερδεύτηκαν. “Για να σταματήσουνε αυτοί την ώρα που μας νικούνε, ούλο και κανείνα τέχνασμα θα μας μαγερεύουνε” σκέφτουνταν. Μα σαν πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, ξεθάρρεψαν κι αρχίνησαν να μας βαρούνε.
»Ώσπου αρχίνησαν άλλες διαδόσεις. Πως τα πράματα δε γένηκαν καταπώς μας τα έλεγαν. Πως οι Τούρκοι σε πολλές μάχες νίκησαν κι έκαμαν στο στρατό μας μεγάλη ζημιά. Πως οι σκοτωμένοι μας ήτανε αμέτρητοι. Πως δεν μπορούσαμε να πάμε άλλο, γιατί δεν είχαμε πολεμοφόδια και τροφίματα. Αυτοί, που ίσαμε τα εχτές μας τα έλεγαν έτσι, τώρα μας τα γύριζαν αλλιώς. Είναι να σαλεύει ο νους σου. Εμείς δεν τα πίστευαμε και καρτερούσαμε τη διαταή για την Άγκυρα. Μα αντίς γι’ αυτήνα, στις 27 Αυγούστου μας ήρθε άλλη διαταή. “Σύμπτυξις! Επιστρέφουμε εις το Εσκί Σεχίρ!”.
»Αυτή δεν ήτανε διαταή, ήτανε τουφεκιά στην καρδιά. Μας κόπηκαν τα γόνατα! Βουβαμάρα παντού! Ξεύρεις τι είναι να νιώθεις νικητής, να είσαι τρεις ώρες απ’ την Άγκυρα και να σε λένε γύρνα οπίσω; Ίσαμε κείνην την ημέρα, έβλεπαμε τους σκοτωμένους και δε μας ένοιαζε που την άλλην ημέρα μπορεί να ήμασταν εμείς στον τόπο τους. Έλεγαμε “έπεσαν για την Πατρίδα!”. Τώρα τους έκλαιγαμε, που έφυγαν άδικα των αδίκων. Με κλάματα και με ένα “γιατί;” στα χείλια, πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Συνάμα, είχαμε και την έννοια να βαστήξουμε τον οχτρό μακριά, όσο να διαβούμε το Σαγγάριο. Γιατί οι Τούρκοι, σαν πήρανε χαμπάρι τι γένεται, το έπαιζαν και παλικάρια. Πού και πού, τούρκικα αερόπλανα πέταγαν από πάνω μας και μας μπομπάρδιζαν. Τυχεροί, όσοι έμισκαν στον τόπο! Άτυχοι, οι λαβωμένοι. Οι τραυματιοφορείς μάζωναν όσους μπόρεγαν, μα οι πιότεροι αφήνουνταν εκεί, καταής, να βογκάνε αβοήθητοι, παρατημένοι, μοναχοί. Η διαταή ήτανε ξεκάθαρη. “Υποχώρησις άνευ καθυστερήσεως”! Με τα κεφάλια, που λέτε, κατεβασμένα, στις 29 Αυγούστου τη νύχτα, ούλες οι μονάδες μας διάβηκαν κατά πίσω το Σαγγάριο. Αποκεί κι ύστερις, οι Τούρκοι δε μας πείραξαν. Και γιατί να μας πειράξουνε, αφού έφευγαμε μοναχοί μας;
»Απ’ τα πολλά, στις 10 του Σεπτέμβρη, γύρισαμε εκεί που ήμασταν προτού σαράντα μέρες. Στη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ – Εσκί Σεχίρ. Άυπνοι, νηστικοί, σκελετωμένοι, με τρύπια άρβυλα και ποδάρια φουσκαλιασμένα. Σα φαντάσματα! Και το χειρότερο, με την ψυχή μαύρη, κατάμαυρη! Έτσι έχουνε τα πράματα. Και μπορεί ο κόσμος να θαρρεί πως η Μικρασία χάθηκε φέτο τον Αύγουστο (1922), μα εμείς την κηδεία της την έκαμαμε πέρσι, έναν χρόνο πριν. Γιατί, μόνε με κηδεία έμοιαζε εκείνη η οπισθοχώρηση. Να, τι γράφτω στο ημερολόγιο: “10 Σεπτέμβρη 1921. Επιστροφή. Εσκί Σεχίρ. Λύπη μεγάλη. Έχουμε κηδεία. Παντού βρισιές. Ούλα μάς φταίνε. Τώρα τι κάμνουμε; Πρώτη φορά φοβούμαστε”».
Γεώργιος Μάνος
ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Χάρτης της Μικράς Ασίας με τα μέτωπα των επιχειρήσεων.
Στη φωτογραφία, γέφυρα του ελληνικού στρατού στο Σαγγάριο.