Ο Σουν Ρίις μαζί με το μικρότερο γιο του, απολάμβαναν τη βόλτα τους με τα ποδήλατα κάτω απ’ τον απογευματινό ήλιο, στις δασικές εκτάσεις που βρίσκονται κοντά στο σπίτι τους, βόρεια της Κοπεγχάγης, όταν ο Ρίις παρατήρησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στη φύση. Για την ακρίβεια, κάτι έλειπε.
Ήταν καλοκαίρι. Πήγαιναν αρκετά γρήγορα, αλλά περιέργως δεν «έτρωγαν» έντομα στο πρόσωπο. Για μια στιγμή, ο Ρίις αναπόλησε την παιδική του ηλικία στο Λόλαντ, ένα νησί της Δανίας στη Βαλτική Θάλασσα. Εκείνα τα χρόνια κατά τις καλοκαιρινές του βόλτες με το ποδήλατο, έπρεπε να κλείνει το στόμα του ώστε να αποφύγει τα έντομα· αναπόφευκτα όμως κατάπινε κάποια.
Θυμήθηκε επίσης ότι ταξιδεύοντας με τους γονείς του, το παρμπρίζ του αυτοκινήτου τους λερώνονταν από έντομα που έπεφταν πάνω και συχνά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τους υαλοκαθαριστήρες καθώς δε μπορούσαν να δουν. Όλα αυτά όμως φαίνονταν πολύ μακρινά πια. Δε μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που καθάρισε το παρμπρίζ του απ’ τα έντομα.
Αναρωτήθηκε μάλιστα αν οι κατασκευαστές αυτοκινήτων είχαν εφεύρει κάποια νέα ειδική επίστρωση ώστε να τα αποφύγουν. Όχι. Η φύση είχε σημάνει κάποιου είδους συναγερμό. Πού είχαν πάει όλα αυτά τα έντομα; Και πότε; Και γιατί δεν το είχε παρατηρήσει ως τώρα; Συνεχίστε την ανάγνωση.